Στον καιρό του, σαιζόν 1970-71, είχε σημειώσει τεράστια εισπρακτική επιτυχία αλλά κάποιοι κριτικοί είχαν βρει αφορμή να πουν τα δικά τους.. Ηταν η εποχή που τους είχε πιάσει κάτι εναντίον του ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ κι επίσης όταν έβλεπαν σταρ από ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ κι ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΙΛΟΡ ως ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ και ΜΠΡΙΖΙΤ ΜΠΑΡΝΤΟ θεωρούσαν επιβεβλημένο καθήκον την ανθρωποφαγία.
Το έργο, όμως, έχει επιζήσει κι αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία από όλες.
Πρόκειται για ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ δράμα, εντελώς ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ, γεμάτο ΑΝΘΡΩΠΙΑ που έχει πολλαπλές σημαντικότητες.
Καταρχάς ήταν ίσως η πρώτη επίσημη συμπαραγωγή ΙΤΑΛΙΑΣ-ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ κι είχε να κάνει με το φιλόδοξο άνοιγμα του ΚΑΡΛΟ ΠΟΝΤΙ προς το Ανατολικό Μπλοκ όπου ο κορυφαίος Ιταλός παραγωγός με τα διεθνή ανοίγματα ήρθε σε επαφή με τους Σοβιετικούς κι αποφάσισε να κάνει συμπαραγωγή με την ΜΟΣ ΦΙΛΜ, την εμβληματική σοβιετική κινηματογραφική εταιρία που ήταν ταυτισμένη σαφώς και με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό αλλά και με το άπαν του σοβιετικού κινηματογράφου- εν γένει.
Βεβαίως και για τη ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ , τη σύζυγο του ήθελε να κάνει την συμπαραγωγή αλλά αυτό το είχαν ζητήσει οι ίδιοι οι Σοβιετικοί όταν το 1965 επισκέφτηκε η Σοφία με τον Πόντι το ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ όπου της έδωσαν το βραβείο ερμηνείας για το «ΓΑΜΟΣ ΑΛΑ ΙΤΑΛΙΚΑ», για το οποίο είχε προταθεί και για το Οσκαρ, κι οι εκδηλώσεις λατρείας του πλήθους στη σοβιετική πρωτεύουσα για τη Σοφία ήταν παραληρηματικές.
Ετσι εκπονήθηκε το σχέδιο.
Και τη σκηνοθεσία θα αναλάμβανε- ποιος άλλος;- ο ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ που είχε φοβερές σχέσεις με το ζεύγος, η Λόρεν του όφειλε την καλλιτεχνική της υπόσταση ενώ το σενάριο ανέλαβαν δύο εκ των μεγίστων σεναριογράφων του ιταλικού σινεμά: Ο ΤΟΝΙΝΟ ΓΚΟΥΕΡΑ κι ο ΤΣΕΖΑΡΕ ΤΣΑΒΑΤΙΝΙ- σταθερός σεναριογράφος των ταινιών του Ντε Σίκα. Με πρωταγωνιστές το ζεύγος ΣΟΦΙΑ ΛΟΡΕΝ-ΜΑΡΤΣΕΛΟ ΜΑΣΤΡΟΓΙΑΝΙ και την Σοβιετική ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ ΣΕΒΕΛΙΕΒΑ που μόλις είχε διακριθεί ως Νατάσα στο ρωσικό «Πόλεμος και Ειρήνη».
Ο Τσαβατίνι με τον Γκουέρα φιλοτέχνησαν μια ανθρώπινη δραματική ιστορία που επεκτεινόταν ως το αισθηματικό δράμα αλλά πλαίσιο του παρέμενε ο Πόλεμος και το πώς παρεμβαίνει αυτός στις ζωές των ανθρώπων και φιλτράρει και τους ίδιους τους ανθρώπους κάτω από το βάρος του, δοκιμάζοντας τις ίδιες τις αντοχές τους.
Το κυριότερο στοιχείο τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία κατεπέκταση ήταν οι λεπτομέρειες των ανθρωπίνων αντιδράσεων σε όλη την διάρκεια της ιστορίας, με εκπληκτική χρήση των flash-back που ρίχνουν όλο και περισσότερο φως.
Η ιστορία ξεκινά στην οθόνη το έτος 1953. Μια γυναίκα περιμένει χρόνια τον άντρα της να γυρίσει από το Ανατολικό Μέτωπο, μια κι οι τελευταίοι επέστρεψαν αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν αγνοούμενοι. Μια ελπίδα άσβεστη στην καρδιά της, της λέει ότι αυτός ζει.
