Πιάνομαι λοιπόν από αυτό το συγκεκριμένο όχι μόνο επειδή με αυτό ξεκινά η ταινία κι επανέρχεται και στο φινάλε, αλλά επειδή κατά την ταπεινή μου άποψη είναι κι ό,τι χαρακτηρίζει και «μαρκάρει» ολόκληρη την ταινία. Είναι το σημείο που πραγματικά στέκομαι, πατώ κι ανοίγω το διαβήτη κι εντός αυτού περιλαμβάνονται κι όλα τα υπόλοιπα.
Αυτό το ανεξήγητο, αψυχολόγητο κι αλαλούμ ως επιλογή (περί Ληναίου, που, ομολογώ ότι ο ηθοποιός σε αυτό το λίγο προφταίνει και δίνει μια γνήσια ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ στον βιογραφούμενο, έστω και την ώρα που σβήνει και φεύγει για πάντα από αυτό τον κόσμο) είναι η συνολική αντίληψη της ταινίας ΠΟΥ ΕΙΔΑ. Κι όχι της «άλλης» ταινίας που θα προσπαθήσει να μεθερμηνεύσει κάποιος υπακούοντας στη θεωρία του auteur περί του τι θέλει να πει ο ποιητής και το κάνει αυτό, είτε ανήκει στον κύκλο του σκηνοθέτη και θέλει να του βρει δικαιολογητικά κι ελαφρυντικά είτε ανήκει στην αντίπερα όχθη των ορκισμένων εχθρών και θέλει να τον θάψει τον auteur ζωντανό. Εγώ ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ανήκω στις ταινίες και μόνο!!!!
ΚΙ όλη η ταινία του ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ (σενάριο και σκηνοθεσία) είναι κάπως έτσι.
Ουδέποτε καταλαβαίνουμε πως ξαφνικά βρέθηκε ο Καζαντζάκης στην έρημο κι από κει στο μοναστήρι (όπου εμφανίζεται ο μακαρίτης ο ΣΤΑΘΗΣ ΨΑΛΤΗΣ σε ρόλο ιερομόναχου κι αμολά μια παρόλα περι Θεού κι αυτό δεν είναι ερμηνεία ώστε να πουν οι μετανοούσες Μαγδαληνές που λοιδορούσαν τον Ψάλτη όταν ζούσε περί του τι μεγάλος ηθοποιός είναι εδώ, διότι ο ρόλος είναι μη ρόλος) μιά και πρόκειται για έργο αφήγησης κι όχι για ποιητικό σινεμά τύπου «Πέρσυ στο Μαρίενμπατ», ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί διδάχτηκαν έτσι οι ρόλοι του Αγγελου Σικελιανού και του Αυστριακού ψυχίατρου και παίζονται με αυτό τον τρόπο και είναι ο Θεός να φυλάει, αδυνατώ να καταλάβω το casting που επιλέγει ΘΟΔΩΡΗ ΑΘΕΡΙΔΗ για το ρόλο του Ζορμπά , ο οποίος δεν φέρει τίποτε σχετικό με τον καζαντζακικό ήρωα, είναι εντελώς διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και το χειρότερο είναι πως βάζει τον Αθερίδη να παίξει τον Ζορμπά αλά Αντονυ Κουίν. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να είχε επιλέξει είτε τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη για παράδειγμα ή τον Πασχάλη Τσαρούχα που έχουν μια δική τους πληθωρικότητα , φυσική, ιδιοσυγκρασιακή ή φωνή ανάλογη που μπορεί να ταιριάξει με του Αντονυ Κουίν. Διότι είναι ολοφάνερο πως το «σκετσάκι» (διότι περί σκετσακίου πρόκειται) του Ζορμπά γίνεται για λόγους αναγνωρισιμότητας στο εξωτερικό κι ως ένα βαθμό και στο εσωτερικό.
