Δεν είναι τόσο η ιστορία, δεν είναι τόσο η Νέα Υόρκη μιάς συγκεκριμένης περιόδου κι ενός συγκεκριμένου κόσμου, που γίνεται πρωταγωνίστρια της υπόθεσης, δεν είναι μόνο οι Ανθρωποι που έχουν ενδιαφέρουν αλλά κυρίως το πώς όλα αυτά μαζί συνυπάρχουν σε ένα αργαλειό που βγάζει χειροποίητα κι οι πλέκτες εμπλουτίζουν διαρκώς τη «σαίτα» με ιριδένιες ίνες.
Κι έτσι η ιστορία μας αρπάει, οι άνθρωποι μας γίνονται προσιτοί και οικείοι, αντιδρούμε κάποιες στιγμές με τις συμπεριφορές ή τις πράξεις ή τις επιθέσεις αλλά και τις άμυνες των ηρώων κι αυτό σημαίνει πως υπάρχουν καλά πλεγμένοι και κεντημένοι χαρακτήρες. ‘Όταν σε ένα έργο , θυμώνεις έντονα με ένα χαρακτήρα ή συγκινείσαι έκτυπα με κάποιον άλλον με μια αντίδραση του, με μια κουβέντα του, τότε όλο αυτό πιστώνεται στο σενάριο, στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Γι αυτό μπορεί κι εκδηλώνεται πρωτοβάθμια και λαικά, όμως υπάρχει εξήγηση, είναι η ανθρώπινη αλήθεια που κρύβει μια ενέργεια ή και μια ατάκα.
Ετσι, λοιπόν, εδώ έχουμε τη Νέα Υόρκη των φιλότεχνων και των διανοούμενων αλλά και κάποιων του χρήματος που κινούνται σε αυτούς τους χώρους, έχουμε τα βιβλιοπωλεία, τις λέσχες, τον κόσμο των βιβλίων ως περιβάλλον, κι έχουμε κι ένα νεαρό ήρωα που είναι κάτι σαν «πρωτάρης», μόνο που εδώ στοχεύει ο ίδιος στην αποπλάνηση της «κυρίας Ρόμπινσον» και δεν είναι αυτός που θα αποπλανηθεί από εκείνην.
Ο νεαρός, ο Τόμας, που τον κάνει ακόμα συμπαθέστερο η επιλογή του ηθοποιού, του φαινομενικά «ασχημούλη» ΚΑΛΟΥΜ ΤΕΡΝΕΡ, ο οποίος μόνο ασχημούλης δεν είναι, όπως διάβασα στο βιογραφικό του έχει εργαστεί κι ως μοντέλο στο ξεκίνημα του για τα προς το ζην, βρίσκεται σε ένα κυκεώνα συναισθημάτων και δεν είναι καθόλου άβγαλτος. Εχει προλάβει να δεχτεί το φιλί της προδοσίας από την γκόμενα , η οποία θα επιστρέψει στη συνέχεια , όταν θα εγκαταλειφθεί εκείνη από τον γκόμενο για τον οποίο είχε εγκαταλείψει τον Τόμας, έχει μια σχέση θαυμασμού και ανταγωνισμού με τον πατέρα, έχει μια μητέρα καταθλιπτική, έχει κι ένα μέντορα που του παρέχει ΦΩΣ όπως συμβαίνει με όλα τα ταλαιπωρημένα κι ανήσυχα παιδιά αυτού του κόσμου που καταφέρνουν και βρίσκουν ένα τέτοιο γκουρού- πως γίνεται πάντα; Ισως να τον στέλνει το ίδιο το Σύμπαν για να κρατούνται οι ισορροπίες… ΚΙ έχει κι ένα ΟΝΕΙΡΟ ο Τόμας.. Κάπου βαθιά κρυμμένο. Του συγγραφέα… Κι από κάπου το έχει ‘κονομήσει.. Από τον μέντορα;
Όλα αυτά τα στοιχεία συνυφαίνονται, αναπτύσσονται κι εξελίσσονται διότι σε κάθε σενάριο χαρακτήρων είναι απαραίτητο κι ένα «κλου», βάση του οποίου να στηθεί η κεντρική υπόθεση. Κι εδώ, από την «κυρία Ρόμπινσον» θα περάσουμε στη «Φαίδρα» μόνο που και πάλι η ευθύνη βαραίνει τον «Ιππόλυτο» κι όχι εκείνην: Ο νεαρός θα βαλθεί να κατακτήσει την γκόμενα του πατέρα, η οποία είναι νέα σε ηλικία, ο νεαρός το ξεκινά ως παιχνίδι αποπλάνησης επειδή θέλει να τιμωρήσει τον πατέρα για την κατάντια της μάνας του θεωρώντας τον κύριο υπεύθυνο, όμως το παιχνίδι της αποπλάνησης θα παρασύρει και τη φαινομενικά ως εκείνη τη στιγμή βέβαιη για τον εαυτό της «Φαίδρα…Ρόμπινσον». Δίνοντας έτσι και μια εκδοχή του Οιδιπόδειου, που πολλοί το παρερμηνεύουν ως έλξη του γιού προς τη μάνα ενώ στην πραγματικότητα αφορά στην ΤΑΥΤΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ….
