Πρώτον και κύριον , δεν υπάρχει οσκαρική συνταγή, παρά μόνο ΜΙΑ: Το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα, η αρτίωση στην οποία φτάνει ένα είδος. Μέσω μιάς ταινίας. Αυτό που λέγεται από ορισμένους, καλοπροαίρετους μεν που όμως θέλουν να σταθούν και κριτικά αλλά τους λείπει η ΒΑΣΙΚΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ, ότι δηλαδή βλέπεις κάποιες ταινίες όπως «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΜΙΜΗΣΗΣ» και καταλαβαίνεις ότι «ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΟΣΚΑΡ», απλώς ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ.
Διότι ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΙ που βγαίνουν στο σινεμά, όχι μόνο στο αμερικάνικο, σαφώς κι ευελπιστούν ότι κάποια στιγμή στη ζωή τους θα πάρουν το Οσκαρ, θέλουν να πάρουν το Οσκαρ. Είτε φανερά είτε κρυφά. Οσο κι αν το θες, αυτό η Ακαδημία θα το αποφασίσει. Με το να κάνεις ταινία «οσκαρικών προδιαγραφών» δεν σημαίνει ότι την έκανες κιόλας. Μεταξύ προθέσεων κι αποτελέσματος μεσολαβεί άβυσσος.
Συνεπώς, αυτό που σου εξασφαλίζει το Οσκαρ είναι το αν σου βγήκε το αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν βγαίνει με συνταγές.
Οι σχολιαστές είναι που έχουν στο μυαλό τους κάποια «στάνταρντ» πλην του βασικού. Η «Εξιλέωση» ήταν μια ταινία τέτοιων προδιαγραφών , όμως το «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» που δεν ήταν, κατέληξε να είναι ο σαρωτικός νικητής εις βάρος της «Εξιλέωσης» που είχε αποκλειστεί κι από τη σκηνοθεσία.
Διότι η βασική πληροφορία που λείπει είναι ότι η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ. Αυτή άλλωστε είναι κι η δουλειά των Ακαδημιών. Όχι μόνο των κινηματογραφικών. Μα ΟΛΩΝ των ΑΚΑΔΗΜΙΩΝ.
Συνεπώς, αν θέλεις να κατανοήσεις καλύτερα τα πράγματα, πρέπει να μάθεις ΚΑΙ τους κανόνες ΑΛΛΑ και να κοιτάς τους κανόνες όπως τους κοιτάζει η Ακαδημία.
«Το παιχνίδι της μίμησης» είναι πράγματι μια ταινία που υπηρετεί τους κανόνες. Εχει θέμα, κεντρικό ήρωα, ωραίο σενάριο, καλή παραγωγή , εξαιρετική ηθοποιία.
Ο ήρωας της είναι πρόσωπο αντιφατικό αλλά και υπαρκτό, περνάει μέσα από συγκρούσεις προσωπικές, πολιτικές κι επιστημονικές, είναι τοποθετημένος σε καθοριστική ιστορική περίοδο, υπάρχει μέγεθος. Είναι επιστήμονας, εφηύρε τον "Κομπιούτερ", έσπασε τον κωδικό των Γερμανών "Enigma" κι άλλαξε τη ροή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, χρησιμοποιήθηκε ως κατάσκοπος, καταδικάστηκε επειδή ήταν ομοφυλόφιλος
Υπάρχει κι εποχή. Η εποχή , από το 1928 ως το 1951, που εκτυλίσσεται ο μύθος, επιτρέπει σε χρώμα, σε ατμόσφαιρα, σε δημιουργία πλαισίου, να συνδράμουν.
