Δυνατή κυρίως επειδή καταφέρνει και «δένει» το σύνολο με τα επιμέρους και έτσι το έργο γίνεται σφαιρικό, πρισματικό. Ξεκινά από τον όλον αλλά δεν ξεχνά ότι το όλον αποτελείται από μονάδες κι οι μονάδες αυτές ζουν το δικό τους δράμα, αυτό που καθρεφτίζεται στο όλον.
Και το δράμα έχει να κάνει με το AIDS αλλά κυρίως με τη δράση της ACT UP, της μη κυβερνητικής οργάνωσης και τους αγώνες της για τον διαφωτισμό της κοινωνίας πάνω στο θέμα και την αφύπνιση των κυβερνήσεων και των υπευθύνων φορέων που κώφευαν ή αδιαφορούσαν.
Και τα δύο αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να προκαλέσουν επιφυλάξεις. Η πρώτη αφορά στο θέμα του AIDS, έτσι όπως δίνεται, και στο κατά πόσον είναι θέμα ταινίας για την περασμένη 25ετία. Το δεύτερο αφορά στην προβολή της ACT UP, οπότε κάποιοι θα μπορούσαν να μιλήσουν και για ταινία «διαφήμισης» ή «προπαγάνδας».
Βλέποντας την ταινία να εκτυλίσσεται, και οι δύο επιφυλάξεις κάμπτονται.
Διότι θέμα για το AIDS είχε και το «DALLAS BUYERS CLUB» κι όμως δεν το είδαμε ως κάτι «πασέ», ίσως επειδή εκεί προβαλλόταν ένα προσωπικό δράμα οπότε το προσωπικό δράμα που εντάσσεται μέσα σε ένα πρόβλημα ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθεί , ως θέμα τουλάχιστον, «ξεπερασμένο». Εδώ θα μπορούσε αυτό να συμβεί μόνο και μόνο επειδή η ταινία δίνει μεγάλο βάρος στο ντοκυμαντερίστικο χαρακτήρα και στο ντοκυμενταρίστικο ύφος. Όμως, την ACT UP, για να περάσουμε και στη δεύτερη επιφύλαξη και να τη δέσουμε με την πρώτη, τη δραματοποιεί, την κάνει «ηρωίδα» δράματος. Αν δηλαδή, μας έβαζαν σε μια ανώτερη ξένη σχολή για σεναριογράφους, την άσκηση ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας στο φιλμ, θα ήταν λάθος αν απαντούσαμε πως είναι ο ένας εκ των δύο κεντρικών χαρακτήρων ή και οι δύο μαζί ως ζευγάρι. Όχι! Το σωστό είναι πως κεντρικός ήρωας στο φιλμ είναι η ACT UP, αυτής την ιστορία βλέπουμε στο πανί για τους αγώνες της εναντίον του AIDS ,κι οι δύο πρωταγωνιστές, όπως κι εκείνοι που τους πλαισιώνουν, είναι τα πρόσωπα του δράματος που συναποτελούν την ACT UP. Στην ACT UP είναι που το σενάριο βάζει «εμπόδια» ώστε να φτάσει στην επίτευξη του σκοπού της, τα πρόσωπα απλώς την συναποτελούν. Κι όπως σε άλλα φιλμ, βλέπουμε την ιστορία ενός προσώπου, υπαρκτού, μέσα από το οποίο παρακολουθούμε ένα θέμα, φερειπείν του Μάθιου Μακ Κοναχυ στο «Dallas buyers club», εδώ παρακολουθούμε την ιστορία της ACT UP. Κι η εν λόγω μη κυβερνητική οργάνωση έχει κάνει πράγματι μεγάλη δουλειά πάνω στο θέμα, όχι μόνο οι οργανώσεις της στη Νέα Υόρκη ή στο Παρίσι, η οποία παρισινή οργάνωση είναι κι η «κεντρική ηρωίδα» του δράματος στο φιλμ, αλλά και το παρακλάδι της στην Ελλάδα που το γνωρίζω καλά. Επειδή έχω φίλο εκεί μέσα, τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ, που παρασημοφορήθηκε κι από το Υπουργείο Υγείας επί υπουργίας Αβραμόπουλου για τους αγώνες της οργάνωσης στο θέμα του AIDS ενώ δραστηριοποιείται και στα παραπλήσια, όπως το trafficking και λοιπά ανάλογα που τα επισημαίνει κι η ταινία για το γαλλικό τμήμα.
