Να πω στα γρήγορα, ώστε να ξέρουν οι αναγνώστες για ποιο θέατρο και τι ακριβώς μιλάμε, πως πρόκειται για το έργο που έχει ανεβάσει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ με συμπρωταγωνίστρια μια πρωτόβγαλτη νεαρή ηθοποιό, την ΑΝΘΗ ΣΑΒΒΑΚΗ, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Κιμούλη και σε μετάφραση του ΛΕΥΤΕΡΗ ΓΙΟΒΑΝΙΔΗ.
Και το έργο είναι το «ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ» του Σκωτσέζου συγγραφέα ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΧΑΡΟΟΥΕΡ, που με έκανε να αισιοδοξήσω ότι μπορεί και στις μέρες μας , έστω αραιά και που, να γράφεται καλό θέατρο. Διότι θέατρο χωρίς έργο δεν γίνεται. Και κατά δεύτερο λόγο, χωρίς ηθοποιό επίσης δεν γίνεται.
Όπως στο σινεμά απεχθάνομαι τη θεωρία του auteur, έτσι και στο θέατρο με έχει απωθήσει τα τελευταία χρόνια η κυριαρχία του σκηνοθέτη εις βάρος του έργου, του κειμένου, του λόγου. Κι η κακοποίηση αυτών, προκειμένου να αναδειχθεί ο σκηνικός auteur, που πρέπει να προσκυνάμε κι ας μην έχει έργο να μας δείξει, κι ας μαζεύει άτομα στη σκηνή που δεν τα λες ακριβώς «ηθοποιούς».
Εδώ λοιπόν υπάρχει ΕΡΓΟ, υπάρχει ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ πίσω από αυτό κι ευτυχώς καταλήγουν και σε παράσταση όπου ο σκηνοθέτης που είναι κι ο πρωταγωνιστής ηθοποιός έχει αναλάβει και καταφέρει να αναδείξει το έργο, αυτά που λέει το έργο που τυγχάνει να είναι και το δικό μου ζητούμενο στο θέατρο.
Και το έργο αυτό του Σκωτσέζου Ντέηβιντ Χάροουερ που ανέβασε ο Κιμούλης, είναι ένα έργο που σε απλά ελληνικά ΜΕ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΕ.
Κι αυτό επειδή διάβασα στο πρόγραμμα κι είχα ενημερωθεί σχετικώς πως το έργο αναφέρεται στην ΠΑΙΔΟΦΙΛΙΑ. Κι εκείνο που ανακάλυψα ήταν αυτό που πάντα με μάγευε στο θέατρο όταν πάνω στη σκηνή υπήρχε ΕΡΓΟ: Ο τρόπος διαχείρισης.
Σε ένα γραφείο , εντελώς ακατάστατο κι ατακτοποίητο όπου δουλεύει ένας μεσόκοπος άντρας που ετοιμάζεται να σχολάσει, εφορμά μια νεαρή κοπέλα. Με τρόπο επιθετικό, ελεγκτικό, εριστικό… πάντως φαίνεται σαν οι δύο αυτοί να γνωρίζονται κι όχι ότι πρόκειται για μια τρελή που βρήκε πόρτα ανοιχτή και μπήκε.
Και ξεκινά ο διάλογος τους. Ενας διάλογος κοφτός, γρήγορος, επιθετικός ενίοτε, που «καβαλά» καμιά φορά και την ατάκα του ηθοποιού στη μέση από το νεύρο και την παρεμβατικά ακατανίκητη διάθεση του άλλου. Και σιγά σιγά μπαίνουμε στο νόημα.
Κάτι σαν τον «Γιάννη τον φονιά» που , όμως, σε αντίθεση με τον στίχο του Νίκου Γκάτσου, δεν πέρασε εδώ ο «φονιάς» από το σπίτι αλλά πήγε και τον βρήκε το «θύμα» του, στο γραφείο του.
Μόνο που δεν πρόκειται για «φονιά» αλλά για εκμαυλιστή ανήλικης. Κι η κοπέλα είναι η τότε ανήλικη. Που στο μεταξύ έχει κι αυτή μεγαλώσει. Κι ο αποπλανητής έφαγε έξη χρόνια φυλάκιση για εκείνο που συνέβη κάποτε, όταν η ηρωίδα ήταν 12 χρονών. Όμως μεταξύ τους υπάρχουν λογαριασμοί. Κι όπως αποδεικνύεται οι λογαριασμοί υπάρχουν εκατέρωθεν. Ο ένας θέλει, ΣΑΝ να θέλει, να τους πνίξει, η άλλη θέλει, ΣΑΝ να θέλει, να τους «λογαριαστεί» εκ νέου.
Πρώτον και κύριον είναι ότι θαυμάζεις τον τρόπο του συγγραφέα με τον οποίο σου ξετυλίγει την ιστορία πηγαίνοντας την προς τα πίσω. Και κάθε τόσο, μέσα από τα ανάκατα συναισθήματα των δύο βασικών χαρακτήρων, παίρνεις και μια νέα πληροφορία , άλλοτε εξωτερική, που αφορά σε κάποιο γεγονός δηλαδή, κι άλλοτε εσωτερική, που έχει να κάνει με εκδήλωση ή αποκάλυψη κάποιου συναισθήματος.
Κι η κατάσταση κλιμακώνεται κι όπως κλιμακώνεται κι εκεί που καταλήγει, συνειδητοποιείς ότι είσαι σε θέατρο, ότι βλέπεις θέατρο, ότι αυτό είναι θέατρο κι όχι κήρυγμα κατά της παιδοφιλίας που δεν περιμέναμε να πάμε στο θέατρο για να το σκεφτούμε, ούτε κατηχητικό για ομιλία επί του θέματος από άμβωνος. Είναι θέατρο, είναι δράμα, ο ικανότατος συγγραφέας, με αφορμή ένα θέμα που καίει, πήρε κι έφτιαξε ανθρώπους. Κι οι άνθρωποι τους οποίους έφτιαξε είναι πάνω από όλα άνθρωποι κι όχι φορείς ιδεών. Είναι ζωντανά πλάσματα στη σκηνή. Έχουν δική τους ζωή, δεν είναι καθοδηγούμενες από συγγραφικό σπάγκο μαριονέτες, δεν κυκλοφορούν για να απαγγέλουν τσιτάτα. Πάλλονται, βράζουν, πονάνε, υποφέρουν, ποθούν κι αηδιάζουν ταυτόχρονα, πληγώνονται και πληγώνουν, . Κι ο συγγραφέας τολμά, καθώς τους ξύει τις εσωτερικές αλήθειες τους, να φτάσει κι ως τον έρωτα. Διότι υπάρχει επαναλαμβανόμενη ΑΝΟΜΗ πράξη κι επ’ αυτού δεν σηκώνει καμία συζήτηση κανείς ούτε πάει να εξωραΐσει καταστάσεις ανήκουστες, είναι όμως ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ. