Από κει και πέρα, η ταινία είναι ταινία, η κάθε ταινία είναι μια ανεξάρτητη περίπτωση κι αφού λέγονται τα εισαγωγικά στην αρχή περί υπερβολής των διανομέων, κρίνουμε την ταινία κι όχι την ελληνική διανομή υπό τύπον κριτικής της ταινίας λες και το φιλμ έχει την ελληνική διανομή ως θέμα του.
Η κωμωδία της εβδομάδας, που είναι παραγωγής του 2013, επιβεβαιώνει μερικά πράγματα για τα οποία ΤΙΜΩ και προβάλλω το ιταλικό σινεμά. Το ένα είναι η καλλιέργεια των ειδών στην ιταλική κινηματογραφία. Το δεύτερο είναι η συνέχιση της παράδοσης στο είδος που λέγεται ΚΩΜΩΔΙΑ και στο οποίο οι Ιταλοί δείχνουν ανυποχώρητοι. Το τρίτο και πολύ σημαντικό για τον υπογράφοντα είναι πως οι Ιταλοί δεν απαρνούνται τη λαικότητα του κινηματογράφου και την υπηρετούν με ζήλο και θέρμη, την ίδια ώρα που κάποια «αστεράκια» της ελληνικής κριτικής, με ελιτίστικη ημιμάθεια σνομπάρουν την ιταλική λαικότητα. Το τέταρτο και σπουδαίο είναι αυτό που χαρακτηρίζει τον ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ σε όλα ανεξαιρέτως τα είδη: Η κοινωνική αναφορά!!. Από το πιο σύνθετο πολιτικό φιλμ ως την πιο λαική κωμωδία , από το πιο ερεβώδες υπαρξιακό δράμ ως την καλοκαιρινή κωμωδία διακοπών, το ιταλικό σινεμά δηλώνει πάντα κοινωνικο συντονισμό κι αναφορά, κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη κινηματογραφία του κόσμου κι αυτό για μένα τον καθιστά τον ιταλικό κινηματογράφο, περιούσιο!
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο «ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ», ένα τίτλο-σφήνα που δεν έχει σχέση με το περιεχόμενο αλλά ούτε και καμία σημαντικότητα ως τίτλος. Ο πρωτότυπος ιταλικός «SOLE A CATINELLE» είναι ωραιότατος και πρωτότυπος και θα μπορούσε να κρατηθεί και στα ελληνικά: «ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΟΥΛΟΥΜΙ». Εξού κι ο αστεϊσμός που κάνω στον τίτλο της κριτικής σχετικά με την κατάχρηση του Κέκο Τζαλόνε από τους διανομείς. «Catinella» στα ιταλικά είναι το «λεκανάκι». Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιδιωματική έκφραση, ας πούμε ως «piove a catinelle» που σημαίνει βρέχει με το τουλούμι. Εδώ ο τίτλος μιλά για ήλιο, «ήλιος με το τουλούμι». Και το περιεχόμενο είναι κάτι σαν κι εκείνο που λέει το δικο μας τραγούδι του Μάνου Λοίζου σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου «ήλιο ζητιανέψαμε/κι έχουμε καεί»
Ετσι, ο ήρωας που τον έχει γράψει ο ίδιος ο κωμικός Κέκο Τζαλόνε σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη ΤΖΕΝΑΡΟ ΝΟΥΝΤΖΙΑΝΤΕ, και φέρει το όνομα του ηθοποιού χωρίς να πρόκειται για κανενός είδους σχέση με αυτοβιογραφία, είναι ένα θύμα της οικονομικής κρίσης, που λόγω της κρίσης έχει κάνει την οικογενειακή ζωή σμπαράλια κι ενώ δεν έχουν να φάνε και τη στήνει στα συσσίτια, υπόσχεται στον μικρό γιό του πολυτελείς διακοπές αν πάρει στο ενδεικτικό άριστα 10 σε όλα τα μαθήματα. Κι ο πιτσιρίκος, για να πάει διακοπές, σκίζεται στο διάβασμα και παίρνει άριστα παντού. Και τώρα τι να κάνει ο δυστυχής άνεργος;
Πάνω στον κοινωνικό αυτό καμβά οι συντελεστές έχουν σκοπό να φτιάξουν κωμωδία, κωμωδία λαική, στην οποία θα χρησιμοποιηθούν και συμπτώσεις της φάρσας-αλίμονο: Πρώτοι ο Αριστοφάνης κι ο Σαίξπηρ εξήραν τα λεγόμενα φαρσικά στοιχεία των συμπτώσεων στις κωμωδίες τους διότι αποστολή της κωμωδίας είναι να κάνει το κοινό να γελάσει. Στην περίπτωση των Ιταλών και του σινεμά τους, η φάρσα κι η κωμωδία έχουν και κοινωνικη αναφορά. Από κει και πέρα αν πάει κάποιος να κρίνει την κωμωδία των Νουντζιάντε-Τζαλόνε με όρους κοινωνικού φιλμ ή και κοινωνικού δράματος κι όχι με κανόνες κωμωδίας, δηλώνει τεράστιες ελλείψεις περί του αντικειμένου ώστε να επιχειρήσει και κριτική του.
Αντίθετα, αν το δει ως κωμωδία, ως αυτό που είναι, θα καταλάβει τόσο για τον σκηνοθέτη όσο και για τον πρωταγωνιστή σεναριογράφο αλλά και για το ίδιο το είδος κάποια πράγματα, θα μάθει για κωμωδία, θα δει τι σημαίνει σκηνοθεσία κωμωδίας, τι ρυθμό χρειάζεται, πόσο συμβάλλει το μοντάζ χωρίς να φαίνεται καθόλου, τι μουσική παραγγέλνει ώστε να υποβοηθάται η δράση και να τονίζεται η ιλαρή διάθεση, θα δει σε ποια στιγμή βάζει το τραγούδι-αναφορά στον τίτλο που επειδή ως τίτλος είναι ιδιαίτερος θέλει και την συγκεκριμένη στιγμή για να υπενθυμιστεί, να υπογραμμιστεί και να προβληθεί και το κωμικό τραγούδι που ακούγεται σαν παιδικό, μια και το λέει off ο πιτσιρικάς γιος, και κυρίως θα πιάσει από το αφτί τους Ελληνες κινηματογραφιστές που έχουν απεμπολήσει την κωμωδία και θα τους βάλει κάτω να μελετήσουν αυτήν εδώ: Ως ένα διαρκές διασκεδαστικό και γελαστικό φιλμ που κάθε πλάνο , κάθε σκηνή του έχει ως βάση κι ένα κοινωνικό ζήτημα που οδηγεί την ταινία ροϊκά. Και βέβαια, ένα κορυφαίο κωμικό που χωρίς αυτόν, πολύ απλά, η κωμωδία δεν θα έβγαινε εις πέρας.