Επειδή αγνοούν βασικούς κανόνες τόσο της κριτικής όσο και της ίδιας της δημιουργίας- αυτοί που κάνουν τον «θόρυβο». Κι ο βασικός κανόνας, ως προς τη μεταφορά μιάς Τέχνης σε μία άλλη (το έχω γράψει πολλές φορές και δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, ίσως κουραστούν να το διαβάζουν αυτοί που το έχουν κατανοήσει αλλά δυστυχώς τον «θόρυβο» τον κάνουν οι πολλοί που αγνοούν…) είναι πως ΠΡΕΠΕΙ απαρεγκλίτως να ακολουθούνται οι κανόνες της δεύτερης. Κι ότι αυτό που καλούμαστε να κρίνουμε είναι το καινούργιο που έχει προκύψει κι όχι την αρχική του πηγή σαν να ήταν αυτή το καινούργιο. Το «ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΣΤΟ ΚΕΛΥΦΟΣ» δεν θα κριθεί με κανόνες ιαπωνικού animation αλλά με κανόνες αμερικάνικου blockbuster, που σκηνοθέτησε ο Βρετανός ΡΟΥΠΕΡΤ ΣΑΝΤΕΡΣ, ο οποίος είχε κάνει και το «Η Χιονάτη και ο κυνηγός».
Στη συγκεκριμένη ταινία, ο «θόρυβος» γίνεται γύρω από το πρωτότυπο γιαπωνέζικο κι από το anime, από το είδος που προέρχεται όπου είτε από παπαγαλία είτε από ιντερνετική πληροφόρηση (που δεν σημαίνει απαραίτητα και «γνώση»- άλλο η γνώση κι άλλο η πληροφορία), είτε το έχουν δει το πρωτότυπο, είτε δεν το έχουν δει, γράφουν, σχολιάζουν και λένε κατεβατά γύρω από το γιαπωνέζικο.
Ενώ εδώ έχουμε ένα αμερικάνικο blockbuster, το οποίο έγινε σε συμπαραγωγή με τους Κινέζους (μιλάμε για business) όπου σκοπός τους ήταν να πάρουν το πρωτότυπο και να φτιάξουν κάτι δικό τους.
Αυτό το οποίο έφτιαξαν υπερβαίνει το μέσο όρο των ανοιξιάτικων blockbusterδιότι το νέο δάνειο φέρνει μια ανανέωση στο είδος, έχει μια κάποια υπόθεση, η οποία στο δεύτερο μέρος εξελίσσεται και σε σασπένς μια κι η ηρωίδα διαπιστώνουμε ότι δεν είναι αυτή που της είπαν εκείνοι που την «κατασκεύασαν», ότι της είπαν ψέματα οπότε μπαίνουμε και σε παιχνίδι αναζήτησης κι ανεύρεσης ταυτότητας καθώς και σε σκηνή αναγνώρισης που είναι απαραίτητο στοιχείο για κάθε είδους έργο με καταβολές από το αρχαίο δράμα (δεν το συγκρίνω με τα αρχαία δράματα- για κανόνες δραματουργίας μιλάω) οπότε το ενδιαφέρον στην παρακολούθηση γίνεται δεδομένο.
Δεν είμαι fan ως θεατής ούτε του ιαπωνικού animation ούτε του αμερικάνικου blockbuster γενικά ως είδος αλλά ούτε και της ΣΚΑΡΛΕΤ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ. Από επαγγελματικό ενδιαφέρον ως κριτικός το είδα κι από περιέργεια ως θεατής. Και μου ικανοποίησε και τους δύο πόλους.
