Εγώ όμως την υπερασπίστηκα εντός μου, κι οφείλω να πω ότι ουδέποτε υπήρξα θαυμαστής των αδελφών Νταρντέν, των ταινιών τους εννοώ. Αυτή η υπερεκτίμηση από μεριάς Φεστιβάλ Κανών με τους «Χρυσούς Φοίνικες» να τους χαρίζει αλογίστως στα δύο εκ Βελγίου αδέρφια, κινηματογραφικά έμοιαζε υπερβολική.
ΟΜΩΣ…. Κι εδώ υπάρχει το «ΟΜΩΣ»…
Και το «ΟΜΩΣ» περί της ταινίας των Νταρντέν συγγενεύει με το «ΟΜΩΣ» της ταινίας του Κεν Λόουτς. Και με εκείνους που είπαν ότι επαναλαμβάνει θεματολογια ή διάφορες τέτοιες μπούρδες. Κι οι Νταρντέν επαναλαμβάνουν θεματολογία λοιπόν αλλά όπως προχωρούν, όλο κι ωριμάζουν και βελτιώνουν το αφηγηματικό τους. Στο «άγνωστο κορίτσι» αυτό καθίσταται εμφανές. Εχουν κάτι να πουν, κι αυτό που έχουν να πουν αφορά πάντα στον Ανθρωπο και κυρίως εδώ γίνονται και πιο «απολαυστικοί» ως κινηματογράφος διότι η αφήγηση τους (μια κι είναι σκηνοθέτες σεναρίων όπου σενάριο και σκηνοθεσία στις ταινίες τους είναι ένα και το αυτό) έχει και αστυνομική υφή. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι που χτύπησε το κουδούνι της ασκούμενης γιατρέσσας κι αργότερα βρέθηκε νεκρό; Τι σχέση είχε με κάποιους από τους εξεταζόμενους της; Η νεαρή γιατρός αρχίζει να κάνει τον ντετέκτιβ κινούμενη κι από προσωπική ενοχή επειδή δεν είχε δώσει σημασία εκείνο το βράδυ στο κουδούνι της πόρτας ενώ οι χαρακτήρες που την περιβάλλουν διευκολύνουν την ανάπτυξη του μυστηρίου κι είναι γραμμένοι έτσι ώστε να δίνουν και ρυθμό στην ταινία.
Αυτά, όμως, δεν ωφέλησαν την ταινία και κάποια διάσταση υπάρχει ανάμεσα σε μένα που δεν ήμουν θαυμαστής των αδελφών και σε εκείνους που έλεγαν ότι είναι και τώρα τους προσπερνάνε.
ΥΓ: Το κριτικό αυτό σημείωμα είχε γραφτεί όταν την είχα δει στα προκριματικά της Ευρωπαικής Ακαδημίας και το είχα γράψει ως ανταπόκριση από το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.