Οι ωραίοι ρόλοι του σεναρίου προσφέρουν δυνατότητες για ηθοποιία. Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς αποδεικνύεται σπουδαία περίπτωση. Εχει ήδη επισημανθεί από τις τηλεοπτικές και τις πρώιμες κινηματογραφικές του εμφανίσεις κι εδώ έχει ρόλο να αποδείξει. Όμως, να είναι βέβαιοι ότι κάποια πράγματα γύρω από αυτόν, εκεί, στην Ακαδημία εννοώ, θα αναλυθούν. Για τα οποία δεν παίρνουν είδηση τα ρηχά ξένα δημοσιεύματα, ακόμα και των επαγγελματικών εντύπων. Το βασικότερο είναι κατά πόσο το κύριο προσόν του που είναι αυτή η ιδιαίτερη φάτσα και η οποία δηλώνει προσωπικότητα είναι «και φάτσα» ή απόλυτα ηθοποιία; Είναι η φάτσα αυτή που γράφει ή το παίξιμο καθαυτό;
Ο Μάρλον Μπράντο στο «Λεωφορείο ο πόθος», με το οποίο ουσιαστικά συστηνόταν (είχε κάνει πριν μόνο μια ταινία) δεν πήρε το Οσκαρ. Γιατί δεν το πήρε; Διότι πιο πολύ ήταν το τεράστιο εκτόπισμα που έκοβε την ανάσα παρά ο ίδιος ο ρόλος. Ο ρόλος του Στάνλευ Κοβάλασκι, ως ρόλος, όσο καλά κι αν παιχτεί, δεν είναι ρόλος για να δώσει Οσκαρ σε πρωταγωνιστή. Οι ρόλοι στο έργο είναι οι άλλοι. Στον Κοβάλσκι χρειάζεται ν α βρεις τον άντρα με το σεξοδολοφονικό ύφος- ο Μάρλον Μπράντο το διέθετε όχι απλώς στο ακέραιο αλλά στο υπερ-πολλαπλάσιο. Ομως αυτός ο ρόλος δεν δίνει Οσκαρ. Κι ειδικά όταν πρωτοσυστήνεσαι. Τον περίμεναν σε άλλα, πιο απαιτητικά πράγματα ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΗΘΟΠΟΙΙΑΣ τα οποία δεν άργησαν να έρθουν και να βραβευτεί μετά από τρία χρόνια για «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ». Δεν νομίζω ότι γίνεται σύγκριση ανάμεσα στους πρωταγωνιστικούς ανδρικούς ρόλους των δύο φιλμ, στο ποιος είναι ο πιο απαιτητικός.
Στην περίπτωση του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα για αυτό και σας λέω ότι η ερμηνεία του έχει να περάσει κι από αυτή την ακαδημαική «κρησάρα»…. Οπότε πριν δούμε και τον Μάικλ Κήτον στο «BIRDMAN» ας μη βιαστούμε για συμπεράσματα μα κι αφού τον δούμε ας περιμένουμε να μάθουμε κι από την Ακαδημία ποια από αυτές τις ερμηνείες (κι όχι μόνο των συγκεκριμένων δύο ηθοποιών) πληρούσε τους όρους έτσι όπως το ορίζουν οι θεματοφύλακες των κανόνων.
Επίσης, η Κίρα Νάιτλι,για πρώτη φορά δεν προτάσσει την γνάθο και τα συνοφρυωμένα χείλη όταν παίζει. Αρα, δεν επρόκειτο για φυσική της κατάσταση που μπορεί κάποιους να μας ενοχλούσε στις προηγούμενες ταινίες της αλλά μάλλον για ενόχληση από ένα «σκέρτσο» της ηθοποιού. Από το ότι δηλαδή ήταν όλο αυτό κάπως «φτιαχτό» κι ένα φτιαχτό εύκολα ενοχλεί επειδή γίνεται «ψεύτικο» Εδώ ο σκηνοθέτης της το έχει αφαιρέσει. Αρα, δεν ήταν φυσικό. Αυτή η «αφαίρεση» της επιτρέπει να κινηθεί με άλλη άνεση στο ρόλο και να δώσει ερμηνεία supporting star, όπως έδωσαν και στο κλασικό Χόλυγουντ διάφορες ανάλογες φερειπείν η Ντόνα Ριντ, η Ανν Μπάξτερ, η Γκλόρια Γκράχαμ και πολλές άλλες- για να μην αραδιάζουμε καταλόγους με ονόματα.
