Από τότε, όμως, που αποφάσισαν κι οι Ευρωπαίοι να μπουν στο παιχνίδι της παραοικονομίας με το downloading, τα πράγματα είδαμε να αλλάζουν. Διαφημίζονται τα έργα από εκείνους που τα κατεβάζουν και χωρίς αίσθηση κινδύνου τα συζητούν δημοσίως, μέσα από το Internet, κι ύστερα από ένα χρόνο περίπου οι διανομείς στην απόγνωση τους τα φέρνουν και τα έργα κόβουν εισιτήρια. Καταρρίπτοντας έτσι διάφορους φοβιστικούς δαίμονες των ίδιων των διανομέων περί «πειρατείας».
Το «ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ» όπως και τα άλλα αστυνομικά ισπανικά που κυκλοφόρησαν, όπως κι οι ιταλικές κωμωδίες που ενέσκηψαν φέτος κι έκοψαν εισιτήρια, παίζεται σε γεμάτες αίθουσες ενώ βολτάρει μήνες τώρα στους κωδικούς κατεβασιάς.
Αρα, το παιχνίδι καλά κρατεί… Κι αποδίδει… Όπως φαίνεται.
Το συγκεκριμένο φιλμ βρίσκεται πιό κοντά στο «Seven», συγγενεύει με αυτό εξού κι έχει τη μικρότερη πρωτοτυπία σε σχέση με άλλα ισπανικά αστυνομικά που είδαμε φέτος.
Το ότι , όμως, συγγενεύει με το «Seven» δεν σημαίνει κι ότι το αντιγράφει επακριβώς, ακολουθεί όμως τη δομή του. Ισως γι αυτό παίρνει τόσο καλές κριτικές, που έχουν να κάνουν και με τη σύγχυση των βαθμολογητών, και των επηρεαζομένων από αυτούς διανομέων, περί πλοκής και σεναρίου.
Εχει το «Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει» πλοκή; Τι σημαίνει πλοκή; Άλλο η πλοκή, άλλο η ένταση.
Η υπόθεση, με ήρωες δύο αστυνομικούς που συγγενεύουν με το αμερικάνικο αλλά και με το γαλλικό αστυνομικό σινεμά, εξετάζει μια σειρά από φόνους που ενσκήπτουν με θύματα ηλικιωμένες γυναίκες που μερικές έχουν πέσει και θύματα βιασμού…
Δεν υπάρχουν παράλληλα πράγματα , ώστε να μιλήσουμε για πλοκή, οι φόνοι γίνονται αλληλοδιαδόχως κι αλληλοδιαδόχως εξετάζονται. Το ότι το σενάριο στηρίζεται σε κανόνες που το ελληνικό σινεμά αγνοεί και μας δείχνει και τις ιδιωτικές στιγμές των δύο κεντρικών ηρώων, των αστυνομικών, δεν δηλώνει πλοκή.
Διαθέτει, όμως, κλιμακούμενη ένταση στην ανάπτυξη αυτής της έρευνας.
Σεναριακά, δεν καταφέρνει αυτό που συμβαίνει στο ιταλικό σινεμά, να έχει κοινωνική αναφορά, παρά μόνο την χρησιμοποιεί ως πλαίσιο χρονικό για να ορίσει το πότε συμβαίνουν αυτά κι ο χρόνος είναι το 2011 κι ο τόπος η Μαδρίτη. Εν μέσω διαδηλώσεων κατά της οικονομικής κρίσης (γενικώς!!) που δεν φτάνουν αυτά ως την κύρια υπόθεση, δεν την επηρεάζουν καθόλου. Επίσης, η δηλούμενη επίσκεψη του Πάπα στην ίδια περίοδο, χρησιμεύει μόνο ως ένα πυροτέχνημα που χάνεται γρήγορα αφού ούτε αυτό δένει σε τίποτε με την κύρια υπόθεση.
Κι ο δολοφόνος που θα προκύψει από αυτή την κατά παράθεση φόνων έρευνα, τολμώ να πω ότι χαλάει λίγο και την ένταση της κλιμάκωσης διότι , μια και δεν είχαμε πλοκή, κάποιος θα ήταν.. Αρα, με την συγκεκριμένη επιλογή δολοφόνου, το έργο δεν οδηγείται σεναριακά σε αστυνομική απογείωση, σε σοκάρισμα, αναγνώριση μιάς σάπιας κοινωνίας που η σήψη έχει φτάσει μέχρι ψηλά κλπ, κλπ.
Σεναριακά, σώζει ο επίλογος ο οποίος προσφέρει την ανθρώπινη διάσταση στην ολοκλήρωση των κεντρικών ηρώων.
Ο,τι όμως δεν υπάρχει στο σενάριο ,το οποίο δεν είναι διόλου κακό σενάριο, δεν είναι όμως σενάριο πλοκής ώστε να εκθειάζεται η ταινία για κάτι τέτοιο, το προσφέρει η σκηνοθεσία, το προσφέρει η κινηματογράφηση, το προσφέρουν οι συντελεστές οι οποίοι κάνουν την ταινία με μεγάλο μεράκι. Κι η κινηματογραφική ποιότητα προστατεύει και καλύπτει τις όποιες ελλείψεις (;) του σεναρίου. Αν κι οι ελλείψεις δεν αφορούν στον τρόπο γραφής ή δομής αλλά στην πρωτοτυπία. Και στην εξ αυτής ελλείπουσα σημαντικότητα.
