Το πρώτο μέρος της ταινίας του ΝΤΑΡΕΝ ΑΡΟΝΟΦΣΚΙ παραδέχομαι ότι είναι υποβλητικό! Εσωτερική κλιμάκωση κι ένταση, εξαιρετική «σκηνοθέτηση» κλειστού χώρου- ενός σπιτιού στο οποίο μας πάει και μας φέρνει η κάμερα και το γνωρίζουμε σε όλες του τις λεπτομέρειες, όπου κάθε γωνιά του υποβάλει κι ένα επερχόμενο τρόμο μια κι η σκηνοθεσία, κι αυτό ο Αρονόφσκι το πετυχαίνει, μας κάνει να αισθανόμαστε πως οσονούπω κάτι κακό θα ξεσπάσει. Στη σχέση της κοπέλας με τον άνδρα της που είναι συγγραφέας, τα μεταξύ τους βλέμματα κι οι σιωπές αλλά κι οι διάλογοι τους μας αφήνουν στο κενό αν είναι έτοιμοι να αρπαχτούν, αν αγαπιούνται, αν κουράστηκαν, αν αυτός είναι κανένας ψυχάκιας και καμιά ώρα της τραβήξει κάποια απότομη επίθεση.. Κι έρχεται κι ένας απρόσκλητος μουσαφίρης, ένας άγνωστος, τον οποίο ο σύζυγος καλοδέχεται ενώ η γυναίκα φρικάρει για το καλωσόρισμα του αγνώστου αλλά και για τη φιλοξενία που πρότεινε ο σύζυγος. Και στη συνέχεια καταφθάνει κι η σύζυγος του αγνώστου. Και μετά ο ένας τους ο γιός ο οποίος δείχνει να κουβαλά πολλά ψυχολογικά δράματα μέσα του. Κι ύστερα ο δεύτερος γιός που πάνε να παίξουν τον Κάιν με τον Αβελ. Και στο δεύτερο μέρος το σπίτι μετατρέπεται σε κέντρο διερχομένων κι η ταινία σε ένα απόλυτο … «mess», σε μια ακαταστασία που όμοια της δεν θυμάμαι να έχω δει στον κινηματογράφο.
Ακαταστασία ύφους και δομής. Ακαταστασία εξ αιτίας ανεξέλεγκτων υπερβολών. Ακαταστασία λόγω νοηματικών αυθαιρεσιών. Ακαταστασία επειδή πιά αρχίζει η αγανάκτηση του λήπτη θεατή κι ο καθένας αντιδρά με τον τρόπο του.
ΚΙ επειδή κατά την εξέλιξη του μύθου γίνονται όλο και πιο εμφανείς οι συγγένειες (ούτε καν οι αναφορές) στο «Μωρό της Ρόζμαρι» βρίσκουν πάτημα κι οι εχθροί της ταινίας αλλά κι οι οπαδοί της θεωρίας του auteur που θα θελήσουν να βγάλουν λάδι τον Αρονόφσκι. Και τον Αρονόφσκι με βάση την απεχθή στον υπογράφοντα θεωρία μπορούν να τον βγάλουν λάδι ακόμα κι αν πρόκειται για …. βαμβακέλαιο, κι όχι για ελαιόλαδο. Την ταινία, όμως, ως ταινία, πως μπορείς να την βγάλεις λάδι;
Πραγματικά, θα ήθελα να συζητούσα με τον Μάρτιν Σκορσέζε για την δημόσια υπεράσπιση του Αρονόφσκι, να του διατύπωνα τις ενστάσεις μου, να άκουγα επ’ αυτών την άποψη του. Και το λέω μετά λόγου γνώσεως επειδή τους καλλιτέχνες του κινηματογράφου, τους ανθρώπους που κάνουν σινεμά σε οποιονδήποτε δημιουργικό τομέα κι αν το υπηρετούν, τους λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου, εκεί που προσπερνάω τους κριτικούς και τις κριτικές. Τους λαμβάνω υπόψη κι ακούω με προσοχή αυτά που μου λένε και στη συνέχεια τα επεξεργάζομαι. Διότι αυτοί είναι που ΚΑΝΟΥΝ σινεμά, αυτοί είναι που ΞΕΡΟΥΝ σινεμά. ΚΙ από αυτούς είναι που έχω να μάθω. Επί της ουσίας.
