Θαυμαστής του Ξαβιέ Ντολάν δεν θα έλεγα ότι υπήρξα με εκείνα τα τολμηρά περί «μαμάς» και λανθάνουσας ή μη αιμομιξίας. Όμως φαινόταν ότι ο σκηνοθέτης αυτός διακατέχεται από ένα δαίμονα που έμενε απλώς να του ωριμάσει.
Στο «ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» θεωρώ ότι ο «δαίμονας» αυτός ωρίμασε. Και στα γαλλικά «ΣΕΖΑΡ» ήταν αυτός που κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας εις βάρος του ΠΟΛ ΒΕΡΧΟΦΕΝ με το «ΕΚΕΙΝΗ» , το οποίο απέσπασε το «μεγάλο» , της καλύτερης ταινίας. Και βραβεύτηκε επίσης τόσο για το μοντάζ όσο και για την ερμηνεία α’ ρόλου του Γκασπάρ Ουλιέλ. Οπου το μοντάζ το έχει κάνει ο ίδιος ο Ντολάν κι αυτό έχει ξεχωριστή σημασία! Πήρε δηλαδή διπλό προσωπικό βραβείο στην απονομή!!!
Αν και το «Εκείνη» μου άρεσε περισσότερο, κατανοώ πλήρως αυτό που επισήμαναν οι Γάλλοι κινηματογραφιστές της δικής τους Ακαδημίας (βλ Κινηματογραφίας) και αποδέχομαι το αποτέλεσμα με πλήρη κατανόηση.
Η μαεστρία είναι καθαρά σκηνοθετική. Ο Ξαβιέ Ντολάν δείχνει την ωρίμανση με το πώς σκηνοθετεί μιά οικογένεια, η οποία απαρτίζεται από διάσημα ονόματα (ΜΑΡΙΟΝ ΚΟΤΙΓΙΑΡ, ΒΕΝΣΑΝ ΚΑΣΕΛ, ΝΑΤΑΛΙ ΜΠΑΙ- η δεύτερη εκπληκτική στο φιλμ , παίζει τη μητέρα!- ΛΕΑ ΣΕΥΝΤΟΥ) σε μια σκηνοθεσία αποκλειστικά σχεδόν κοντινών πλάνων, όπου με αυτό τον τρόπο βοηθά κι ανιχνεύει τους ηθοποιούς στους χαρακτήρες που υποδύονται. Με την πολύτιμη βοήθεια του μοντάζ, όπου όπως είπα και πιο πάνω, μοντέρ είναι ο ίδιος άρα εδώ κάνει μια σκηνοθεσία-μοντάζ, το μοντάζ είναι προσωπική προέκταση της σκηνοθεσίας, επιδιώκει την ένταση που υφέρπει μέσα σε αυτή την οικογένεια να την βγάλει μοντάροντας τα πρόσωπα στα διαρκή «γκρο-πλαν».
Και πετυχαίνει το θαύμα. Τόσο στο να αναδείξει χαρακτήρες που από το σενάριο δυστυχώς είναι μονοκόμματοι και σχηματικοί αλλά σαν να μην τον ενδιαφέρει τόσο η εξέλιξη τους όσο η ένταση που κουβαλούν.
Αφορμή της έντασης είναι η επιστροφή του ασώτου, ενός νεαρού ομοφυλόφιλου συγγραφέα, που άφησε την οικογένεια για να ζήσει τις επιλογές του, από την οικογένεια άλλοι το δέχτηκαν με συγκατάβαση κι άλλοι με απόλυτη άρνηση κι ο άσωτος επιστρέφει επειδή έχει διαγνωστεί ως οροθετικός(;)- δεν το ξεκαθαρίζει επακριβώς η ταινία, πάντως έρχεται να τους δει για τελευταία φορά , πριν πεθάνει.
Λόγω της σχηματικότητας και της μονολιθικότητας του σεναρίου, το έργο δεν κερδίζει το σύνολο των θεατών στο σύνολο του (του έργου το σύνολο), καθότι δεν βλέπει «εξέλιξη» σε αυτή την οικογένεια κι από ένα σημείο και μετά αισθάνεται πως τα πράγματα του επαναλαμβάνονται. Όμως, το σεναριακό πρόβλημα αναπληρώνεται από όλα τα άλλα. Και δεν μπορώ σε αυτό το φιλμ να μην τον παραδεχτώ τον Ντολάν ως σκηνοθέτη! Και ως μοντέρ του εαυτού του. Όλα κι όλα!