Το πρώτο μέρος με το κατασκευασμένο ρομπότ που του βάζουν ανθρώπινο εγκέφαλο σε μια προσπάθεια συνύπαρξης των δύο στοιχείων δεν ήταν για να με κρατήσει. Εκεί με κέρδισε το οπτικό κομμάτι το οποίο συνέχισε να με γοητεύει και στο δεύτερο μέρος: Εκπληκτική σκηνογραφική διεύθυνση, συνδυασμένη με τεχνικά, με εφφέ και με όλα τα σχετικά που απαιτεί το είδος και στα οποία ανταποκρίνεται η σημερινή τεχνολογία, έφτιαχναν ωραία κινηματογραφική εικόνα για μεγάλη οθόνη. Κυρίως το σκηνικό που συνδύαζε «μακέτα», εργαστήριο, ψηφιακά εφφέ και μια σύγχρονη κινέζικη πόλη που μου θύμιζε πολύ τη Σαγκάη, με καθήλωσαν. Όταν είχα πάει στη Σαγκάη είχα εντυπωσιαστεί με αυτό που συμβαίνει εκεί, τουλάχιστον σε μεγάλη έκταση κατά μήκος του λιμανιού και του ποταμού, όπου νόμιζα ότι ήμουν στο «BladeRunner». Την εικόνα αυτή δίνει κι η ταινία. Ωστόσο κάτι διάβασα περί Χονγκ Κονγκ αλλά δεν έχει σημασία- θα μπορούσε να έχει γυριστεί στη Σαγκάη και να ήταν και φυσικό ντεκόρ- με τις απαραίτητες βέβαια παρεμβάσεις. Ένα τοπίο του μέλλοντος και των οπτικών εφφέ, με κτίρια- μεγαθήρια που μοιάζουν με οθόνες κινηματογράφων. Κι όλα αυτά εξαιρετικά φωτισμένα.
Στο δεύτερο μέρος, που η ηρωίδα ρομποτίνα με ανθρώπινο μυαλό μαθαίνει ότι δεν είναι αυτή που της είπαν, με ανέβασε κι η υπόθεση, μου εξήρε την περιέργεια.
Η δράση ήταν ικανοποιητική, οι «καταστροφές» μέσα στην ποσότητα τους είχαν κι ένα «μέτρο», ένα ζύγισμα, η Σκάρλετ Γιόχανσον δεν έκανε τίποτε λιγότερο από εκεί που την έχω τοποθετημένη μέχρι τώρα ώστε να με απογοητεύσει, δεν έκανε και τίποτε περισσότερο διότι κι ο ρόλος δεν ήταν ερμηνευτικών απαιτήσεων, ώστε να την θαυμάσω. Όμως της αναγνώρισα ένα σχετικό δυναμισμό κι ότι ως πρωταγωνίστρια το κράτησε.
Οι άντρες που την πλαισιώνουν ήταν ωραίες επιλογές από μεριάς casting director (ανάμεσα σε αυτούς κι ο ΤΑΚΕΣΙ ΚΙΤΑΝΟ για τις αναφορές των αποψάκηδων στο γιαπωνέζικο που κι αυτές πουλάνε, έστω κι αρνητικά) και βέβαια η ηθοποιός είναι η ΖΥΛΙΕΤ ΜΠΥΝΟΣ. Σαφώς και πολλοί θα θεωρούν – κι όχι άδικα- ότι χαραμίζεται σε αυτά ωστόσο δίνει κι ένα βάρος με την παρουσία της. Και μάλιστα στο δεύτερο μέρος δικαιολογείται και το υπερ-ευαισθητοποιημένο παίξιμο της στο πρώτο μέρος όπου μου είχε περάσει και λάθος μήνυμα «γιατί μια τόσο ψυχρή επιστημόνισσα μιλάει σαν να είναι έτοιμη να κλάψει». Σκέφτηκα βιαστικά κι επιπόλαια ότι πάει κάπως να το χρωματίσει, να του δώσει κάτι κι άρχισα με το μυαλό μου να την κατηγορώ για ευκολίες και διάφορα τέτοια των κριτικών. Στο δεύτερο μέρος , όμως, αποδείχτηκε ότι υπήρχε εξήγηση κι ότι η καλή ηθοποιός προσπαθούσε να περάσει το μήνυμα της τραγικής ειρωνείας.
Αυτή είναι η κριτική του έργου που ΕΙΔΑ, το οποίο ήταν blockbusterκι όχι anime γιαπωνέζικο!