Είναι ανανεωτικός μεν στο ότι δεν κάνει ένα ακόμα remakeτης ταινίας του 1933, σαν κι εκείνο που έκαναν ο ΝΤΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑΟΥΡΕΝΤΙΣ με τον σκηνοθέτη ΤΖΟΝ ΓΚΙΛΕΡΜΙΝ το 1976 ή ο ΠΗΤΕΡ ΤΖΑΚΣΟΝ το 2005 αλλά κάνει μιά νέα καταγραφή της ιστορίας αν και με παρόμοια πρόσωπα. Οπου τώρα μας αφήνει καρφωμένους στο εξωτικό νησί του Ειρηνικού όπου διεξάγει έρευνες μια μεγάλη αποστολή, στρατιωτική στη βάση της κι ό, τι συμβαίνει, λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο νησί. Δηλαδή, μέχρι ενός σημείου τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν όπως και στις προηγούμενες ταινίες κι υπάρχει ωραία σεκάνς τίτλων έναρξης (επιτέλους, μετά από καιρό ξαναβλέπω τα ονόματα των συντελεστών στους τίτλους έναρξης κι όχι φινάλε) με σκηνές επικαίρων που καλύπτουν μια 30ετία, από το 1944 ως το 1973. Μετά , όμως, συνειδητοποιούμε ‘ότι δεν θα φύγουμε από το νησί, θα μείνουμε εκεί και θα δούμε την αποστολή να αντιμετωπίζει τον υπερμεγέθη γορίλα καθώς και μερικά «προιστορικά» τέρατα» που τον αντιμάχονται και μερικά εξ αυτών προέρχονται από γιαπωνέζικα b-movies αλλά πολύ χαλαρής επιρροής. Η και καποιες παγίδες στηζούγκλα που τις είχαμε πρωτοδεί στα «Πράσινα μπερέ» του Τζον Γουέιν και ευρηματικότατα στο «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» του Σπίλμπεργκ.
Οπότε, το ανανεωτικό του πράγματος δεν μας φέρνει κάποιο ξεχωριστό αποτέλεσμα, όσο κι αν τα οπτικά εφφέ στις σκηνές τις απαραίτητες εντυπωσιάζουν, όσο κι αν ο «Κονγκ» ως κατασκευή έχει γίνει σαν προέκταση περιβάλλοντος , σαν να είναι το τρίχωμα του, χρωματικά τουλάχιστον, μια προέκταση της φυσικής κατάστασης του νησιού που το τονίζει αυτό κι η ωραία φωτογραφία.
Εχει δράση, δε λέω, όμως δεν έχει και τίποτε το επί της ουσίας καινούργιο και σίγουρα αγνοεί εντελώς το συναίσθημα. Δηλαδή ο ερωτισμός με την κοπέλα είναι εδώ ολοσχερώς απών.
Κι επειδή δεν πρόκειται να αναπτυχθούν συναισθήματα κανενός τύπου επιδρά αυτό αρνητικά και στους ηθοποιούς. Η ΜΠΡΗ ΛΑΡΣΟΝ για παράδειγμα μου φαίνεται απίστευτα άτονη έως κι αμήχανη μια και σε όλη την ταινία δεν είχε τι να κάνει. Από όλες τις κοπέλες που έπαιξαν το αντικείμενο το πόθου του τεράστιου γορίλα είναι η πιο αδύναμη. Και σαν να χάνει και μέρος από τη γυναικεία λάμψη της ενώ είναι ωραία κοπέλα. Καμία σχέση με την Τζέσικα Λανγκ, που έκανε ντεμπούτο γκομενάρας και την ίδια στιγμή έδειχνε ότι είναι κι ηθοποιός. Καμία σχέση και με την Νάομι Γουότς που το χειρίστηκε ωραιότατα το θέμα, και φυσικά δεν συζητάμε για την πρώτη διδάξασα Φαίη Ρέι που δεν έκανε τίποτε άλλο στην καριέρα της άλλο έμεινε στην ιστορία ως «κορίτσι του Κινγκ Κονγκ» (αν κι η Τζέσικα Λανγκ την ξεπέρασε παρασάγγας).
Επίσης κι ο ΤΟΜ ΧΙΝΤΛΕΣΤΟΝ που εκτοξεύτηκε με την τηλεοπτική σειρά «THE NIGHT MANAGER» , και πήγαινε έως και για νέος Τζέημς Μποντ, δείχνει να βρίσκεται σε αβέβαιη κινηματογραφική τροχιά, του πάνε τα μπλε που του έχουν φορέσει αλλά δεν υπάρχει περιπετειώδες ψαχνό σαν κι εκείνο του Τζεφ Μπρίτζες ή του Αντριεν Μπρόντι, ώστε να τον αναδείξει και σαν κινηματογραφικό πρωταγωνιστή ταινίας δράσης.
Μόνο ο ΤΖΩΝ ΡΑΙΛΥ από τους ηθοποιούς δείχνει πως έχει κάτι να κάνει (ούτε ο ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΤΖΑΚΣΟΝ κάνει εδώ τίποτε- στα «γκρο» πλάνα του έχει ένα αβέβαιο ύφος, μοιάζουν σαν παρεμβολές του μοντάζ) οπότε περιοριζόμαστε πολύ. Οι περιπετειώδεις, όμως, σκηνές, αν κι είναι της λογικής «ποπ κορν», του στυλ «βλέπουμε συναρπαστικά εφφέ στην θόνη», στήνονται καλά.
Γενικά, κι ο σκηνοθέτης ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΒΟΓΚΤ ΡΟΜΠΕΡΤΣ, μελετημένος μεν, το πήγαινε μέσω πλάνων που στη Σαιγκόν θύμιζαν «Ελαφοκυνηγό», στα ποτάμια του τοπίου αναφέρονταν στο «Αποκάλυψη τώρα» σε συνδυασμό και με τις ηχητικές επιλογές (το σύνολο του ήχου βέβαια είναι θαυμάσιο και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία) ενώ στο φινάλε κάνει κι ένα πλάνο αλα Φρέντερικ Μαρτς στα «Καλύτερα χρόνια της ζωής μας» του Γουάιλερ… και… επίσης that’s all.
Ο περιορισμός του σκηνικού σε ένα τόπο δράσης απαιτούσε μεγαλύτερη σεναριακή επεξεργασία στο είδος περιπέτεια ώστε να καλυφθεί με ευρύτερο ενδιαφέρον το φιλμ κι όχι μόνο με τις επιθέσεις των τεράτων , που είναι και τα βασικά, αν όχι τα μόνα, ευρηματικά στοιχεία.
Δεν βαρέθηκα στην ταινία αλλά βγαίνοντας αισθάνθηκα ότι δεν είχα πάρει και τίποτε μαζί μου από το είδος, σαν να είχα δει μια ταινία που σε δύο τετράγωνα παρακάτω, θα άρχιζε ήδη να ξεθωριάζει.