Καμία, όμως, από τις παραπάνω αντιφάσεις δεν ακυρώνει την ταινία. Μόνο που την επικυρώνει περισσότερο ως ψυχαγωγική έξοδο. Κι από αυτή την άποψη βλέπουμε ένα έργο σε συνθήκες ωραία κινηματογραφημένου περιβάλλοντος, που είναι οι γαλλικές Αλπεις, κι όπου θα συμβεί μια ιστορία. Η ιστορία δεν είναι εκ προοιμίου τραγική αφού κανείς δεν παθαίνει τίποτα. Μια χιονοστιβάδα έρχεται καταπάνω στα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, που είναι μια σύγχρονη σουηδική οικογένεια, μπαμπάς, μαμά και δύο παιδάκια. Δεν παθαίνει κανείς τίποτα αλλά ο μπαμπάς, που τους έκανε τον καμπόσο μέχρι να έρθει η χιονοστιβάδα κατά πάνω τους, αμέσως λάκισε, αφήνοντας την οικογένεια μόνη. Στην εξέλιξη των διακοπών, αυτό θα επηρεάσει τη σχέση, τόσο του αντρογύνου όσο και των παιδιών κυρίως με τον πατέρα, αν και στο δεύτερο σκέλος δεν θα δούμε τις μεγάλες συγκρούσεις.
Περισσότερο στο αντρόγυνο θα εντοπιστεί, και στις ενοχές του συζύγου που ξεδιπλώνονται σιγά σιγά για το πώς δεν στάθηκε ως οικογενειάρχης στο ύψος των περιστάσεων.
Μα και στη συνέχεια θα δούμε και το δικαίωμα του ανθρώπου αυτού στο φόβο. Ότι στην τελική ο φόβος για την επιβίωση είναι κι αυτός δικαίωμα. Βέβαια, όπως πολύ σωστά επισημαίνει σε κάποιο σημείο του φιλμ η σύζυγος «δεν μπορώ να ταυτιστώ με ένα τέτοιο άνθρωπο».
Στα υπέρ της ταινίας είναι ότι τα πάντα ξετυλίγονται ήπια, ήρεμα και ομαλά.
Στα «μεσαία» της ταινίας είναι πως το μοτίβο είναι επαναλαμβανόμενο κι ότι έτσι όπως εκθέτει η ταινία το πρόβλημα διαπιστώνουμε έλλειψη βάθους ώστε να συνομολογείται «μεγάλο φιλμ».
Περισσότερο καλοδουλεμένες είναι οι επιφάνειες και λιγότερο το βάθος.
Εξού και τα περί «σουηδικής βιασύνης» ως προς τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Επειδή δηλαδή το έργο είναι σουηδικό, μόλις κάποιος χαρακτήρας δηλώσει «πρόβλημα», αμέσως ανατρέχουμε στον Μπέργκμαν.
Να γιατί χρειάζεται σε μερικές ταινίες και μια δεύτερη ματιά και στη συγκεκριμμένη ταινία η πρώτη εντύπωση από τη δεύτερη απέχουν μεταξύ τους παρασάγγας.
Αυτό για το οποίο αναρωτιέμαι περισσότερο είναι πως αν το έργο, έτσι όπως είναι, αυτούσιο, δεν ήταν σουηδικό αλλά αμερικάνικο, θα βλέπαμε την «αστερόεσσα» της κριτικής που σαν να υποκλίθηκε σε «αριστούργημα»; Μένω με τις αμφιβολίες αλλά δεν προχωρώ παραπέρα διότι δεν είμαι οπαδός του υποθετικού λόγου αφού δεν μπορεί να αποδειχτεί.
Και για να μη μείνουν αμφιβολίες στους αναγνώστες, επαναλαμβάνω πως έχω θετική γνώμη για την ταινία αλλά σαν ένα καλογυρισμένο, επιφανειακό, οικογενειακό δραματάκι. Με καλό ρυθμό, καλούς ηθοποιούς, ωραία φωτογραφία, χωρίς χάσματα. Αυτό.