Όπως επίσης, στα προσόντα του τα σκηνοθετικά αναγνωρίζω και το πώς διευθύνει τους ηθοποιούς από τους οποίους αποσπά χαρακτήρες χάρη στην σκηνοθετική καθοδήγηση.
Κι επίσης, θεωρώ επίτευγμα και την εξέλιξη του Γκασπάρ Ουλιέλ, για τον οποίο σε ανύποπτο χρόνο μου είχε μιλήσει η ΡΑΦΑΕΛΑ ΝΤΕ ΛΑΟΥΡΕΝΤΙΣ πως μαζί με τον πατέρα της, τον αείμνηστο ΝΤΙΝΟ, είχαν ανακαλύψει- όπως διατυμπάνιζε με περηφάνια- ένα νέο ηθοποιό που θα τον έβαζαν να παίξει στο prequel του «Χάνιμπαλ». Η εξέλιξη του (σημείο σταθμός κι ο «ΥΒ ΣΑΙΝ ΛΟΡΑΝ» του) στα χρόνια που μεσολάβησαν κι η τωρινή ερμηνεία του σε τούτο που τον δικαίωσε ως ηθοποιό στα μάτια των Γάλλων με το «Σεζάρ» για αυτόν εδώ το ρόλο (είχε πάρει κι ένα στο παρελθόν ως «υποσχόμενος»), δικαιώνει πλήρως τους ΝΤΕΛΑΟΥΡΕΝΤΗΔΕΣ στην «ανίχνευση» ταλέντων και στο ρίσκο.
Ο Γκασπάρ Ουλιέλ διαθέτει αφενός τη γοητεία που αξιώνει το «close-up» για την αποδοχή του ηθοποιού από το φακό και συγχρόνως μπορεί σε αυτό το φακό και προβάλει συναισθήματα συντριβής , λεπτής διαχείρισης αλλά και ευθύνης ή έστω αυτοεκτίμησης. Δεν είναι εύκολο πράγμα να προβάλεις συναισθήματα αποχρώσεων όταν δεν σε βοηθά κι επακριβώς το σενάριο.
Η ΝΑΤΑΛΙ ΜΠΑΙ, είναι η δεύτερη που μου άρεσε πολύ στην ταινία, έχει ωριμάσει όχι μόνο υποκριτικά αλλά και ηλικιακά και φτιάχνει ωραιότατα τη μάνα που αισθάνεται αδυναμία στον άσωτο αλλά δεν θέλει να χαλάσει και τις ισορροπίες με αυτούς που ζει μαζί.
Πολύ καλά λόγια ισχύουν και για τους άλλους τρεις, την Κοτιγιάρ, τη Σευντού, τον Κασέλ αλλά στους ρόλους τους φαίνεται πιο έκτυπα η σεναριακή σχηματοποίηση.
Ο ΓΚΑΜΑΠΡΙΕΛ ΓΙΑΡΕΝΤ γράφει υποβλητική μουσική συνοδεία ενώ η φωτογραφία του ΑΝΤΡΕ ΤΥΡΠΕΝ (που είχε κάνει και το «ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ») με τα μοναδικά «γκρο-πλαν» που μεταφέρουν την ατμόσφαιρα του συνεφιασμένου καναδικού ουρανού εντός οικογενειακής εστίας, αξίζει επίσης ξεχωριστής μνείας.
Το σενάριο, όπως διάβασα στα credits, βασίζεται σε κάποιο θεατρικό. Αυτό που δεν ξέρω είναι αν δεν θέλησε να το γράψει εκ νέου ως σενάριο ή αν τον έθελγε η κινηματογραφική μεταφορά δια του «close-up» που είναι όντως στοιχείο κινηματογραφικής ταυτότητας. Φαντάζομαι ότι κι ως θεατρικό για να σταθεί στη σκηνή, απαιτεί ειδική δουλειά από τον σκηνοθέτη, διότι είναι έργο περισσότερο κατάστασης και λιγότερο δράσης. Σκέφτομαι τι θα μπορούσε να κάνει ένας θεατρικός σκηνοθέτης ώστε να πετύχει στη σκηνή αυτό που πέτυχε στην οθόνη με τα κοντινά πλάνα ο Ντολάν.