Και βέβαια, πάνω από όλους κι από όλα, υπάρχει ο μέντορας. Ο οποίος στην υπόθεση είναι πρόσωπο – κλειδί, δεν είναι μόνο ο πνευματικός καθοδηγητής μα και κάτι άλλο, πολύ περισσότερο, ως προς την υπόθεση μιλώντας, που καλό είναι να το ανακαλύψουν οι θεατές και να μην τους το πούμε εμείς. Εκείνο όμως που μπορώ να τους πω εγώ είναι ότι ο ρόλος του μέντορα είναι εξαιρετικά δουλεμένος, ψαγμένος, πλούσιος σε αποχρώσεις, καταλήγει ίνδαλμα μέσα στις όποιες αντιφάσεις του αλλά και γοητεύει με τη σοφία του και βέβαια ο ρόλος έχει ανατεθεί στον ΤΖΕΦ ΜΠΡΙΤΖΕΣ, όπου μέντορας και Τζεφ γίνονται ένα πράγμα, αξεδιάλυτο κι αδιαίρετο.
Εξαιρετικές επιδόσεις βλέπουμε κι από τους άλλους ηθοποιούς, αρχίζοντας από τον ΠΙΡΣ ΜΠΡΟΣΝΑΝ που είναι και πατέρας κι εραστής και σύζυγος αλλά κι ανταγωνιστής του γιού, προχωράμε στη ΣΥΝΘΙΑ ΝΙΞΟΝ η οποία παίζει against her type στο «Sex and the city» και κάνει τη μάνα, την ημι-αλκοολική και παλεύουσα καταθλιπτική για να χρωματίσει κάποια στιγμή το ρόλο και με στοιχεία ερωτευμένης γυναίκας, κι έχουμε και την ΚΕΪΤ ΜΠΕΪΚΙΝΣΕΪΛ, που ως τώρα δεν την είχα πάρει στα σοβαρά αλλά τώρα που δοκιμάστηκε σε ρόλο ξέρω, ιδίοις όμμασι πλέον, ότι είναι ικανή.
Η λεπτοδουλειά των ηθοποιών είναι μέρος της λεπτοδουλειάς της όλης ταινίας που αναφέρθηκα και στο ξεκίνημα. Η Νέα Υόρκη φωτίζεται από τον βετεράνο ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΝΤΡΑΫΜΠΕΡΓΚ με τέτοια σύνθεση φωτισμών ώστε να της βγάζει σε πρώτο πλάνο το μυστηριακό γκρίζο της, που είναι και το κυρίαρχο χρώμα που έχει επιλέξει ο σκηνογράφοςς, και να μας φτιάχνει δι αυτού του τρόπου μία «αχλύ» η οποία να μπορεί να στεγάσει με τον πιο φιλόξενο τρόπο , αυτή την ιστορία.
Στα συναισθήματα των ηρώων και στην ατμόσφαιρα της πόλης και των χώρων συμβάλλει κι η μουσική , η οποία είναι από τις πιο κινηματογραφικές που μου εντυπώθηκαν σε ταινίες της νέας εσοδείας. Μια μουσική που θαρρείς κι ανακατεύει νεουορκέζικους ήχους, σαν να αναμειγνύονται η τζαζ με τους εβραικούς, μουσικούς ήχους και να μεταβάλουν πόλη και πρόσωπα σε ενιαίο , καθαρώς ΗΧΗΤΙΚΟ, συναίσθημα. Συνθέτης ο ΡΟΜΠ ΣΙΜΟΝΣΕΝ- μάλλον πρόκειται για γνώστη των οργάνων που δίνει σημασία στην ενορχήστρωση και στη «σύζευξη» με ηλεκτρονικούς ήχους.
Από τις ευχάριστες εκπλήξεις του καλοκαιριού των «ταινιών με το κιλό» .
Σκηνοθεσία: ΜΑΡΚ ΓΟΥΕΜΠ. Σενάριο: ΑΛΑΝ ΛΟΕΜΠ