Όμως κι εκείνη η ταινία του ΣΥΝΤΝΕΥ ΛΙΟΥΜΕΤ στην οποία δοκιμάστηκε ένα υπέρλαμπρο cast διασημοτήτων , δεν είχε την πλήρη αποδοχή των κριτικών της εποχής. Και τότε είχαν βρει κάτι να γκρινιάξουν. Συγκεκριμένα, τον είχαν «κατηγορήσει» ότι το έκανε πιο πολύ ψυχολογικό παρά αστυνομικό. Και τώρα, στην ταινία του Μπράνα, θα βρουν ακόμα περισσότερα όλοι αυτοί που δε ξέρουν να κάνουν σινεμά αλλά πρέπει να μιλήσουν επί των οραμάτων εκείνων που ξέρουν.
Λέω λοιπόν για την καινούργια ταινία πως από καθαρά καλλιτεχνική άποψη πάνω στον Μπράνα θα γίνει το focus διότι αυτό που δοκιμάζεται είναι μια νέα εκδοχή του Βέλγου ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρώ. Το ίδιο είχε γίνει και στο φιλμ του Λιούμετ. Διότι , μπορεί στη συνέχεια να δοξάστηκαν ως Πουαρώ ο ΠΗΤΕΡ ΟΥΣΤΙΝΩΦ κι ο ΝΤΕΗΒΙΝT ΣΑΣΕΤΣ στην TV, όμως κι οι δύο είχαν δουλέψει τον Πουαρώ πάνω στο μοντέλο που είχε λανσάρει ο ΑΛΜΠΕΡΤ ΦΙΝΝΝΕΫ στο φιλμ του 1974. Ο Φίνευ έφτιαξε το μοντέλο Πουαρώ, τον περίφημο εκείνο μύστακα, τις ιδιότροπες κινήσεις, την «βελγική» συμπεριφορά. Οι άλλοι που ακολούθησαν δούλεψαν πάνω σε εκείνο, που είχαν βρει έτοιμο από τον Φίνεϋ.
Τώρα ο Μπράνα, που πρώτα είναι ηθοποιός και μετά σκηνοθέτης, επιχειρεί- προκαλείται, αν θέλετε- να δώσει μια δική του εκδοχή στον Ηρακλή Πουαρώ. Κι η εκδοχή είναι ολότελα δική του, original δική του. Δεν γνωρίζω αν θα επηρεάσει ερμηνείες μεταγενέστερων ηθοποιών αυτή η προσέγγιση, όμως, έτσι όπως τον κάνει ο Μπράνα, παρουσιάζει ολοκλήρωση πάνω στην άπoψη. Αν και το κάνει λίγο πιο «Εγγλέζο» παρόλο ότι κρατεί τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του «Βέλγου» .
Οπότε, ως σκηνοθέτης που ανέλαβε το εγχείρημα, εκτός από τον εαυτό του ως ερμηνευτή, θέλησε να ανανεώσει και το ίδιο το έργο. Και το ανανέωσε. Πως όμως; Στα επίπεδα ενός καλού entertainment. Κι από αυτή την άποψη το έργο αξίζει να το δει ο θεατής που αποζητά από τον κινηματογράφο διασκέδαση, ψυχαγωγία. Επωφελείται κι από την τεχνολογία, κι από κάποια blockbuster, ακόμα κι από το «Πολικό Εξπρές» του Ρόμπερτ Ζεμέκις και μετατρέπει το έργο στο απόλυτο entertainment. Κάνοντας βέβαια κάποιες τροποποιήσεις που οι «κολλημένοι» αλλά κι οι φανατικοί λάτρεις του βιβλίου της Αγκαθα, θα βγουν και θα πουν τα δικά τους.
Προσωπικά, ως fan κι εγώ της Αγκαθα αλλά και του παλιού φιλμ του Λιούμετ μα ως κριτικός πάνω από όλα που θέλω να κρατώ τις αποστάσεις μου από το προσωπικό γούστο κι από το τι με ψυχαγωγεί εμένα, έχω να πω ότι οι τροποποιήσεις θα ήταν απαραίτητες αν μιλούσαμε για ανανέωση. Ομολογώ ότι η εισαγωγική σκηνή στο Τείχος των Δακρύων στην Ιερουσαλήμ, με ξένισε και δεν μου πρόσθεσε και τίποτε πάνω στο Πουαρώ ούτε και στην ιστορία που ακολούθησε, τη γνωστή του εγκλήματος του τραίνου.
