Θα ήθελα πολύ να βρισκόμουν τώρα στο Λος Αντζελες, σε κάποια από εκείνες τις συζητήσεις-μαθήματα με τους κινηματογραφιστές της Ακαδημίας και της συνολικής κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Διότι αυτό που συμβαίνει στο φιλμ είναι κάτι πρωτογενές –για να μην πω «πρωτοφανές». Ποιο είναι αυτό; Η αίσθηση ότι η αφορμή για τη δημιουργία του φιλμ ήταν ο ήχος. Να κάνω ένα φιλμ όπου ο ήχος θα παίζει τον πρώτο ρόλο , από αυτόν θα βγαίνουν οι εντάσεις, θα φτάνει στο σημείο να σε παγώνει για το τι επερχόμενο όταν θα σταματά, όταν θα έχουμε παύση, να ακούγονται όλες οι πολεμικές λεπτομέρειες, να φτιάχνει με απλά λόγια πολεμική ατμόσφαιρα βασιζόμενος στην ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΗΧΟΥ.
Πάνω σε αυτή τη στρατηγική της δημιουργίας του ήχου στον οποίο θα βασίζεται η ταινία, χρησιμοποιεί στη συνέχεια τη ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ όπου αρχίζει και «τακιμιάζει» ο Νόλαν με τον Ολλανδό ΧΟΫΤΕ ΒΑΝ ΧΟΫΤΕΜΑ, με τον οποίο ξεκίνησε τη συνεργασία στο «INTERSTELLAR» κι απομακρύνθηκε από το μόνιμο και δοξασμένο συνεργάτη του ΓΟΥΟΛΙΣ ΠΦΙΣΤΕΡ (του οποίου δηλώνω ένθερμος θαυμαστής κυρίως για τη μετατροπή των χρωμάτων σε «παστέλ» χάρη στους φωτισμούς του) κι η κάμερα του Βαν Χόυτεμα παρακολουθεί με εικόνες τον ήχο, στήνει τις εικόνες εκείνες που θα τον αναδείξουν με δουλειά που σοκάρει πάνω στις φωτιστικές λεπτομέρειες, στην απαθανάτιση της Μάγχης με φθινοπωρινή αίσθηση φωτός τον Μάιο-Ιούνιο του 1940, όταν έσπασε το συμμαχικό μέτωπο μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας κι οι Γερμανοί προέλασαν στην ηπειρωτική Ευρώπη ενώ οι Βρετανοί κατάφεραν να προστατεύσουν το νησί τους και να το κάνουν απόρθητο οχυρό-αν κι έφαγαν βομβαρδισμούς ατελείωτους…
Και με το ΜΟΝΤΑΖ , παρακάτω, ΟΠΤΙΚΟ και ΗΧΗΤΙΚΟ, οι εικόνες που στηρίζουν τον ήχο να μετατρέπονται σε αποθέωση έντασης, όπου μέσα σε αυτά λογαριάζεται κι η παρείσφρηση της μουσικής του ΧΑΝΣ ΖΙΜΕΡ ο οποίος κάνει μια δουλειά απόλυτα κινηματογραφική, γίνεται μέρος του ήχου κι όχι …κομματάρα για soundtrack.
Αν και δω θα ήθελα να κάνω μια διευκρινιστική παρένθεση και να πω ότι όπως κάποτε- κι έχω αναφερθεί στο περιστατικό πολλές φορές κατά τις οσκαρικές αναλύσεις μου-, ένας φίλος ηχολήπτης στο Λος Αντζελες μου έδειξε στο σπίτι του τον «Βράχο» με τον κανονικό ήχο κι ύστερα μου τον ξανάβαλε με άλλο ήχο, ρεαλιστικής καταγραφής, έτσι και τώρα να έκανα κάτι ανάλογο αλλά διαφορετικό: Να παρακολουθούσα μια φορά την ταινία με κλειστά τα μάτια και να την αισθανόμουν, να την ζούσα, να έπαιρνα τα στοιχεία της από το όλο designτου ήχου , που είναι και σκηνοθετικό πέρα για πέρα.
Βεβαίως κι οφείλω να παραδεχτώ και να αναγνωρίσω πως η ταινία δεν έχει «υπόθεση» με την παραδεδεγμένη έννοια, δεν έχει χαρακτήρες έτσι όπως τους ξέρουμε, δεν έχει τη δραματικότητα της «ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΡΑΥΑΝ» γι αυτό κι αδυνατεί να την φτάσει και να μεταβληθεί σε «καλύτερη πολεμική ταινία όλων των εποχών» όπως διαβάζω σποραδικά κι αναρωτιέμαι.
Κι όμως καταφέρνει κι επιβάλλεται, και χάρη στον ήχο πετυχαίνει και δραματικότητα διότι που και που χρησιμοποιεί και χαρακτήρες αλλά σαν παρένθετους κι όχι σαν κεντρικούς μοχλούς.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, με τίποτα δεν θα παραγνώριζα την ύπαρξη ΣΕΝΑΡΙΟΥ. Δεν είναι σενάριο υπόθεσης και χαρακτήρων δεν είναι σενάριο εξιστόρησης ανθρωπίνων δραμάτων , είναι σενάριο, όμως, εξιστόρησης μιάς μάχης κι από τα τρία Σώματα (Στρατό Ξηράς, Ναυτικό , Αεροπορία) , ένα ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ, ένα σενάριο που γράφεται για να γίνει εικόνα που θα συνοδεύεται από ήχο. Πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό και πρωτότυπο. Με κάτι τέτοια ο Κρίστοφερ Νόλαν αναγνωρίζεται στην Ακαδημία και την Κινηματογραφία –για την ώρα- περισσότερο ως σεναριογράφος παρά ως σκηνοθέτης διότι πράγματι ακόμα κι η χρήση του ήχου γίνεται βάση ανάπτυξης σεναρίου αλλά σεναρίου εικόνων- το επαναλαμβάνω.
Με αυτή βέβαια τη λογική, θα μπορούσε κάποιος να κατηγορήσει την ταινία για «πολεμικό βιντεοκλιπ». Δεν είναι έτσι ακριβώς διότι στον πόλεμο ο ήχος παίζει σημαίνοντα ρόλο, πολλοί άνθρωποι τραυματίζονται ψυχολογικά από τον πόλεμο λόγω των ήχων του, που τους κυνηγούν σαν εφιάλτες στη συνέχεια.
Κάποιοι άλλοι, αντί να κοιτούν το έργο θα έψαχναν να βρουν τι ύποπτο πολιτικό παιχνίδι παίζεται. Στον Νόλαν δεν θα το κάνουν, επειδή τον δηλώνουν ως auteur, στον Σπίλμπεργκ θα το έκαναν. Μην ανησυχούν, έχω και για αυτούς έτοιμο δωράκι αν θέλουν, πως η ταινία θα μπορούσε να κοιταχτεί και σαν μια αλληγορία απέναντι στην τωρινή απόσχιση των Βρετανών από την Ευρωπαική Ενωση. Υπάρχει κι αυτό το στοιχείο αλλά ανιχνεύεται σε τρίτο ή και τέταρτο επίπεδο.
Όπως επίσης έχω να πω και στους λογής λογής υπερασπιστές της που επιμένουν ότι δεν πρόκειται για «πολεμικό» φιλμ αλλά για «αντιπολεμικό»! Εδώ έχω την πιο σοβαρή ένσταση όχι ως προς το φιλμ αλλά ως προς τους ίδιους: Παιδιά, το «πολεμικό» είναι είδος, το «αντιπολεμικό» είναι περιεχόμενο που δεν περιορίζεται αποκλειστικά στις πολεμικές ταινίες αλλά αφορά και στα δικαστικά δράματα , απαντάται και σε ρομάντζα ακόμα και σε κωμωδίες.
Η «ΔΟΥΝΚΕΡΚΗ» είναι πέρα για πέρα ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΦΙΛΜ και τίποτε άλλο, σε αυτό το είδος ανήκει .
Οι ηθοποιοί , που για τους κύριους ρόλους έχουν επιλεγεί άφθαρτες φατσούλες (με πολύ ωραίες λεπτομέρειες στα κοστούμια, πουλόβερ και γιλέκα, όταν δεν φορούν στολή) (ο ΤΖΕΦΡΥ ΚΕΡΛΑΝΤ τα επιμελήθηκε, συνεργάτης του ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ και προσωπικός ενδυματολόγος της ΤΖΟΥΛΙΑ ΡΟΜΠΕΡΤΣ) υποστηρίζουν το μέρος του ο καθένας με στήριξη αυτού που τους παραδόθηκε από τον Νόλαν, στήριξη των ελάχιστων εκείνων στοιχείων που δημιουργούν χαρακτήρες. Κυρίως αυτό αφορά στους ΦΙΟΝ ΓΟΥΑΙΤΧΕΝΤ, ΤΟΜ ΓΚΛΥΝ ΚΑΡΝΕΥ και στον ηθοποιάρα ΜΑΡΚ ΡΑΫΛΑΝΣ που είχε πάρει το Οσκαρ στην «Γέφυρα των κατασκόπων» του Σπήλμπεργκ. Αυτοί είναι οι πιο «τυχεροί» από ρόλους-μαζί κι ο ΚΕΝΕΘ ΜΠΡΑΝΑ που φτιάχνει κάτι σαν επιτομή Βρετανών Αξιωματικών. Οι υπόλοιποι δεν έχουν πολλές ευκαιρίες. Οι δε θαυμαστές του ΤΟΜ ΧΑΡΝΤΥ θα κάνουν «αμάν» για να τον εντοπίσουν.