Φωτογραφία, λοιπόν, σκηνογραφική διεύθυνση, κοστούμια αλλά και μουσική- η τελευταία, αν και χρησιμοποιείται ελάχιστα, έχει συμπληρωματικό ρόλο, την ηχητική εκδοχή, στο αισθητικό αποτέλεσμα.
Διότι εδώ είναι ολοφάνερο ότι ο Μάικ Λι γοητεύθηκε από τους πίνακες και τις χρωματικές συμφωνίες αυτού του ζωγράφου, ο οποίος δηλώνεται ως εκκεντρικός, οι θεατές το διαπιστώνουμε μέσα από κάποια επεισόδια που μας δίνουν στοιχεία για αυτή τη μεριά του χαρακτήρα του, αλλά τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο Μάικ Λι, είναι εμφανές ότι τον ελκύει το ζωγραφικό κομμάτι. Να ήθελε να μεταφέρει στην οθόνη την αισθητική των πινάκων.
Και πράγματι, κάποιους αυτό μπορεί να τους ξαφνιάζει. Πιθανόν επειδή τον Μάικ Λι, τον έχουν συνδεδεμένο στο μυαλό τους με άλλα πράγματα, πιο ρεαλιστικά και κοινωνικού υπόβαθρου, αν λάβει υπόψη του κανείς ότι κάποιοι τον βάζουν στην ίδια σειρά, ακόμα και συγγένεια, με τον Κεν Λόουτς. Το έργο του, όμως, οι ταινίες του δηλαδή, αν τις βάλει κανείς στη σειρά, δεν δείχνουν στο ακέραιο κάτι τέτοιο. Ισως κάποιοι ξεχνούν το «Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ» (Topsy turvy), όπου εκεί μετέφερε το παρασκήνιο της όπερας , ή μάλλον της οπερέτας, και έδινε μεγάλη σημασία στο αισθητικό μέρος, με πολύ καλά αποτελέσματα.
Εδώ η αίσθηση που έχω είναι ότι σαν να τον ενδιέφερε ο εσωτερικός κόσμος του ζωγράφου και προέκταση αυτού ήταν εκείνοι οι ιδιαίτεροι πίνακες.
Από οπτική άποψη, λοιπόν, είναι έως και κατόρθωμα , πέρα από ένα αισθητικό, κινηματογραφικό επίτευγμα.
Εξού και συμβαίνει το παράδοξο, στην προβολή ο κόσμος να παρακολουθεί σιωπηλός, υποβεβλημένος στα της οθόνης, διότι όλο αυτό επιτυγχάνεται με πολύ καλλιτεχνική αυστηρότητα κι όντως μέσα σε αυτό το περιβάλλον μένεις σιωπηλός, έχεις την αίσθηση της τέχνης.
Ωστόσο, συμβαίνει και κάτι ακόμα: Ανιάς. Σε καταλαμβάνει και ανία.Και στο τέλος , βγαίνεις σκεπτικός, κουρασμένος, ανικανοποίητος αλλά κι ανέτοιμος για επίθεση κατά μέτωπον.. Η υποβολή που λέγαμε.
Διότι αυτό που πήγε να κάνει αισθητικά σε συνδυασμό με εκείνο που πρεσβεύει ως τρόπο κινηματογραφικής εργασίας, δεν συνυφάνθηκαν, δεν παντρεύτηκαν, δεν εναρμονίστηκαν.
Οι αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών μέσα από τους οποίους δουλεύει τα σενάρια του κι αυτό γίνεται ύφος ολοκληρωμένο και δηλώνεται ως σκηνοθεσία Μάικ Λι, εδώ δεν λειτουργεί. Το σενάριο δεν πηγαίνει παράλληλα με την αισθητική διαδρομή της ταινίας. Είναι ένα πρόσχημα για να φτιάξει το κλίμα των πινάκων και να μας βάλει μέσα στο κλίμα αυτό. Όμως δεν εξελίσσεται υπόθεση, δεν σου γίνεται ποτέ εύληπτος ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ο εν λόγω ζωγράφος, όσο κι αν τα σκόρπια διευκρινιστικά επεισόδια κάτι καταφέρνουν αλλά σε απαράδεκτα μεγάλη διάρκεια για ένα μη ολοκληρωμένο έργο από πλευράς δράματος.
Η υπεύθυνη σκηνογραφίας Σούζι Ντέιβις θα πρέπει να κουράστηκε πολύ ως την τελική επιλογή κυρίαρχου χρώματος αφού είχε να συνθέσει τις αποχρώσεις αυτών των πινάκων κι ο διευθυντής φωτογραφίας , ο Ντικ Πόουπ, αυτός ο μάστορας των φωτισμών, κυρίως στους εσωτερικούς χώρους, που μας είχε μαγέψει και στην προηγούμενη υποψηφιότητα του για Οσκαρ φωτογραφίας στο «Ο μάγος Αζενχάιμ», πάλι σε έργο σκηνογραφίας εσωτερικών χώρων, κέντησε. Αυτή τη φορά όχι τόσο με το ημίφως, όπως στο προαναφερθέν, όσο με τους φωτισμούς των ιδιαίτερων χρωματικών συνθέσεων. Κι η Τζάκλιν Ντούραν, που ειδικεύεται στα κοστούμια εποχής, η κάτοχος Οσκαρ για την «Αννα Καρένινα» του Τζό Ράιτ, ενέταξε την τέχνη της στην υπηρεσία της αισθητικής του «βιογραφούμενου» ζωγράφου.
Ο Τίμοθυ Σπολ δεν ξέρω, αν ήταν ο ενδεδειγμένος για το ρόλο, τουλάχιστον πρωταγωνιστικά. Στο να το σηκώσει όλο πάνω του, να κουβαλήσει το βάρος. Αν ήταν ενταγμένος ο χαρακτήρας ως supporting σε μια άλλη ταινία, θα κάναμε διαφορετικό σχόλιο. Εδώ φταίει και το γεγονός ότι ο ρόλος , με τη σεναριακή τακτική Μάικ Λι, δεν ολοκληρώθηκε. Κι ο ηθοποιός δεν είχε την ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ προσωπικότητα, να καλύψει με δική του παρέμβαση, με το δικό του εκτόπισμα, αυτά τα κενά.