Από κει και μετά, ίσχυσαν οι κανόνες του entertainment και του αφέθηκα, όπου δεύτερος και μεγάλος νικητής, ίσως και μεγαλύτερος από τον Μπράνα είναι ο δικός μας ΧΑΡΗΣ ΖΑΜΠΑΡΛΟΥΚΟΣ, ο διευθυντής φωτογραφίας, ο οποίος έχει κάνει εκπληκτική δουλειά στη φωτογραφία, στους φωτισμούς, στο πλανάρισμα, στην κίνηση της κάμερας, παίζει με τεχνολογία και με λογιών λογιών φακούς, παίζει με φωτισμούς… είναι ένα θαύμα παραμυθιού. Ναι διότι η φωτογραφία μοιάζει ενίοτε με φωτογραφία παραμυθιού…
Ως προς το casting, έχω να επισημάνω τα εξής: Μπορεί κι εδώ να έχει διαλέξει πολλούς γνωστούς αλλά , ξύπνιος ο Μπράνα, δεν επιλέγει για όλους του ρόλους υπέρτατες διασημότητες, τους τυλίγει όμως όλους σε μια «αχλύ» από γκλαμ κι έτσι αποφεύγει και την άμεση σύγκριση με το φιλμ το παλιό κι ο θεατής περισσότερο απολαμβάνει το παραμύθι του εγκλήματος με το τραίνο μαζί.
Στο φιλμ του Λιούμετ, οι διασημότητες είχαν να επιδείξουν και το κατιτις παραπάνω του ο καθένας διότι , είπαμε, ότι «κατηγορήθηκε» ως περισσότερο ψυχολογικό παρά αστυνομικό άρα η ψυχολογία χρειάζεται και πρόσωπα κι ενδυνάμωση των χαρακτήρων από το σενάριο , ώστε να μην πάνε στράφι. Κι είχε διακριθεί η ΙΝΓΚΡΙΝΤ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ στο ρόλο της θεούσας αποκομίζοντας και τρίτο Οσκαρ στην καριέρα της.
Εδώ την παίζει τη θεούσα η ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ, τα αποτελέσματα των δύο ερμηνειών είναι μη συγκρίσιμα και φυσικά δεν φταίει σε αυτό η Πενέλοπε, είναι οι ρόλοι διαφορετικά γραμμένοι καθώς και το focusτης σκηνοθεσίας που αποβλέπει στο entertainment(θα το ξαναπώ!) κι όχι στους χαρακτήρες. Ωστόσο κάποιοι ηθοποιοί μοιραία θα έχουν τις παραπάνω καλές σκηνές τους κι αυτό αφορά στο που θέλει να κεντράρει ο Μπράνα ως σκηνοθετης εξού και ξεχωρίζει η ΜΙΣΕΛ ΦΑΙΦΕΡ και θα παραδεχτώ, αν και μη θαυμαστής του, ότι ο ΤΖΩΝΝΥ ΝΤΕΠ στο ρόλο του γκάνγκστερ(που στο παλιό φλμ τον έπαιζε ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΟYΙΝΤΜΑΡΚ) ξεκινά τον γκάνγκστερ του ως καρικατούρα αλλά σύντομα τον προσγειώνει και τον κάνει έως κι απειλητικό κι ενώ ξεκίνησα με διάθεση ειρωνείας απέναντι του, όταν ολοκληρώθηκε ο ρόλος , είχε πάρει το ΟΚ μου. Στην ΤΖΟΥΝΤΙ ΝΤΕΝΤΣ έδωσε μια πινελιά κύρους, στον ΝΤΕΡΚ ΤΖΑΚΟΜΠΙ όχι πολλά.. γενικά δεν θα έλεγα ότι αυτό το «Οριάν Εξπρές» είναι ταινία ηθοποιών κι ας διαθέτει ονόματα.
Όμως πέρασα όμορφα στο γεμάτο σινεμά μαζί με τους άλλους θεατές και δοθείσης ευκαιρίας θα το ξανάβλεπα για κάποιες σκηνές που μου άρεσαν πολύ.
Στα πλαίσια του entertainment κι η συνοδευτική μουσική του ΠΑΤΡΙΚ ΝΤΟΫΛ.Τα κοστούμια της σπουδαίας Αλεξαντρα Μπερν δεν είχαν βάρος εποχής, δεν χαρακτήρισαν μονάδες αλλά σύνθεση (κι είναι φανερό πως αυτό ήταν και το ζητούμενο από τον σκηνοθέτη) με μόνο κοστούμι να ξεχωρίζει ως μονάδα σε συνδυασμό με ηθοποιό , εκείνο του Ντεπ.