Η επιτυχία θα γίνει διότι το «INTO THE WOODS» κι από το Μπροντγουέι έρχεται με θεατρικό μύθο, κι οι συντελεστές είναι πρώτης τάξεως κι η Μέρυλ Στριπ σε ρόλο μάγισσας όπου τραγουδά αλλά και μεταμορφώνεται, οπωσδήποτε ελκύουν.
Στις μέρες μάλιστα των Εορτών, εξ ιδίας πείρας δηλώνω ότι ενδείκνυται με τον καλύτερο τρόπο. Τόσο για μικρούς όσο και για μεγάλους. Προσφέρει δηλαδή εκείνη την ψυχαγωγία ποιότητας για την οποία δεν θα μετανιώσει κανείς.
Είναι έξυπνο το πάντρεμα των τεσσάρων παραμυθιών των αδελφών Γκριμ που τα γνωρίζει όλος ο κόσμος, είναι ακόμα πιο έξυπνη η ανατροπή τους ώστε να έρθουν πιο κοντά στις αντιλήψεις του Σήμερα, διατηρώντας τα αρχετυπικά τους στοιχεία και να μην ξεφύγουν από το παραμύθι
Αλλωστε ως παραμύθι λειτουργεί πιο αποτελεσματικά το φιλμ παρά ως μιούζικαλ.
Και θα εξηγήσω τι εννοώ διότι η κριτική είναι αναπόφευκτη.
Και θα αρχίσω από τη μουσική, όπου μπορεί ένας καλλιτέχνης του μεγέθους του Στίβεν Σοντχάιμ να την έχει αναλάβει, και να γνωρίζει τις «τεχνικές» λεπτομέρειες για το είδος, όμως, θα τολμούσα να πω ότι μουσικά δεν βρέθηκε στις πιο εμπνευσμένες του ώρες. Υπάρχουν πολλά τραγούδια, που, φυσικά και δένουν με την υπόθεση και με τις εκάστοτε σκηνές, όμως ούτε ένα δεν μου φάνηκε να ξεχωρίζει, να το παίρνει ο θεατής μαζί του, να το σιγοψιθυρίζει βγαίνοντας από το θέατρο – αυτή ήταν κι η πρώτη μου παρατήρηση όταν το είχα δεί πριν από πολλά χρόνια στο Μπροντγουέι- και φυσικά επαναλαμβάνεται και στον κινηματογράφο. Ένα μιούζικαλ, μέσα στα τραγούδια του χρειάζεται και δύο τρία «σουξέ», δηλαδή δύο με τρία ,τουλάχιστον , τραγούδια που να σου μένουν.
Αυτοί είναι οι κανόνες του είδους. Κι αυτό είναι ένα πρόβλημα στο σύγχρονο Μπροντγουέι ή στο Ουέστ Εντ που δανείζουν έργα στο Χόλυγουντ για την ενίσχυση του επαναφερθέντος είδους. Γι αυτό και στα τελευταία χρόνια παρατηρούμε το είδος να πάσχει από ιδέες κι ανανέωση κι εννοώ στο θέατρο διότι πλέον τα μιούζικαλ, από την ώρα που μπήκε το Μπροντγουέι στα πράγματα και φύγαμε από το παραδοσιακό «χολυγουντιανό» μιούζικαλ που εξέπνευσε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 κι ανέλαβαν τα ηνία οι κινηματογραφικές μεταφορές του Μπροντγουέι, περιμένει το σήμα από το θέατρο.
Όμως , η μουσική διάθεση από την άλλη είναι τέτοια, κι η γνώση των τεχνικών λεπτομερειών περί δεσίματος μουσικής και θέματος άλλο τόσο ανάλογη, ώστε η αποστολή να φέρεται εις πέρας με επιτυχία.
Στην κινηματογραφική μεταφορά, έχουμε να κάνουμε με κάτι ανάλογο. Ο Ρομπ Μάρσαλ που το ανέλαβε, σαφώς κι έχει τα εχέγγυα, αυτή τη στιγμή ως νούμερο ένα σκηνοθέτης του είδους μετά από το «Σικάγο» αλλά από την άλλη οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι έχει σταθμεύσει στο «Σικάγο». Μάλλον δεν έχει σταθμεύσει αλλά αποδεικνύει κι εξηγεί για την επιλογή της Ακαδημίας τότε να καλοδεχθεί την επανεμφάνιση του είδους με το υπέροχο εκείνο φιλμ που του πρόσφερε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας αλλά δεν υπέγραψε και τον Ρομπ Μάρσαλ με το Οσκαρ σκηνοθεσίας. Διότι στο «Σικάγο» είχε υιοθετήσει πλήρως τη σκηνοθεσία του Μπομπ Φόσι κι εκείνη τη σκηνοθεσία μετέφερε, δηλαδή, με άλλα λόγια η Ακαδημία δεν του είχε αναγνωρίσει ατομική υπογραφή. Τα κατοπινά του φιλμ, είτε επρόκειτο για μιούζικαλ είτε για άλλα είδη, δικαιολόγησαν πλήρως αυτό που εκείνοι είχαν δει και που οι απέξω πιθανόν να μην αντιλαμβάνονταν.