Φυσικά, όλα ξεκινούν από το σενάριο. Πρόκειται για ένα σενάριο το οποίο δεν αντιμετωπίζει τον Καζαντζάκη ως κεντρικό ήρωα σεναρίου, να δει από ποια μεριά θα τον εξετάσει, να του βάλει τα κατάλληλα εμπόδια ώστε να τον οδηγήσει στο φινάλε που θέλει μα για να γίνει αυτό πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει το σενάριο πως θέλει να δει τον Καζαντζάκη. Δεν αποκτά δηλαδή το σινεμά ένα ήρωα αυθύπαρκτο που να είναι ο Καζαντζάκης αυτού του έργου, να περνά από γκρίζες ζώνες δικές του αλλά περνά από τις γκρίζες ζώνες της βιογραφίας του, όπου μεγάλο μέρος είναι διαρκής αφήγηση και μας μιλάει ο voice over Καζαντζάκης περί στοχασμών, περί αποφθεγμάτων, περί Χριστού και Βούδα και ενίοτε μεταφέρονται οι στοχασμοί και στον διάλογο όπου δεν μιλούν ως άνθρωποι αλλά ως σελίδες βιβλίων του. Δηλαδή υπάρχουν δύο σκηνές που δεν πίστευα ότι τις έβλεπα. Βγαίνει ο Καζαντζάκης πρώτο ραντεβού με την Ελένη και πηγαίνουν στη θάλασσα με παρέα. Οι άλλοι έχουν πέσει στο νερό κι ο Καζαντζάκης που θέλει να ρίξει την γκόμενα (ναι, χρσιμοποιώ τις λέξεις αυτές διότι έχουμε μπροστά μας ένα νέο άνθρωπο, ένα νέο άντρα που έχει ερωτευθεί όπως μας δηλώνεται , μια νέα κοπέλα) και την «πλακώνει» στους στοχασμούς. Είναι αυτό που σας είπα, ότι ενίοτε δεν μιλούν ως άνθρωποι αλλά ως σελίδες. Κι υπάρχει και μια άλλη σκηνή όπου εκεί τα έχασα κυριολεκτικά, με μια Εβραία κομμουνίστρια λενινίστρια όπου βρίσκονται σε δωμάτιο στη Μόσχα του 1927 (δεν βλέπουμε Μόσχα εξωτερικά) και γίνεται ένα διάλογος και μια πάλη, σωματική, λεκτική κι ερωτική υποτίθεται ανάμεσα στην Εβραία κομμουνίστρια και στον αμφισβητία που αδυνατώ να την περιγράψω και δεν θέλω διότι θα είναι σαν να ξέφυγα από την κριτική και πέρασα στην ειρωνεία. Κι αυτά τα αποφεύγω. Μολονότι αναγνωρίζω πως ξανακοιτάζοντας την κριτική , κάποιοι θα νομίσουν ότι ειρωνεύομαι με όσα γράφω. Πιστέψτε με , δεν ειρωνεύομαι, δεν είναι του χαρακτήρα μου ειδικά απέναντι σε έργα τέχνης και σε καλλιτέχνες ακόμα κι αν έχουν αποτύχει παταγωδώς- πάντα τους σέβομαι και τα σέβομαι. Την απόλυτη αλήθεια μεταφέρω, αυτά που είδα περιγράφω κι αν κάπου διαφαίνονται ψήγματα ειρωνείας , αυτή η ειρωνεία βρίσκεται στο περιεχόμενο του έργου και στην εικόνα. Εγώ απλώς μεταφέρω.
Δηλαδή το σενάριο αδυνατεί να συμπεριφερθεί στοιχειωδώς απέναντι στην έννοια κεντρικός ήρωας, στο φινάλε που του βάζουμε, στα εμπόδια που διαρκώς επαναλαμβάνω ότι είναι αυτά που οικοδομούν την υπόθεση μα και σε κάτι ακόμα: Στο ότι αυτά που ισχύουν για το σενάριο ισχύουν και για τις επιμέρους σκηνές. Κι η κάθε σκηνή έχει δικό της κεντρικό ήρωα, και σε αυτόν βάζουμε εμπόδια ώστε να φτάσει στο προδιαγεγραμμένο φινάλε της συγκεκριμένης σκηνής και κάπως έτσι δομούνται κι οι σκηνές και στη συνέχεια μοντάρονται σε ένα σύνολο κι αυτό είναι το σενάριο.
Εδώ, τι να σας πω…
Επίσης, όταν φέρνει η Ελένη το τηλεγράφημα που αναγγέλλει την είδηση του θανάτου του Σικελιανού (όπου έχουν προηγηθεί τρεις πανομοιότυπες σκηνές με την Ελένη να φέρνει τηλεγράφημα, και κοντά η μία στην άλλη, σε σημείο που κάποιος φώναξε μέσα στο σινεμά «κάθε τηλεγράφημα και ζημιά είναι αυτή η Ελένη») (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην αρχή της ταινίας όπου μας δείχνει τον Καζαντζάκη απανωτά τρεις περίπου φορές να πηγαίνει σε κάποιο γιατρό ή γενικώς να αρρωσταίνει) συμβαίνει το εξής: Ξεσπά σε θρήνο ο Καζαντζάκης –Παπασπηλιόπουλος και είναι ωραίο ερμηνευτικά το ξέσπασμα του ηθοποιού αλλά τον καταστρέφει η σκηνή όπου ξεσπώντας τι κάνει; Μας λέει κλαίγοντας όλα όσα συνέβησαν στον Σικελιανό το τελευταίο διάστημα. Αντί δηλαδή να έχουμε δει σε σκηνές τι συνέβη ή συνέβαινε, μας τα λέει σε ξέσπασμα θρήνου ο «Καζαντζάκης» κι αυτό ως σκηνή δεν μπορεί να γίνει κινηματογραφικά και σεναριακά δεκτό με τίποτα.
