Γράφουμε λοιπόν κανονικά κριτική και για αυτά, όσο κι αν τα προσπερνάμε κάποιες φορές στην πρώτη εβδομάδα προβολής τους επειδή βγαίνουν πολλά φιλμ μαζεμένα και κάνουμε με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο την αξιολόγηση.
Όμως, ΤΑ ΕΡΓΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΔΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ. Συνεπώς κι αυτό το «υφάκι» της κριτικής πως με αυτά δεν ασχολούμαστε, περισσότερο την βλάπτει παρά την τιμά. Διότι, αφήνει και κάποιες ανοιχτές υπόνοιες μήπως και δεν είναι η ίδια σε θέση να κρίνει τα έργα στο είδος τους, επειδή πιθανόν να αγνοεί τους κανόνες ενώ της είναι πολύ εύκολο, ΜΑ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΕΥΚΟΛΟ, να έχει ταινία φεστιβαλική στη διάθεση της, από ένα σκηνοθέτη που τον λένε auteur και να αρχίζει να κάνει την κριτική από τον σκηνοθέτη κι όχι από το έργο. Τότε, σε αυτή την περίπτωση μπορεί να γράφει ό,τι αρλούμπα θέλει αφού τα «διαπιστευτήρια» θα της τα δώσει ο auteur…
Το εργάκι αυτό δεν εμπίπτει στ κατηγορία, εκτελεί, όμως, την αποστολή του. Κι η παρέα στο θερινό της Αίγινας, συμπεριλαμβανομένου και του υπογράφοντος, περάσαμε ένα πολύ ευχάριστο βράδυ επειδή θέλαμε κάτι που να ξεδώσουμε.
Πρόκειται για γαλλική αστυνομική κωμωδία, με πρωταγωνιστή τον ΖΑΝ ΡΕΝΟ, που αγγίζει και τα όρια της φάρσας.. κι είναι κι αυτό μέσα στα πλαίσια των κανόνων των ειδών κι η φάρσα καθαυτή δεν πρέπει να αναθεματίζεται ως φάρσα , ως προκατάληψη δηλαδή, αλλά ως τρόπος διαχείρισης της.
Εχουμε ,λοιπόν μια αστυνομικού τύπου περιπετειώδη κωμωδία αλλά ΚΩΜΩΔΙΑ, που ξεκινά με μια αστυνομική σκηνή στο Σαν Σεμπαστιάν όπου στη διάρκεια ενός ρεσιτάλ βιολιού έχει οργανωθεί σατανική επιχείρηση για την κλοπή ενός «Στραντιβάριους» και με βάση τους κανόνες του αστυνομικού ξετυλίγει την υπόθεση στην οποία όμως δίνει καθαρά κωμική ανάγνωση ώστε να γίνει κωμωδία και να μην ξεστρατίσει προς το καθαρά αστυνομικό. Διότι τότε, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η συγκεκριμένη υπόθεση θα φαινόταν εξαιρετικά αδύναμη.
Το ότι δεν είναι αδύναμη το διαπιστώνουμε κατά την εκτύλιξη της ταινίας. Κεντρικός ήρωας της πλοκής είναι απατεώνας περγαμηνών, ο οποίος σκηνοθετεί το θάνατο του ώστε να ρίξει στάχτη στα μάτια και ειδοποιεί, μέσω δικηγόρου δύο κόρες που έκανε με διαφορετικές γυναίκες, τις οποίες κόρες δεν είδε ποτέ διότι τις είχε παρατήσει- μαζί με τις μανάδες τους. Οι κόρες ξεκινούν να πάνε για την κληρονομιά και φτάνοντας στην Ελβετία πληροφορούνται την αλήθεια.
Φυσικά κι αν κάνει κάποιος το λάθος να την εξετάσει με βάση τους ρεαλιστικούς κανόνες και τους κανόνες καθημερινότητας, θα έχει αποτύχει. Αφενός θα βρεθεί εκτός έργου, αφετέρου δεν θα έχει καταλάβει πως στήνεται μια κωμωδία ως είδος κι ως σκοπός μια κι ο σκοπός της είναι να κάνει τον θεατή να γελάσει και να περάσει καλά γελώντας.
