Κι ανατρέχεις σε αυτή τη μανία κάποιων Γάλλων προς τα θεωρητικά, στην αναπαραγωγή των θεωριών του Τρυφφώ για τον Χίτσκοκ που με τα χρόνια όλο αυτό έτεινε προς αναπαραγωγή του Ντε Πάλμα αφού κι ο Ντε Πάλμα πήγαινε να κάνει ταινίες πάνω στον Χίτσκοκ και κατέληξε να κάνει κάτι δικό του, που, όμως, δεν του το έχουν αναγνωρίσει, Αμερικανοί κι Ευρωπαίοι (πλην Ιταλών) , όπως άλλωστε και για τις ταινίες του Χίτσκοκ οι κριτικές στον ενεστώτα τους , όταν τα φιλμ κυκλοφορούσαν στις αίθουσες, δεν ήταν και τόσο θερμές. Ειδικά για το «Vertigo» που σήμερα οι θεωρητικοί έχουν φτάσει στο άλλο άκρο… Μετά, όμως, από εκείνη τη συνέντευξη με τον Τρυφφώ, ο Χίτσκοκ πέρασε στους auteurs.Αναγνώρισαν λοιπόν τον Χίτσκοκ αλλά επιφύλαξαν ανάλογη με του Χίτσκοκ «παλιά υποδοχή» σε όσους έκαναν ταινίες πάνω στο δικό του σινεμά. Και καμιά ταινία δεν την έκριναν αν άξιζε ή δεν άξιζε από μόνη της αλλά με μέτρο σύγκρισης τον Χίτσκοκ.
Ο «ΔΙΠΛΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ» του ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΟΖΟΝ έχει όλα τα «προσόντα» για να ξεκινήσουν οι θεωρητικοί να λένε συγκρίσεις, να τον σταυρώνουν για το αν ξέρει ή δεν ξέρει από Χίτσκοκ (ενώ εκείνοι ξέρουν… κι ας μην κάνουν σινεμά, ας μην έχουν ιδέα πως γίνεται το σινεμά) μα και δεν φταίνε απόλυτα αυτοί διότι κι ο Οζόν αφήνει την εντύπωση σαν να καταθετει μια μελέτη. Επιπλέον ο Οζόν έχει κι άλλα «προσόντα» για να «σταυρωθεί» διότι ως «auteur» τους έχει μπερδέψει, πάνε να τον εντάξουν κάπου κι αυτός δεν εντάσσεται διότι με δικό του καθαρά τρόπο επιχειρεί να υπηρετήσει το σινεμά των ειδών κι η επιτυχία του είναι στο όταν υπάρχει μυστήριο.
Εδώ λοιπόν ξεκινάμε με μια ηρωίδα αλά … Μάρνι, με ψυχολογικά προβλήματα που τα έχει σωματοποιήσει αλλά οι εξετάσεις της δεν αποδεικνύουν οργανική βλάβη και τότε καταφεύγει σε ψυχίατρο. Τον οποίο κι ερωτεύεται και την ερωτεύεται κι αυτός κι ως συνεπής ψυχίατρος, αφού τη θέλει για ερωμένη, την παύει από θεραπεία του. Και πάνω που ξεκινούν να ζουν τον έρωτα τους, εκείνη ανακαλύπτει σωσία που στη συνέχεια γίνεται δίδυμος αδελφός και που είναι κι αυτός ψυχίατρος και που στην αρχή δεν ξέρουμε αν αυτά τα φαντάζεται ή συμβαίνουν πράγματι και μπαίνει θέμα περί διδύμων και δόστου καθρέφτες από εδώ και δόστου καθρέφτες από εκεί, και δόστου εντυπωσιακές λήψεις και να η αναφορά εδώ στον Χίτσκοκ αλλά γιατι όχι και στην «Κυρία της Σαγκάης» του Ορσον Ουέλες με τόσο καθρέφτη και κακό κι η αμφιβολία περί διδύμων επεκτείνεται και στην θεραπευόμενη κι άντε πάμε και στον Ντε Πάλμα, άντε λέμε κάτι και για τον Κρόνενμπεργκ …. ΚΙ όλα αυτά κάνουν τους θεωρητικούς να στέκονται με μολύβι και χαρτί, έτοιμοι να διαγράψουν με μονοκοντυλιά την ταινία και τον Οζόν μαζί. Την ίδια ώρα κάποιοι άλλοι, όπως ο υποφαινόμενος , που είναι λίγο καχύποπτοι απέναντι στο σύνολο του γαλλικού σινεμά, έχουν έτοιμα τα δικά τους τσιτάτα.
Μόνο που ούτε των μεν ούτε των δε έχουν τελικώς καμία σχέση με την ταινία διότι ο καθένας ξεκινά με τις προκαταλήψεις του και τις εμμονές του και πάει να τις κάνει εφαρμογή στην ταινία και στον Οζόν.
Διότι, αν κάποιος, πάει να δει την ταινία όπως πάνε πι κανονικοί άνθρωποι και βλέπουν σινεμά, τότε το πιο πιθανό που θα συμβεί θα είναι να μπεί με τη μία στην υπόθεση, διότι η ταινία έτσι όπως είναι γραμμένη και σκηνοθετημένη τον αρπάει από την αρχή, τον βάζει διαρκώς σε ίντριγκα και την ίδια στιγμή του δηλώνει αισθητικά επί της οθόνης κι ένα καλό γούστο, οι φωτισμοί, τα ντεκόρ, η κίνηση της κάμερας κι η σκηνοθέτηση ανθρώπων και καταστάσεων φτιάχνουν κλίμα που γοητεύει, το ενδιαφέρον ανεβαίνει επειδή διαρκώς ερεθίζεται η περιέργεια , κάπου στη μέση του δεύτερου μέρους πάνω σε ένα switch, σε μια «στροφή» της υπόθεσης, εμφανίζεται κι η ΖΑΚΛΙΝ ΜΠΙΣΕ η οποία βρίσκεται σε θαυμαστή συμφιλίωση με το Χρόνο κι η γοητεία της παραμένει κι έχει κι ένα καλό supportingρόλο της μίας σκηνής από εκείνους που ακριβώς μέσα σε μια σκηνή μπορούν κι ολοκληρώνονται με αρχή, μέση και τέλος για τον χαρακτήρα που εισέβαλλε στο σενάριο, κι η βαβούρα στο φινάλε είναι τόσο καλαίσθητα και μυστηριακά δοσμένη ΩΣΤΕ… ώστε αυτό που μένει στο θεατή και που αυτό παίρνει μαζί του είναι ένα καταστάλαγμα γοητείας, είναι ένα σινεμά που γίνεται για να το ευχαριστηθεί αυτός που το κάνει καθώς όμως την ίδια στιγμή το απευθύνει στον κόσμο κι ο θεατής βγαίνει γοητευμένος ακόμα κι αν υπήρξαν στιγμές που πέρασε την αμηχανία του.
Το πρωταγωνιστικό ζεύγος ΜΑΡΙΝ ΒΑΧΤ και ΖΕΡΕΜΙ ΡΕΝΙΕ συντονίζεται με το γοητευτικό μυστήριο που επιδιώκει ο Οζόν και τελικώς σε αυτή την ταινία η έννοια «γαλλικό καλόγουστο» ισχύει επακριβώς διότι το φίλμ είναι πράγματι και ΓΑΛΛΙΚΟ και ΚΑΛΟΓΟΥΣΤΟ.