Τα flashbackμας μεταφέρουν στο παρελθόν, στη γνωριμία, μπαινοβγαίνουν ανάκατα, σαν διδαχές από το σενάριο του «Πολίτη Κέιν», το πώς αυτός προσπάθησε να την κοπανήσει από τον Στρατό , πως τον έπιασαν, πως τον έστειλαν για τιμωρία στο Ανατολικό Μέτωπο ως χάρη για να μην καταδικαστεί για εσχάτη προδοσία επί λιποταξία..
Ο Ντε Σίκα μαεστρικά, μέσα στα flashback περνά από όλα τα είδη κινηματογράφου που έχει κάνει, υπάρχουν και γνήσια ΚΩΜΙΚΑ επεισόδια. Ωσπου το πράγμα σοβαρεύει.
Η σκηνή του σιδηροδρομικού σταθμού έρχεται απευθείας από τις μεγάλες στιγμές του πάλαι ποτέ νεορεαλισμού, είναι σκηνή ανθολογίας, καθώς ο μεγάλος σκηνοθέτης καταγράφει στα πρόσωπα της αποβάθρας την αγωνία για την τύχη των ανθρώπων τους καθώς το τραίνο πλησιάζει, κατεβάζει τους πρώτους και τρέχουν οι συγγενείς με τις φωτογραφίες να μάθουν για τους δικούς τους, μήπως και κάποιος ξέρει κάτι, μήπως και συνάντησε πουθενά το πρόσωπο της φωτογραφίας. Ολο αυτό το δράμα βγαίνει μέσα από τα πρόσωπα που ο μεγάλος σκηνοθέτης έχει διαλέξει σε σκηνή αχανούς πλήθους.
Και μετά, η ηρωίδα παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Θα σηκωθεί και θα πάει η ίδια στη Μόσχα να ψάξει. Μόλις έχει πεθάνει ο Στάλιν κι επιτρέπουν στους Ιταλούς τη μετάβαση. Κι εκεί ξεκινά η συμπαραγωγή. Μπαίνουμε στη Μόσχα.
Καταρχήν να πω ότι το μπάσιμο της ηρωίδας στη Μόσχα είναι μια ακόμα στιγμή εμπνευσμένου κινηματογράφου, είναι από τα ωραιότερα , πιο πρωτότυπα, πιο ασυνήθιστα «μπασίματα» σε πόλη που μας έχει δείξει το σινεμά. Δύο φορές ταξίδεψα στη Μόσχα όπου έμεινα πολλές μέρες, βρέθηκα άπειρες φορές σε αυτό το σημείο της σκάλας του μετρό που οδηγεί στην Κόκκινη Πλατεία κι όλες τις φορές δεν έπαψα να αναρωτιέμαι που του προέκυψε του Ντε Σίκα η έμπνευση να μας μπάσει με τον τρόπο που μας έμπασε.
Η απάντηση μου ήρθε κι από τη συνέχεια της ταινίας, πως ο κομμουνιστής Ντε Σίκα με τους επίσης κομμουνιστές σεναριογράφους, το έβλεπαν σαν λαχείο το ότι κάνουν ταινία στη Μόσχα για την ΜΟΣ ΦΙΛΜ, που σε εκείνη τη γενιά μέτραγε πολλαπλώς. ΚΙ εδώ ο ΧΕΝΡΥ ΜΑΝΤΣΙΝΙ, που προτάθηκε για το Οσκαρ μουσικής σε αυτό φιλμ αλλά η αναθεματισμένη μοίρα ήθελε να πέσει πάνω στο «LOVE STORY» και να το χάσει, αποδεικνύεται πολύτιμος βοηθός για τη σκηνή, γράφει ένα από τα δύο μέγιστα θέματα του φιλμ (το πρώτο-κι ανυπέρβλητο- είναι των τίτλων αρχής και τέλους), το οποίο επεκτείνεται κι επαναλαμβάνεται όχι μόνο στη διάρκεια περιπλάνησης της ηρωίδας στη Μόσχα αλλά και σε ένα ακόμα flash-back επί ρωσικού εδάφους, που αφορά στην υποχώρηση των Ιταλών στρατιωτών μέσα στα χιόνια καθώς ο Κόκκινος Στρατός προελαύνει. Από θέμα περιπλάνησης μεταβάλλεται σε ελεγεία πένθους. Στο κομμάτι της ΕΣΣΔ, που εμφανίζεται ακριβώς στη μέση του φιλμ, φαίνεται το ότι οι άνθρωποι που το έκαναν είχαν κάτι να πουν κι όχι να τραβήξουν τουριστικά πλάνα. Ολη η Μόσχα, όσο τη δείχνει ενσωματώνεται στο δράμα, γίνεται στοιχείο της υπόθεσης. Και θίγονται και ζητήματα που μπόρεσαν και πέρασαν κι από τη λογοκρισία…
Και κάποτε τον βρίσκει! Μόνο που είναι παντρεμένος με Ρωσίδα, σε μια επαρχία κοντά στη Μόσχα, κι έχουν κι ένα κοριτσάκι. Τα χρόνια που εκείνη υπέφερε στην απουσία του ή στην απώλεια του κι η αγάπη της , της έδινε δύναμη να μην το δεχτεί ως απώλεια και να ζήσει με την πίστη της, εκείνος είχε φτιάξει τη ζωή του, είχε αράξει.