Κι εδώ λοιπόν θα δούμε ξανά μια ωραία εκτέλεση αλλά όχι εκείνα τα ξεχωριστά skills, όπως λένε κι οι φίλοι μας οι Αμερικανοί, στην κινηματογραφική απογείωση του είδους. Το παρακολουθεί καλά, το σκηνοθετεί ευπρόσωπα, το γνωρίζει αλλά …. σταματά κάπου εδώ.
Το «κάπου εδώ» όμως δεν είναι λίγο, τουλάχιστον ως ψυχαγωγικό αποτέλεσμα.
Υποστηρίζεται από καλούς συνεργάτες ξεκινώντας από τη σκηνογραφία που μας δίνει ένα υπέροχο , συμβατικό για τους κανόνες του είδους, δάσος με σκοτεινά χρώματα, που καλούνται να εξυπηρετήσουν το συνδυασμό παραμυθιού και μιούζικαλ και νικητής βγαίνει και πάλι το παραμύθι. Το δάσος δηλαδή, με τα συμπαρομαρτούντα του, που σχεδίασε ο Ντένις Γκάσνερ, κάτοχος Οσκαρ σκηνογραφικής διεύθυνσης για το «Bugsy» , απέχει πολύ από εκείνο το μοναδικό δάσος που είχε σχεδιάσει ο Γερμανός Ρικ Χάινριχς , κι είχε πάρει το Οσκαρ, για το «Μύθο του ακέφαλου καβαλάρη» και για λογαριασμό της φαντασίας του Τιμ Μπάρτον. Το δάσος του Ντένις Γκάσνερ είναι πιο κοντά στη λογική του Μπροντγουέι αλλά και του χολυγουντιανού μιούζικαλ δεκαετίας ‘ 50 αλα «Brigadoon» με δεδομένη την εξυπηρέτηση της σύμβασης. Η διαφορά του, όμως, από εκείνο κι από εκείνα, που γίνεται και καθοριστική, είναι ότι ακολουθεί σκοτεινή αντίληψη κι όχι φωτεινή και καθορίζει έτσι μια ανάλογη φωτογραφία από τον σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του Ρομπ Μάρσαλ, τον Καναδό Ντιόν Μπίμπι, ο οποίος υπακούει απόλυτη σε αυτή την εκδοχή φωτισμών. Τα οποία έχουν ως στόχο την όψη των «ανατραπέντων» παραμυθιών, με τις υπόκρυφες πλέον ψυχολογικές λεπτομέρειες.
Στην ίδια αντίληψη δουλεύει τα κοστούμια της η κορυφαία και πολυβραβευμένη Κολίν Ατγουντ, η οποία ντύνει αρχέτυπα παραμυθιών αλλά τα κοστούμια τους πρέπει να είναι πιο φθαρμένα, κι όχι ….. «Ο θαυμαστός κόσμος των αδελφών Γκριμ», ώστε να γίνονται ένα με το δάσος κι απλώς να υποδεικνύουν την ταυτότητα των προσώπων- ηρώων παραμυθιών συγκεκριμένων.
Στην ανάλογη αντίληψη κινούνται κι οι ηθοποιοί, οι οποίοι αποδεικνύουν ικανότητες, καταρχάς φωνητικές (μου έκανε εντύπωση η Εμιλυ Μπλαντ και τελικά βλέπουμε πόσο εκπαιδευμένοι είναι όλοι αυτοί οι ηθοποιοί περιμένοντας την ώρα του κατάλληλου ρόλου που θα τους αναδείξει) καθώς κι η Αννα Κέντρικ, επίσης με φωνητικές ικανότητες, ακόμα κι ο Κρις Πάιν και φυσικά η Μέρυλ Στριπ, η οποία προκαλεί για μια ακόμα φορά τον θαυμασμό στο ότι πλέον παίζει τα πάντα. Κι έχει κι υπέροχη φωνή αλλά αυτό το έχει δείξει από πολύ παλιά, έχει τραγουδήσει σε πολλές ταινίες, ξεκινώντας από το φινάλε στην «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ» κι έχει φτάσει ως το μιούζικαλ με το «Mamma mia!» , και τώρα εδώ, όπου περισσότερο αυτό που της θαυμάζουμε θα έλεγα ότι είναι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να μεταβάλει την καρικατούρα της σε χαρακτήρα, γνωρίζοντας επακριβώς τα όρια στα οποία πρέπει να κινηθεί ώστε να μη βρεθεί εκτός είδους.