Εδώ δεν βρήκα την άκρη. Διότι στο δεύτερο μέρος υπέστην σοκ με τα ανασούμπαλα που έβλεπα στην οθόνη, αισθανόμουν ότι με περιγελούν, ότι κάνουν ό,τι κάνουν (δηλαδή ο Αρονόφσκι, όχι οι συνεργάτες του) κι ότι θα βρεθούν υποστηρικτές προσωπικοί να ανακαλύψουν χαμένες ατλαντίδες από μεριάς auteur που απωλέσαμε οι μη λήπτες του μηνύματος. Οτι στη συνέντευξη Τύπου θα πει ο auteur διάφορες δοξασίες για να έχουν να του γράφουν οι δικοί του αυτά που δεν είδαν στο πανί οι ξένοι του ενώ από την άλλη θα βγουν κι οι κανίβαλοι των αστεριών και θα πουν το δικό τους λόγο που στη συγκεκριμένη περίπτωση τον διατύπωσαν με περισσό κανιβαλισμό …..
Αν για κάτι λυπήθηκα στο δεύτερο μέρος της ταινίας- το πρώτο μέρος το έχω εξαιρέσει εξ αρχής οπότε μην επαναλαμβάνομαι- είναι για την σπατάλη ταλέντου τόσο από μεριάς ηθοποιών όσο και άλλων συνεργατών. Διότι η ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΛΩΡΕΝΣ τα δίνει όλα ως κινηματογραφική πρωταγωνίστρια στο ρόλο αλλά σε ποιο ρόλο και τι είναι όλα αυτά; Η ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΦΕΡ επίσης έχει μια θαυμάσια supportingσυμμετοχή, αν υποθέσουμε ότι είναι η Ρουθ Γκόρντον αυτής της βέβηλης κι ο Θεός να την κάνει «Ρόζμαρι». ΟΙ άνδρες ηθοποιοί γίνονται πιο καρικατούρες κι από όσο μπορούσε να επιτελεστεί. Στη θέαση του ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ πραγματικά λυπόμουν που τον έβλεπα να πασχίζει σε ένα τέτοιο ρόλο αλλά και στον ΕΝΤ ΧΑΡΡΙΣ τα παρόμοια που κάθισε και δούλεψε πάνω του ένα καταβεβλημένο, πιθανόν κι ετοιμοθάνατο, «ρατέ» σαν να ήταν σεναριάρα κάποιου από τους μέγιστους.
Και βέβαια, μεγάλη λύπη, αν και χάρη σε αυτούς υπάρχει η ταινία, αισθάνθηκα και για τον διευθυντή φωτογραφίας που έκανε μια τόσο υποβλητική δουλειά αλλά και για τον μοντέρ που επιχείρησε να βάλει σε τάξη την αταξία αλλά και να αφήσει την ακαταστασία στο πανί ως κύριο ζητούμενο από τον σκηνοθέτη. Και βέβαια τους ήχους τους θαυμάσιους, ακόμα και τη μουσική…
Εκείνο πάντως που έχω να πω για τον Αρονόφσκι είναι πως σε αντίθεση με τον Ντενίς Βιλνέβ του «Blade Runner 2049» δεν κατάφερε να διαχειριστεί δημιουργικά το μεγάλο προϋπολογισμό του studio, περνώντας από τον «προσωπικό» κινηματογράφο στον υπερπολυτελή. Διότι αν όλη αυτή η κατάσταση στο δεύτερο μέρος ήταν η αναφορά του στον προσωπικό κινηματογράφο που τώρα τον κάνει υπερπαραγωγή ο προυπολογισμός, τι είδους προσωπικός κινηματογράφος είναι αυτός, τι καταβολές δηλώνει;
Τρέμω στην ιδέα της πλύσης εγκεφάλου που μπορεί να μεταβάλει την ταινία σε «cult», κάποτε στο μέλλον, και να τη συζητούν «σοβαρά», την ώρα που θα έχουν προσπεράσει αληθινές ταινίες και σκηνοθέτες ολκής. Δεν θα είναι η πρώτη φορά.