Αν λοιπόν θέλει να κάνει κριτική, οφείλει να παρακολουθήσει τη μαεστρία (και κακά τα ψέματα την έχουν οι Γάλλοι συντελεστές της συγκεκριμένης ταινίας τόσο οι καμιά 12αριά σεναριογράφοι που έχουν συνεργαστεί για το αποτέλεσμα όσο κι ο σκηνοθέτης ΠΑΣΚΑΛ ΜΠΟΥΡΝΤΙΟ) ώστε να φτιάχνουν εισαγωγική σκηνή των προσώπων, που να δηλώνονται χαρακτήρες έστω και για ανάλαφρη κωμωδία ώστε ο κάθε χαρακτήρας να κουβαλά την ταυτότητα του και να μην κυκλοφορεί άσκοπα στην ταινία. Κατόπιν δείχνουν τα ανάλογα προσόντα στο δέσιμο, στην πλοκή, όπου η αίσθηση που μου άφησαν εμένα ως κριτικού (οι άλλοι της παρέας μαζί με τους υπόλοιπους θεατές απλώς απολάμβαναν ή διασκέδαζαν και δεν σκότιζαν το μυαλό τους διότι το φιλμ για εκείνους είχε γίνει πρωτίστως κι όχι για το σινάφι μου) είναι πως μια ομάδα από την ατέλειωτη λίστα των σεναριογράφων δούλευε την αστυνομική πλοκή, μια δεύτερη ομάδα έψαχνε τα αστεία που θα βάλει ώστε το αστυνομικό να λειτουργεί ως κωμωδία και λογικά θα υπήρχε και μια τρίτη ομάδα που θα επόπτευε την μείξη των στοιχείων και το αν λειτουργεί ως κωμωδία. Διότι και το στοιχείο της φάρσας είναι απαραίτητο στο να λειτουργήσει η κωμωδία αφού πρόκειται για έργο κωμικών καταστάσεων με αστυνομική αφορμή κι όχι για κωμωδία, (έστω και φαρσικής καταφυγής), με κοινωνική αναφορά σαν κι αυτές που κάνουν οι Ιταλοί. Οι Γάλλοι το κοινωνικό δεν το έχουν κι ας επαίρονται… Τέλος πάντων.
Οσο για το αν κάποια από αυτά που συμβαίνουν φαίνονται ως υπερβολικά, ας γνωρίζουν όσοι αποφασίζουν να κάνουν κριτική κωμωδίας πως η ΔΙΟΓΚΩΣΗ των ρεαλιστικών καταστάσεων είναι στοιχείο ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ για να λειτουργήσει. Με τη διόγκωση και χάρη σε αυτήν μπορούμε και μετατρέπουμε μια δραματική κατάσταση σε κωμική .
Κι επιπλέον, επειδή το έργο μοιάζει δουλεμένο πάνω στο είδος του , οι χαρακτήρες έχουν μια ψυχολογική αλήθεια κι αυτό φαίνεται ιδιαιτέρως στην τελευταία σκηνή του πατέρα με τις δύο κόρες, όπου ούτε εκεί, την στιγμή της ψυχολογικής λεπτομέρειας, δεν ξεχνούν ότι πρόκειται για ψυχολογική λεπτομέρεια ΚΩΜΩΔΙΑΣ.
Το έργο είναι περιποιημένο κι ως παραγωγή, με κοσμοπολίτικο περιβάλλον, οι σύντομες σκηνές του σεναρίου διευθύνονται από τον σκηνοθέτη με τη σίγουρη συνεργασία του εξαίρετου μοντέρ του που «κόβει» ακριβώς στα σημεία που χρειάζεται να είναι κωμωδία αλλά και σε κάποια άλλα δεν θυσιάζει τη δράση αφού επιδιώκει με αυτήν να εξιτάρει κι άλλο τον θεατή.
Κοσμοπολίτικο περιβάλλον λοιπόν αλά «Ρόζ πάνθηρας» , ωραία φωτογραφία, εξαιρετικός ήχος (μέσα κι η μουσική του ΣΙΝΚΛΑΙΡ-απόλυτα ταιριαστή με ύφος και είδος)) για συνοδεία του μοντάζ, κωμικά βαριεστημένος ο Ρενό-γάντι για το ρόλο καθώς κι οι κοπέλες που κάνουν τις κόρες αλλά κι οι αρσενικοί που τις πλαισιώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Εργο ευχάριστης βραδιάς στην εξοχή, δεν επιτρέπεται η κριτική να τα προσπερνά και να αισθάνεται ήσυχη συνείδηση όταν ασχολείται με Ταρκόφσκι και λοιπούς… Με το υπόλοιπο σινεμά που γίνεται για να ψυχαγωγήσει τον κόσμο, τι κάνει; Κι είναι σε θέση;