Πάμε στη σκηνοθεσία της ταινίας «Το παιχνίδι της μίμησης». Ωραία το έχει σκηνοθετήσει ο Νορβηγός Μόρτεν Τάυντλουμ. Ωραία αλλά και «ακαδημαικά». Αλίμονο αν η Ακαδημία δεν είναι αυτή που θα εκτιμήσει μια «ακαδημαική» σκηνοθεσία. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στον ΟΡΙΣΜΟ περί του τι εστί «ακαδημαική σκηνοθεσία». Άλλο πράγμα εννοεί η Ακαδημία, εντελώς διαφορετικό οι σχολιάζοντες. Η πραγματικά «ακαδημαική» σκηνοθεσία του Τζό Ράιτ στην «Εξιλέωση» δεν προτάθηκε καν. Η ακαδημαική ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ πήγε στους αδελφούς Κοέν στο «Καμμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους». Δεν νομίζω ότι οι σχολιάζοντες έχουν μια τέτοια σκηνοθεσία στο μυαλό τους όταν καταφέρονται εναντίον του ορισμού «ακαδημαική»
Τι θέλω λοιπόν να εξηγήσω εδώ; Ότι ο Μόρτεν Τάυντλουμ σκηνοθετεί ωραία, ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΑ, το story, τους ηθοποιούς, το πλαίσιο, το φιλμ εν γένει. Να είστε βέβαιοι όμως ότι αυτό που συζητιέται τούτη τη στιγμή εκεί πέρα, γύρω από αυτόν, και κυρίως από σκηνοθέτες, είναι το αν προβάλει και μια σκηνοθετική υπογραφή. Όταν λένε «σκηνοθετική υπογραφή» οι σκηνοθέτες εκεί πέρα δεν εννοούν τα ίδια με τους κριτικούς και με τα Φεστιβάλ περί auteur αλλά αν προσδίδει και μία πνοή στη σκηνοθέτηση της ιστορίας. Μια πνοή σαν κι εκείνη του Τομ Χούπερ στον «Λόγο του βασιλιά»- για να μείνουμε στα πιο πρόσφατα.
«Το παιχνίδι της μίμησης» γεννά αυτά τα ερωτηματικά περί της σκηνοθεσίας. Οσο κι αν μπορεί σε κάποιους μας να μην άρεσε ιδιαίτερα- περιλαμβάνομαι σε αυτούς- το «Μεγαλώνοντας» του Ρίτσαρντ Λινκλάτερ, φέρνει στον κινηματογράφο ένα πρόσθετο στοιχείο που δεν υπήρχε, αυτό της παρακολούθησης της αληθινής ζωής επι 12ετία ενός ανθρώπου από τον σκηνοθέτη, που μέσα στο γενικό στόμωμα του κινηματογράφου της σημερινής εποχής (και ειδικά του αμερικάνικου) έχει κάτι να δηλώσει που η «ακαδημαική» ενορχήστρωση του «παιχνιδιού της μίμησης» μπορεί να θεωρηθεί από μεγάλο αριθμό ειδικών του επαγγέλματος και της τέχνης της σκηνοθεσίας, ότι δεν το διαθέτει.
Μέσα στα λεγόμενα «τεχνικά» επιτεύγματα της ταινίας, εξέχουσα θέση κατέχει η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά.Είναι η ώρα του. Συνοδεύει τόσο ωραία τα συναισθήματα «αλά παλαιά», με τη μεγάλη ορχήστρα, με τη δέουσα προσοχή στην ενορχήστρωση, με τους ευαίσθητους τόνους που μπορεί και πιάνει …με..με..με..Αλλά και με τη μουσική που μοιάζει σαν να επαναλαμβάνεται διαρκώς η ίδια από ταινία σε ταινία, με αλλαγές μόνο στην ενορχήστρωση….- θα πεί κι εδώ κάποιος γνώστης εκεί πέρα και κάπου εδώ σταματώ.
Πριν τις δούμε λοιπόν όλες τις ταινίες συμπεράσματα δεν βγάζουμε αλλά κι όταν τις δούμε παρακολουθούμε , κι αυτό είναι το ενδιαφέρον από καλλιτεχνικής πλευράς στα Οσκαρ και στις Ακαδημίες γενικότερα, που εκτιμάται ότι τηρήθηκαν το περισσότερο οι κανόνες
ΥΓ. Το δημοσίευμα ΣΚΟΠΙΜΩΣ αποθηκεύεται στην ενότητα «Κριτικές». Αργότερα, ανάλογα με τις εξελίξεις, μπορεί να μετακομίσει στην άλλη «Περί Oscar»