Από τη μια, έχουμε την «Marvel», που όπως επισημαίνω εδώ κι ένα χρόνο, έχει βάλει πλώρη για εξέλιξη του είδους που λάνσαρε: Του blockbuster που προέρχεται από «κόμικς» δικό της. Αφετέρου ο τρόπος με τον οποίο επιβάλει το «πείραμα» στο «Logan», ε, της βγάζεις το καπέλο.
Πρώτον έχει πάρει καλό σκηνοθέτη τον ΤΖΕΗΜΣ ΜΑΝΓΚΟΛΝΤ, τον οποίο γενικώς , επειδή κάνει περιπέτειες, δεν τον έχουν τιμήσει όσο θα έπρεπε. Εδώ δεν έχουν τιμήσει τον Ντε Πάλμα και τον Βερχόφεν, θα μου πείτε.
Δεύτερον, δεν παίρνει μόνο σκηνοθέτη αλλά παίρνει και σεναριογράφο, τον ΣΚΟΤ ΦΡΑΝΚ, που ήταν υποψήφιος για Οσκαρ στο «Εκτός ελέγχου» (Outofsight) του Στήβεν Σόντερνμπεργκ κι έχει γράψει και το «MinorityReport» κλπ.
Και δεν είναι απλώς ότι τους προσλαμβάνει, διότι έχει ξαναδουλέψει μαζί τους αλλά το τι ζητάει από αυτούς.
Και ξαφνικά βλέπουμε ένα «X-men» που δεν είναι στη συνταγή που ξέραμε, που είναι έργο δράσης αλλά που η δράση προέρχεται από σκηνές δράσης τις οποίες ζητάει το σενάριο, είναι ένα περιπετειώδες blockbusterαν θέλετε, σεναρίου. Οπου ο Σκοτ ΦΡαμνκ στο σενάριο με την παρακολούθηση του Τζέημς Μάνγκολντ στη σκηνοθεσία, πιάνουν τον «Γούλβεριν» ως κεντρικό χαρακτήρα και τον κάνουν «άνθρωπο». Του δίνουν κούραση, του «προσφέρουν» πίκρα», τον έχουν υπό παραίτηση, τον κρατούν άρρωστο, τον φέρνουν ενώπιον του παρελθόντος κλπ, κλπ, βάζουν κι ένα θέμα γενετικής όχι απλώς για να βρίσκεται αλλά για να δένει με το story του «Λόγκαν» κι ανθρωποποιούν επίσης και τους γύρω του. Τους έχει βάλει συναισθήματα ρε σεις. Οι ιχνογραφίες του κόμικς έχουν γίνει άνθρωποι και συναισθάνονται αυτά που τους συμβαίνουν αλλά κι όσα συμβαίνουν στους γύρω τους. Εχουν γίνει χαρακτήρες. Blockbusterχαρακτήρες.
Αυτά, όμως, δεν γίνονται με κανενός τύπου σοβαροφάνεια, γίνονται με τη δράση κατά νου, αλλά με τη δράση που να έχει και κάτι να πεί. Όπως ήταν πάντα το αμερικάνικο – κι όχι μόνο- ψυχαγωγικό σινεμά που ήξερε να μας συναρπάζει και για αυτό μας κράτησε δέσμιους. Δεν απαρνείται τον πιτσιρικά και τα παιδιά του Cineplexως κοινό, όμως, ανεβάζει το επίπεδο του είδους που τόσο αγαπούν και μοιραία ανεβάζει και τα δικά τους στάνταρντ ψυχαγωγίας και ποιότητας.