Είναι εκπληκτική η σκηνή του πως ανακαλύπτει η ηρωίδα το τι συμβαίνει, όπως κι άκρως δραματική σε φοβερή κορύφωση η σκηνή της συνάντησης. Κι είναι εκπληκτική, μετά την επιστροφή της ηρωίδας στην Ιταλια, η σκηνή με τη μάνα του, ανάμεσα σε νύφη και πεθερά, όπου η πεθερά χαστουκίζει τη νύφη όταν αποκαθηλώνει την εικόνα του μέσα στο ταπεινό καθιστικό, και πως γίνεται η μάνα όταν μαθαίνει ότι αυτός ξαναπαντρεύτηκε. Το βλέμμα της ως προδομένης να δείτε… μόνο ο Ντε Σίκα αυτά!!!
Και βέβαια, μας μένει το τελευταίο 20λεπτο που πρέπει όλα αυτά να εξηγηθούν, να τακτοποιηθούν και να κορυφωθούν εκ νέου.
Οσες φορές κι αν είδα την ταινία, όσο κι αν έχασα τον αμέτρητο, το μόνο που δεν έχασα κάθε φορά που την έβλεπα ήταν η δεξιοτεχνία κι η ανθρωπιά του Ντε Σίκα, αυτή που υπήρχε μέσα του κι όταν πια ο ρεαλισμός ως σχολή είχε εγκαταλείψει την Ιταλία. Οι μόνοι που δεν το είχαν καταλάβει ήταν οι κριτικοί που 20 χρόνια και κάτι μετά εξακολουθούσαν να του ζητάνε επανάληψη του «Κλέφτη των ποδηλάτων». Και παρόλο ότι στο «ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ» υπάρχουν σκηνές εφάμιλλες σε ανθρωπιά, εκείνοι έβλεπαν Λόρεν κι έβγαζαν φλύκταινες. Οπου η Σοφία Λόρεν είναι στα καλύτερα της, είναι σαρωτική, είναι δραματική, είναι συγκλονιστική και τιμήθηκε άλλωστε με το «DΑVID DI -DONATELLO», το ιταλικό «Οσκαρ». Το κοινό και στην Ιταλία και στη Γαλλία αλλά και στην Ελλάδα έστρεψε την πλάτη στις βλακείες που γράφτηκαν και σχημάτισε ουρές για να απολαύσει αυτό το υπέροχο δράμα σε μια τόσο ωραία παραγωγή με την εξαίσια – να το αναφέρουμε κι αυτό-φωτογραφία του ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΡΟΤΟΥΝΟ.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει σκηνή στο φιλμ που δεν είναι ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ.
Ο ιταλικός τίτλος είναι δηλωμένος στον πληθυντικό: I GIRASOLI. ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ. Διότι δένει την εισαγωγή των τίτλων με τις φυτείες ηλιοτροπίων που υπάρχουν κυρίως στη Βόρεια Ιταλία, από όπου κατάγεται η ηρωίδα, με τις τεράστιες εκτάσεις ηλιοτροπίων που υπάρχουν στη Ρωσία και κάτω από αυτά, σύμφωνα με το σενάριο και τα στοιχεία ντοκουμέντων, βρίσκονται θαμμένοι Ιταλοί στρατιώτες. Στην Ελλάδα ο διανομέας το μετέτρεψε σε ενικό, προφανώς κάνοντας focus στη Λόρεν…
Επαναλαμβάνω ότι δεν πρόκειται για κριτική αλλά για ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΑΓΑΠΗΣ σε ένα έργο που με σημάδεψε. Και δεν έχω πάψει εδώ και 40 τόσα χρόνια να το βλέπω ξανά και ξανά. Αλλοτε να ζηλεύω, άλλοτε να θυμώνω, πάντα να νιώθω την καρδιά μου να πλημμυρίζει με ΑΝΩΤΕΡΑ συναισθήματα.
Τιμή και δόξα στον grande VITTORIO και τους συνεργάτες έναν προς ένα, κυρίως όμως στη Σοφία και στον Μαντσίνι αλλά προπάντων στον Βιττόριο Ντε Σίκα.