Από το σενάριο θα ξεκινήσω, στις ερμηνείες θα ολοκληρώσω κι ενδιαμέσως όλο αυτό θα το πώ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ διότι ο όρος, όπως διαπιστώνω, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτός.
ΣΕΝΑΡΙΟ λοιπόν και εν αρχή ήν ο λόγος!!! Και τι Σενάριο! Κι ως περιεχόμενο κι ως γράψιμο. Κι επειδή πολλοί μας σκοτίζουν κατά καιρούς με τη λέξη – κλισέ «προβλέψιμο» ε, ας τους ακολουθήσω κι εγώ αυτή τη φορά κι ας βροντοφωνάξω τη λέξη: ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟ!!!!
Απρόβλεπτο στη δομή, απρόβλεπτο στην εξέλιξη της ιστορίας όπου συμβαίνει κάτι σπάνιο με το να εισάγονται, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, κάθε τόσο νέα πρόσωπα τα οποία έρχονται για να πάνε παρακάτω την ιστορία. ΚΙ ενώ η ταινία ξεκινά υποτίθεται να ερευνήσει ένα φόνο, με τη διαρκή είσοδο προσώπων που πάνε την ιστορία παρακάτω, καταλήγουμε να απολαμβάνουμε μοναδικό ξετύλιγμα χαρακτήρων που πλαισιώνουν την κεντρική ηρωίδα κι ενώ όλα γίνονται για την υποτιθέμενη διαλεύκανση ενός φόνο, τελικά το μόνο που δείχνει να μας αφορά λιγότερο είναι η λύση του αστυνομικού μυστηρίου. Διότι το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στους ανθρώπους κι αυτοί είναι που κουβαλούν μέσα τους το αστυνομικό «μυστήριο» κι όχι ο ίδιος ο φόνος! Χωρίς να χάνει την αστυνομική παρακίνηση, χωρίς να μας αφήνει δευτερόλεπτο να αδιαφορήσουμε. Αλλά τέτοιοι σύμμεικτου κι ανατρεπόμενοι στην εξέλιξη χαρακτήρες, ε, είναι κάτι που δεν συναντάμε συχνά πυκνά.
Μια μάνα είναι η κεντρική ηρωίδα, μια μάνα που θέλει να τιμωρήσει τον βιαστή δολοφόνο της κόρης της. Για την ανακάλυψη του οποίου αδιαφόρησαν Αστυνομία και Αρχές. Και τότε εκείνη, μαζεύει τις οικονομίες της και «αγοράζει» τον χώρο τριών κενών γιγαντιαίων πινακίδων , στον κεντρικό επαρχιακό δρόμο που τις βλέπουν όλοι οι περαστικοί κι επί τών πινακίδων αυτών «τραβάει» καταγγελίες κι υπόνοιες για την συγκάλυψη του φόνου. Όπως καταλαβαίνει κανείς, μετά από αυτό πέφτει μια αναστάτωση στην επαρχιακή πόλη της Πολιτείας του Μισούρι, που δεν περιγράφεται. Από τον θρασύτατο μπάτσο , που τον παίζει ο ΣΑΜ ΡΟΚΓΟΥΕΛ σε μια πολυσύνθετη ερμηνεία ενός σπάνιας ανατροπής κατά την εξέλιξη ρόλου με στοιχεία θράσους, πονηριάς, ηλιθιότητας αλλά και φόβου και μετάνοιας- ένα ρόλο σταθμό για την καριέρα του ηθοποιού που τον πάει γραμμή για τη διεκδίκηση του Οσκαρ.. Ως τον αστυνομικό διευθυντή που λοιδόρησε, κατανόησε αλλά κι αργοπεθαίνει από καρκίνο και σε αυτό το ρόλο ο ΓΟΥΝΤΥ ΧΑΡΕΛΣΟΝ δηλώνεται πανάξιος… Σημειωτέον ως παρένθεση ότι και για τους δύο αυτούς υποστηρικτικούς χαρακτήρες έχουμε πλήρη εικόνα της ζωής τους και του περιβάλλοντος τους όπου η ολοκλήρωση τους έχει πλάτη και βάθη..Κι από τον πρώην άνδρα της ηρωίδας και πατέρα της δολοφονημένης που τον παίζει με εκπληκτικό κτίσιμο ρόλου κι ερμηνείας ο ΤΖΩΝ ΧΩΚΣ ως τον μαύρο, καινούργιο διευθυντή του Σώματος και πρόσωπα ύποπτα που μπαινοβγαίνουν στην υπόθεση.