Θαύμασα το ντεκουπάζ του σεναρίου, που το έχει κατακερματίσει σε δεκάδες μικρές γωνίες ώστε να δημιουργούνται ροή και ρυθμός, θαύμασα το μοντάζ που χάρη σε αυτό το ντεκουπάζ μπορεί και φτιάχνει εντάσεις μοναδικές, θαύμασα τη φωτογραφία με την κίνηση της κάμερας μέσα στο αστυνομικό τμήμα και στους υποτιθέμενους δρόμους της Μαδρίτης (στην Τενερίφη διάβασα ότι γυρίστηκε), θαύμασα τη δουλειά πάνω στον ήχο, προπάντων το ηχητικό μοντάζ (έχει μια σκηνή όπου ο «δυσλεκτικός» μπάτσος χτυπά από αγαρμποσύνη την κοπέλα του κι αυτή πέφτει πάνω στην κόγχη του επίπλου και σωριάζεται στο πάτωμα όπου η συνεργασία όλων αυτών των συντελεστών με τελικό αρχιμαέστρο τον ηχητικό μοντέρ δημιουργεί τέτοια ένταση και ξάφνιασμα που τινάζεσαι από την καρέκλα σου- σε συνδυασμό και με την ηθοποιία, για την οποία θα γράψω πιο κάτω, που συντονίζεται προκαταβολικά με γλώσσα του σώματος , χαστούκισμα του ενός, πτώση της άλλης, με αυτό που πρόκειται να επακολουθήσει στο postproduction όπου ο ηχητικός μοντέρ θα μας κατατρομάξει κάνοντας ηχητικό μοντάζ πάνω στις κινήσεις των δύο ηθοποιών) και καταλήγουμε σε συναρπαστική ταινία που τη νομίζουμε για ταινία πλοκής. Επειδή μας συνάρπασε.
Οι ηθοποιοί είναι πρώτης γραμμής. Οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν μεταξύ τους εκπληκτικό παιχνίδι- δεν ξέρω πόσες πρόβες τους πήρε αυτός ο συντονισμός. Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΝΤΕ ΛΑ ΤΟΡΕ εντυπωσιάζει το ακροατήριο με τα κεκεδίσματα που επιβάλει ο ρόλος, ο ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΑΛΑΜΟ, όμως, ο σκληροτράχηλος μπάτσος, είναι αυτός που κερδίζει το «ΓΚΟΓΙΑ», το ισπανικό «Οσκαρ» για την ερμηνεία του, μιλάμε για την απόλυτη πρωταγωνιστική επιβολή, για την υπόκλιση του φακού στην μορφή του, που τον καταγράφει αχόρταγα τόσο σε κινήσεις όσο και σε έκφραση- ΤΙ ΛΙΤΟΤΗΤΑ!! Και ΤΙ ΕΠΙΒΟΛΗ!!!
Κι όλο το supporting cast, περιλαμβάνει ταλέντα που συνοδεύονται από φυσιογνωμίες εκφραστικότατες οι οποίες δεν γίνεται να ξεχαστούν. Και βέβαια ο ΧΑΒΙΕ ΠΕΡΕΙΡΑ που έχει το τελευταίο κομμάτι δικό του – με τα γένια στο τέλος κατορθώνει και γλυκαίνει και τη φυσιογνωμία του ενώ συνήθως τα γένια αγριεύουν.. Είναι θέμα ηθοποιίας, έκφρασης ματιών, βλέμματος, συνδυασμού λοιπών παραγόντων στον ηθοποιό που το πετυχαίνει. Κι οι κοπέλες που παίζουν την καθαρίστρια και την κόρη είναι εξαιρετικές στις εκφράσεις τους όπως κι οι γιαγιούλες του γηροκομείου που ανακάλυψαν οι casting directors. Ο σκηνοθέτης ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΣΟΡΟΓΚΟΓΙΕΝ διάβασα ότι ξεκίνησε από την τηλεόραση.
ΥΓ. Πάντως και στο «Seven» ορισμένοι είχαν παρεξηγήσει τα πράγματα πάνω στο τι εστί πλοκή, που την είχαν μπερδέψει με την ένταση. Κι εκεί οι φόνοι γίνονταν κατά σειράν, κατά παράθεσιν των εφτά θανασίμων αμαρτημάτων και στο τέλος εμφανίστηκε ένας δολοφόνος. Αυτό δεν είναι πλοκή. Ο Ντεηβιντ Φίντσερ όμως το είχε αντιληφθεί και παρέδωσε την ταινία στους δύο μοντέρ του οι οποίοι ένωσαν, έκοψαν έραψαν, έφτιαξαν ρυθμό και καταστάσεις και κλιμακώσεις κι η εντύπωση έμεινε πως επρόκειτο για μεγάλο σενάριο ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΜΟΝΤΑΖ.