Ξεκινώ από το παίξιμο που στο σύνολο του είναι κάκιστο. Ακόμα κι ηθοποιοί που εκτιμώ ήταν έξω από τα νερά τους. Ο Τάκης Σπυριδάκης έδειχνε σαν να βαριόταν, ο Παύλος Ορκόπουλος ήταν εξίσου αμήχανος, η Ρένια Λουιζίδου, την οποία γενικώς ξεχωρίζω, έπαιζε θαρρείς κι ήταν ασκηνοθέτητη. Σαν να μην ήξερε από πού να πιαστεί , και σαν να της έφευγαν τάσης μίμησης της Μαίρης Αρώνη αλλά με ένα τρόπο απίστευτα υπερβολικό. Όλα στο έργο ήταν υπογραμμισμένα, όλα ήταν υπερτονισμένα, οι δε υπόλοιποι ηθοποιοί εξάντλησαν κάθε μορφασμό που θα μπορούσε να γίνει ανεκτός. Τόσους μορφασμούς ούτε στο βουβό κινηματογράφο δεν βλέπουμε.
Με αποτέλεσμα να συμβεί αυτό που ανέφερα και πιο πάνω: Να καίγονται τα αστεία. Διότι, σε μια σουρεαλιστική κωμωδία, στην οποία κυριαρχεί το παράλογο, αν υπογραμμίσεις το παράλογο, τότε το έχεις χάσει. Πόσο μάλλον όταν η υπογράμμιση γίνεται με τρόπο ή με νοοτροπία «να γίνει αντιληπτό από το κοινό της τηλεόρασης». Μια κι αυτό θεωρείται ως «το μαζικό κοινό», Λάθος κι αυτό, πρώτον διότι το κοινό είναι ΕΝΑ, εξού και λέγεται ΚΟΙΝΟ (κι όχι τις βλακείες που διαβάζουμε κι ακούμε «τα νεανικά κοινά» που τα λένε οι αστοιχείωτοι όπως λένε «καλησπέρα» από τις δώδεκα το μεσημέρι)κι ο ίδιος άνθρωπος μπορεί ανάλογα με τη διάθεση του τη μία φορά να πηγαίνει στη Λυρική, την άλλη σε κέντρο με μπουζούκια, τη μία σε κωμωδία, την άλλη σε πειραματικό, ανάλογα με το τι γύρεψε τη δεδομένη στιγμή η ψυχή του. Συνεπώς, αν υποθέσουμε ότι ο κόσμος κάθεται στο σπίτι και βλέπει τηλεόραση, δεν ενδείκνυται να τον βγάλεις από κει μέσα και να τον φέρεις σινεμά για να δει και πάλι τηλεόραση, να παίζουν όπως στην τηλεόραση, να ουρλιάζουν όπως στην τηλεόραση και να παριστάνουν τους κωμικούς όπως αποπειρώνται στην τηλεόραση με τις ανυπόφορες μούτες.
Μου έκανε εντύπωση διότι ο Βασίλης Μυριανθόπουλος, που ανέλαβε να το σκηνοθετήσει και συμμετείχε και στη σεναριακή προσαρμογή, στις δύο προηγούμενες ανάλογες ταινίες του, το «Μόλις χώρισα» και το «Σούλα έλα ξανά», μου είχε φανεί άνθρωπος που κατέχει το είδος, το αγαπά κι έχει κι αίσθηση του μέτρου, στα πλαίσια πάντοτε του είδους. Εδώ, δεν κατάλαβα πως αντελήφθη την όλη κατάσταση, πως άφησε να του διαφύγουν όλα αυτά που του διέφυγαν, πως επέτρεψε στους ηθοποιούς τέτοιου είδους παίξιμο, πως δεν κάθισε να μελετήσει λίγο περισσότερο το «Μια τρελλή, τρελλή οικογένεια» και το πώς είχε σκηνοθετήσει την υπέροχη , έτσι κι αλλιώς, διανομή ο Ντίνος Δημόπουλος όπου οι ηθοποιοί έπαιζαν τους ρόλους με τις παράλογες συμπεριφορές και τις παράλογες ατάκες, σαν να ήταν καθημερινός διάλογος. Κι έτσι είχε αναδειχθεί το γέλιο κι έτσι είχαν λάμψει και οι ηθοποιοί κι έτσι η Μαίρη Αρώνη είχε φτιάξει την αμίμητη Πάστα Φλώρα της παίζοντας την σαν μία κανονική γυναίκα , σαν μία κανονική αστή, ώστε από τα χείλη της οι ατάκες του Τσιφόρου να ακούγονται, με εκείνο τον τρόπο ερμηνείας, σαν να ήταν Ιονέσκο.
Πολύ λυπήθηκα διότι αγαπώ τον ψυχαγωγικό ελληνικό κινηματογράφο και θέλω να τον δω και πάλι να ανθίζει. Δεν τα καταφέρνει όμως, Ρίχνω μεγάλη ευθύνη στην τηλεόραση και δεν κρύβω ότι από τους τίτλους ακόμα, όταν έπεσαν τα σήματα των εταιριών που συμμετέχουν στην παραγωγή, με το που είδα το λογότυπο «MEGA», όπου το κανάλι ήταν συμπαραγωγός βασικός, ενστικτωδώς, μου ήρθε ένα σφίξιμο, σαν να πήρα σήμα του τι θα έβλεπα. Και με ακολούθησε μέχρι το τέλος διότι το άτιμο το ένστικτο επαληθευόταν από την πρώτη σκηνή, από το πρώτο ξεφωνητό. Το παρασκήνιο δεν το γνωρίζω αλλά με βάση αυτό που είδα έχω να πω ότι μου φάνηκε ως η απόλυτη επιβολή της τηλεόρασης, Της τηλεόρασης των κωμικών ελληνικών σειρών. Οι οποίες έτσι κι αλλιώς βρίσκονται πίσω κάτι χρόνια. Και στους guest, σε «περσόνες» της τηλεόρασης πάλι κατέφυγαν- ωστόσο, η σκηνή του φαρμακείου με τον Φώτη Σεργουλόπουλο θα έλεγα ότι ήταν ευρηματική στη σύλληψη της . Στα κοστούμια παρόλο ότι έπαιζαν οι χτυπητοί συνδυασμοί, σκεφτόμουν πάλι το «Μια τρελλή, τρελλή οικογένεια» όπου οι πρωταγωνίστριες ήταν ντυμένες όπως έπρεπε να είναι μια πανέμορφη σταρ σαν την Καρέζη και μια κυρία σαν την Μαίρη Αρώνη, με ρούχα που να τις ομορφαίνουν κι όχι να υπερφορτώνουν κι αυτά την καρικατουροποίηση.
Το μόνο που μου άρεσε είναι το τραγουδάκι του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου σε στίχους Μυριανθόπουλου, που ακούγεται στο τέλος της ταινίες με ωραίο δέσιμο φωνών του Λεωνίδα Βελλή και της Πίτσας Παπαδοπούλου κι ακούγεται εξίσου ωραία στην αρχή ως μουσικό θεματάκι τίτλων κωμωδίας που σε βάζει σε μια χαρούμενη διάθεση. Τίποτε άλλο!