Η ταινία είναι ΜΑΘΗΜΑ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, είναι από αυτά τα πραγματικά μεγάλα σενάρια όπου παρακολουθεί καείς την ύπαρξη των κανόνων, την τήρηση τους και κυρίως την έμπνευση μέσα από την οποία δουλεύονται αυτοί οι κανόνες, τις στιγμές των ανατροπών για παράδειγμα, την οικονομία του χρόνου αλλά και τον ρυθμό που πηγαίνει κλιμακωτός και μεταβάλει το μοντάζ σε πρώτο βοηθό του.
Όλα αυτά δίνονται με απίστευτες αποχρώσεις, που φτάνουν ενίοτε ως το «μαύρο χιούμορ» , όπου αυτά τα σύνθετα πράγματα είναι περασμένα και στις ερμηνείες φυσικά κι αυτές οι αποχρώσεις κι ο ρυθμός είναι που δίνουν ώθηση στην ταινία, την κάνουν πλήρη ταινία κι αυτό το πράγμα είναι που λέγεται ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ. Ο ΜΑΡΤΙΝ ΜΑΚ ΝΤΟΝΑΓΚ, που με είχε ενθουσιάσει με το σενάριο του «ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΜΠΡΙΖ» για το οποίο είχε προταθεί και για Οσκαρ αλλά είχε καταπέσει στους «7 ψυχοπαθείς», στις «ΤΡΕΙΣ ΠΙΝΑΚΙΔΕΣ…» έρχεται να κάνει τη μεγάλη του κατάθεση, το απόλυτο της έννοιας ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ-ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ – κάτι που δεν πέτυχε ο Ααρον Σόρκιν στο «Molly’s Game» .Η σκηνοθεσία, που αντλείται μέσα από το σενάριο, φαίνεται, εκτός από τις ερμηνείες και το ρυθμό, ΚΑΙ στη φωτογραφία, στους φωτισμούς που επιλέγονται για να περιτυλίξουν τη σύνθετη ατμόσφαιρα της ταινίας αλλά όλο το πράγμα βασίζεται στα απρόβλεπτα ευρήματα και στην απρόβλεπτη κινηματογραφικά εξέλιξη και κατάληξη.