Το επίτευγμα λοιπόν της ταινίας και του σκηνοθέτη ΡΟΜΠΕΝ ΚΑΜΠΙΓΙΟ, που συνυπογράφει το σενάριο με τον ΦΙΛΙΠ ΜΑΝΖΟ, είναι πως κατάφερε να «δραματοποιήσει» την εν λόγω οργάνωση, να την ακολουθήσει αρχικά στο ντοκυμαντερίστικο στυλ (δεν το κρύβω ότι στην αρχή φοβόμουν μήπως κι είναι κάτι ανάλογο με το «Ανάμεσα στους τοίχους» όπου τόσο δημοσιογραφικό νατουραλισμό δεν τον εγκρίνει το είναι μου όσο κι αν οφείλει να το παρακολουθεί ο κριτικός εαυτός μου ως μία σχολή που κρίνεται με δικούς της κανόνες) κι ύστερα να αρχίσει να ρίχνει προβολέα στα πρόσωπα που τη συναποτελούν. Κι εκεί επικεντρώνεται σε μία περίπτωση με δύο νεαρούς, που γνωρίστηκαν στις κινητοποιήσεις, αλληλοποθήθηκαν , έπεσαν στο κρεββάτι μαζί, μα κι ερωτεύτηκαν. Ο ένας επίσημα διαγνωσμένος οροθετικός. Ο άλλος… έπεται; Και μέσα από την ανέλιξη του δράματος των δύο νεαρών, το συλλογικό με το προσωπικό αλληλοσυμπληρώνονται, το ένα παραχωρεί αενάως τη θέση του στο άλλο, κι η ταινία καταφέρνει και δένει σε ένα ενιαίο πακέτο το κοινωνικό στοιχείο, το αγωνιστικό αλλά και το προσωπικό και βεβαίως το ερωτικό, το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στο σεξουαλικό αλλά φτάνει και βαθιά ως το συναισθηματικό. Και μέσα στις πολλές ωραίες σκηνές που το δράμα διαθέτει, υπάρχει και μια ερωτική σκηνή που καταδέχομαι να την παραλληλίσω μόνο με εκείνη στον «Γυρισμό» με την Τζέην Φόντα και τον Γιόν Βόιτ: Όταν ο διαγνωσμένος και κατάστικτος από τα σαρκώματα Καπόζι , δέχεται όχι μόνο την επίσκεψη του φίλου στο νοσοκομείο αλλά και την ερωτική του παράδοση, με την εκσπερμάτωση πάνω στο σώμα και με τα φιλιά της τρυφερότητας και της απάρνησης του κινδύνου, χωρίς τίποτε το χυδαίο και κυρίως χωρίς τίποτε το αντιαισθητικό!
Κι εδώ είναι που κερδίζει η ταινία, ακριβώς σε αυτό το πάντρεμα. Εξού και καταρρίπτει και τις επιφυλάξεις περί «προπαγάνδας» αφού αυτό που προβάλλεται είναι οι ανθρώπινες αντιδράσεις .
Εξαιρετικοί κι οι δύο νεαροί, ο ΝΑΟΥΕΛ ΠΕΡΕΖ ΜΠΙΣΚΑΓΙΑΡΤ κι ο ΑΡΝΩ ΒΑΛΟΥΑ με το κινηματογραφικά ενδιαφέρον, γωνιώδες πρόσωπο.
Σημειώνω από καθαρώς κινηματογραφική άποψη και τον ήχο, μαζί με τη μουσική, το πώς έχει πιάσει τον «ήχο» των συνελεύσεων και τον έλεγχο της φωνητικής βαβούρας καθώς και των άλλων χώρων μα και των νοσοκομείων. Ενώ η μουσική, από όπου προφανώς δανείζεται κάτι κι ο τίτλος, ακούγεται σαν καρδιά αλλά και σαν παλμοί του έρωτα που ανεβαίνουν, μετά χρειάζονται μια αγκαλιά για ηρεμία προσωρινή ώστε να πέσουν και μετά να ξανανέβουν και να δοθούν στην ένταση.