Κι όλο αυτό, γίνεται με ένα κινηματογράφο υψηλών προδιαγραφών όπου η ωραία φωτογραφία δεν είναι κάτι που δεν είχαν τα άλλα «X-men» μα είναι μια άλλου τύπου ωραία φωτογραφία. Πιο «ψαγμένη», πιο σύνθετη. Το δε μοντάζ είναι αριστούργημα. Όχι μόνο στο πως κρατά τις ανάσες των κενών χρόνων, όχι μόνο πως δένει τις σκηνές της περιπέτειας με την υπόλοιπη δράση, όχι μόνο με το πώς μοντάρει τις ίδιες τις σκηνές action χωρίς να τις κάνει «φασαρία για τη φασαρία» ακόμα κι όταν καταστρέφονται σειρά από αυτοκίνητα, όχι μόνο στο πως μεταχειρίζεται το μικρό κορίτσι το μεταλλαγμένο που είναι η κόρη του Λόγκαν (διότι έχουμε και τέτοια) μα και στο πως μοντάρει με τι εξαίσιο τρόπο το μικρό κορίτσι στο αν κρατά όπλο, αν τη δείχνει πρόσωπο την ώρα που πυροβολεί (ενώ θα πρόκειται για κάποια που την «ντουμπλαρει» ώστε να μην μπαίνει και θέμα ηλικίας) μα πάνω από όλα το πώς σε κάνει να μην καταλαβαίνεις ότι το έργο ξεπερνά σε διάρκεια τις δύο ώρες. Αυτό είναι μέγα κατόρθωμα κι επιτυγχάνεται ακριβώς επειδή υπάρχει υπόθεση και σε παροτρύνει διαρκώς για την περαιτέρω παρακολούθηση της ιστορίας. Να πω εδώ ότι το μοντάζ συνυπογράφουν δύο καλλιτέχνες, ο ΜΑΙΚΛ ΜΑΚ ΑΣΚΕΡ είναι ο ένας, που έχει ποικιλία ειδών στο βιογραφικό του, από «Τραίνο για την Γιούμα» ως το φετινό «Κορίτσι του τραίνου» (ταινίες που όφειλαν πολλά στο μοντάζ τους) όπως και το περιπετειώδες «13 ώρες: Οι μυστικοί στρατιώτες της Βεγγάζης» αλλά και το «Walktheline» στο οποίο οφείλει την υποψηφιότητα του για το Οσκαρ. Ο άλλος είναι ο ΝΤΕΡΚ ΒΕΣΤΕΡΒΕΛΤ, που είναι πιο «ειδικευμένος» στα blockbuster. Η συνεργασία των δύο νομίζω ότι είναι βάση για τη σκηνοθεσία του Μάνγκολντ και για το σενάριο του Φρανκ και των συνεργατών του. Στη δε φωτογραφία που επαίνεσα λίγο πιο πάνω έχουμε τον ΤΖΟΝ ΜΑΘΕΣΟΝ που έχει υποψηφιότητες για Οσκαρ σε «Μονομάχο» και «Φάντασμα της όπερας» άρα.. καταλαβαίνουμε τι φωτογραφία είναι ικανός να φτιάξει ο άνθρωπος. Να προσθέσω και την μουσική του ΜΑΡΚΟ ΜΠΕΛΤΡΑΜΙ, που έχει το προσόν να μην αποσπά την προσοχή από τη δράση και την ιστορία αλλά να κάνει τη δουλειά της αλλιώς. Με άλλα λόγια, ο Τζέημς Μάνγκολντ έχει δουλέψει με συνεργάτες πολλών ταινιών του και βασίζεται πολύ πάνω τους στο να κάνουν αυτό που θέλει ο ίδιος και που το θέλει κι η «Marvel» για να ανεβάσει το κύρος της.
Κι έχει δει τόσο συνειδητά τον «Λόγκαν» ως άνθρωπο αλλά και τους γύρω του ώστε κρατάει ένα ρόλο για τον ΧΙΟΥ ΤΖΑΚΜΑΝ που δεν είναι μόνο ο καλύτερος από τα «X men» που έχει παίξει (επ’ αυτού δεν γεννάται θέμα!) μα είναι κι ένας από τους καλύτερους ρόλους της κινηματογραφικής του καριέρας. Ο Χιού Τζάκμαν με τη δυναμική του προσωπικότητα και με την πείρα που απέκτησε στο είδος αλλά και με την εντρύφηση του στο θέατρο, μεταβάλει τον «Λόγκαν» σε ρόλο ολκής. Και δίνει ΕΡΜΗΝΕΙΑ! Αυτό που κάνει είναι ερμηνεία. Και δεν θα ξαφνιαστώ καθόλου αν τον δω του χρόνου να φτάνει πολύ ψηλά… Διότι κι ο Χηθ Λέτζερ κάτι ανάλογο σε επίτευγμα είχε κάνει και το «Λόγκαν» έχει ένα αποτέλεσμα που ξεχωρίζει όπως ξεχώριζε στο δικό του είδος ο «Σκοτεινός ιππότης»
Και φυσικά για να ανεβάσουν την ερμηνεία του Χιού Τζάκμαν έχουν γράψει ανάλογης αξίας ρόλους σε εκείνους που τον πλαισιώνουν . Από τον ΠΑΤΡΙΚ ΣΤΙΟΥΑΡΤ που παίζει κι αυτός τον καλύτερο ρόλο του σε αυτή τη σειρά (μην πω ότι κι ο δικός του ρόλος δεν έχει σχέση με τους προηγούμενους) ως τη μικρή ΝΤΑΦΝΗ ΚΗΝ και τον ΜΠΟ-ΥΝΤ ΧΟΛΜΠΡΟΥΚ που συντονίζεται άψογα ως ανταγωνιστής του ήρωα μα και τον ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΚΡΑΝΤ που στο μικρό ρολάκι του σε κάνει να υποπτεύεσαι το φινάλε , σε προετοιμάζει δηλαδή για το φινάλε, ε, μη λέμε ό,τι θέμε: Το να κάνεις καλό blockbuster είναι πολύ δύσκολη δουλειά, πολύ κινηματογραφική, πολύ συλλογική και δεν θέλει απλώς επαγγελματισμό όπως νομίζουν μερικοί αλλά θέλει καλλιτεχνία.
Στο «Λόγκαν» γίνεται απολύτως κατανοητό.