Ερμηνευτικά, στο σύνολο του ο Παπασπηλιόπουλος καταβάλει κάθε φιλότιμη προσπάθεια αλλά όπως είχε επισημάνει κάποτε η αείμνηστη κριτικός ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΚΑΝΗ για την Τζένη Καρέζη στην «Μαντώ Μαυρογένους» «πως μπορεί μια ικανότατη ηθοποιός να δώσει σάρκα και οστά σε ένα ρόλο που είναι ανύπαρκτος;». Κάτι τέτοιο συμβαίνει εδώ και με τον Παπασπηλιόπουλο-Καζαντζάκη όπου οι φιλότιμες προσπάθειες του ηθοποιού καταλήγουν στην ανυπαρξία τη δραματουργική, του ήρωα.Η Μαρίνα Καλογήρου είναι θυσιασμένη, χώρια ότι κάπου στην αρχή προς μέση της ταινίας της λέει ο Καζαντζάκης ιστορίες (που αναπαριστώνται δίκην «καρτ-ποστάλ»)) κι εκείνης της έχουν πάρει ένα συγκεκριμένο πλάνο και της το μοντάρουν κάθε τόσο, το ίδιο πλάνο, όπου με την ίδια έκφραση , αφού το πλάνο είναι το ίδιο, παρακολουθεί τα ακουόμενα…
ΤΡΙΑ πράγματα ΘΑΥΜΑΣΑ στην ταινία. Το πρώτο είναι η ΜΟΥΣΙΚΗ. Ο ΜΙΝΩΣ ΜΑΤΣΑΣ έχει γράψει μουσική απόλυτης κινηματογραφικής αντίληψης σε αίσθηση σινεμά, μεταφοράς ατμόσφαιρας και χρήσης οργάνων, εξαιρετική μουσική πραγματικά. Το δεύτερο είναι η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ. Αίσθηση κι εδώ κι ομοιογένεια, λίγο σκληρός μου φάνηκε ο φωτισμός πάνω στη Μαρίνα Καλογήρου. Συνολικά πρόκειται για μια υπέροχη φωτογραφία. Και στους τίτλους διάβασα το όνομα: ΑΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥ. Ρε μεγάλε, είσαι ακόμα ενεργός με τόσο θαυμαστά αποτελέσματα; Μου θύμισε Αρη Σταύρου η φωτογραφία αλλά νόμιζα ότι τα είχε παρατήσει. Σπουδαίος.
Δεν θα έλεγα το ίδιο για τα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ, τα οποία περισσότερο μου θύμισαν βεστιάριο παρά κοστούμια που χαρακτήριζαν ρόλο ή προσωπικότητα ηθοποιού. Στη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ, ο ίδιος άνθρωπος, ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΤΣΑΣ είχε βρεί εξυπνότατες λύσεις και του το αναγνωρίζω.
Το ΤΡΙΤΟ πράγμα που θαύμασα είναι πολύ σύντομης διάρκειας. Αφορά σε μία guest ηθοποιό, από τους πολλούς guest που διαθέτει η ταινία: Στη ΖΕΤΑ ΔΟΥΚΑ στο ρόλο της ΜΕΛΙΝΑΣ. Ε, λοιπόν ήταν εξαιρετική. Τόσο στο πως είχε υιοθετήσει τις κινήσεις της, το κράτημα του τσιγάρου, την υπόδειξη ενός περιεχομένου μέσα στα λόγια της, τον αέρα της όπου κι αυτό τον υποδείκνυε διότι δεν πήγαινε να μιμηθεί ως «ψώνιο» τη Μελίνα Μερκούρη αλλά να την ερμηνεύσει ως ρόλο. Κι εκεί που της εβγαλα το καπέλο είναι στο ότι απέφυγε να μιμηθεί τη φωνή, να την μεταβάλει σε επιθεώρηση. Τη βρήκα πολύ συγκροτημένη, ερμηνευτικά και νοητικά.