Και βεβαίως, ενώ αναφέρθηκα, σε τόσους, δεν είπα τίποτα για αυτή που παίζει τη μάνα, για την πρωταγωνίστρια, για την ΦΡΑΝΣΕΣ ΜΑΚΝΤΟΡΜΑΝΤ. Μα την άφησα τελευταία διότι αυτή είναι το Αλφα και το Ωμέγα της ταινίας. Είναι ο ορισμός της ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥ και το ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ πρέπει εδώ,, στο φιλμ και στη συνολική περίπτωση της Μακ Ντόρμαντ, να μπει τονισμένο, με κεφαλαία γράμματα. Είναι από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς που υπάρχουν στον κινηματογράφο, η εργασία της πάνω στους ρόλους δεν είναι ποτέ της επίδειξης, αντίθετα, όταν έρχεται να παίξει τους ρόλους που έχει προετοιμασει γύρευε πόσον καιρό πριν και με τι υποκριτική ιδιοφυία, εμφανίζει κάτι αβίαστο, ναι αυτό ακριβώς, ένα ΠΑΙΞΙΜΟ ΑΒΙΑΣΤΟ, που είναι πέρα από την έννοια παίξιμο. Και που δεν το έχει δείξει. Με εκείνη τη βλάχα την μπατσίνα που είχε φτιάξει στο «Fargo» να βγάζει την υγεία την άκρατη της αμόλυντης επαρχιώτισσας που μέρος της όρεξης της είναι , εκτός από την εγκυμοσύνη,κι η σιωπηλή ευφυία της ως… τέλος πάντων ας μην απαριθμήσω τις ερμηνείες της.. αλλά εδώ στο ρόλο της συγκεκριμένης μάνας έρχεται να διεκδικήσει το δεύτερο Οσκαρ της καριέρας της μετά εκείνη την μοναδική βλάχα-μπατσίνα της. Είναι παίξιμο για κινηματογραφική μελέτη, αυτή η μάνα της ΜακΝτόρμαντ στις «τρεις πινακίδες…», έχει δουλέψει πόνο, θυμό, δυναμισμό, ειρωνεία, πίκρα, πάθος, νέμεση, θράσος με κοινό παρονομαστή το μητρικό συναίσθημα που έχει στεγνώσει από τα δάκρυα κι έχει μετατραπεί σε οργή! Όλα αυτά τα έχει δουλέψει η Μακ Ντόρμαντ στην προετοιμασία του ρόλου κι όταν μας τα σερβίρει πιά ως έτοιμη κι ολοκληρωμένη άποψη πάνω στο ρόλο, αυτό που λέμε ΕΡΜΗΝΕΙΑ, όλα βγαίνουν αβίαστα, χωρίς το παραμικρό ίχνος υπογράμμισης, Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥ-ΡΟΛΙΣΤΑ. Αυτό είναι η Φράνσες Μακ Ντόρμαντ= ΡΟΛΙΣΤΑ ΜΕ ΤΑ ΟΛΑ ΤΗΣ. Η αλήθεια είναι πως ως ηθοποιός παραμελεί ενίοτε τη «Γυναίκα», όχι στους ρόλους αλλά στην προσοχή της στην εμφάνιση. Αυτό όμως αποβαίνει κέρδος πάντα για τους ρόλους. Θυσιάζει τη Γυναίκα για την Ηθοποιό.
Και θα κάνω και μια προσωπική επισήμανση για αυτήν: Από το ξεκίνημα της σχεδόν και ειδικά από την «Κρυφή ατζέντα» είχα παρατηρήσει μια τάση προτύπου ερμηνευτικού και διαχείρισης φωνής προς την Τζέην Φόντα. Και είδα ότι το πρότυπο, που στο κάτω κάτω ήταν και το αγαπημένο του υποφαινόμενου και θα μπορούσα να έχω «κλωτσήσει», η Μακ Ντόρμαντ το υιοθετούσε, το ενσωμάτωνε, το έκανε αποκλειστικά δικό της χωρίς ίχνος μίμησης. Κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ μου να «συγχωρήσω» στην Σιγκούρνι Γουίβερ που ειδικά στο πρώτο «Αλιεν» και για πολλά χρόνια στη συνέχεια, αντέγραφε το ίδιο πρότυπο. Κι αυτό φυσικά της στοίχισε τα Οσκαρ. Καθυστέρησε να απαγκιστρωθεί από τη μίμηση.
Η Μακ Ντόρμαντ διαθέτει τόσο μεγάλη υποκριτική προσωπικότητα ώστε κάνει και την ταινία να φαίνεται σαν ταινία επιρροής Κοέν που περισσότερο έχει να κάνει με την παρουσία της ίδιας και λιγότερο με το έργο. Στην επιλογή μιάς άλλης ηθοποιού για το ρόλο, η συγγένεια με το σινεμά των Κοέν θα ήταν έως και μηδαμινή.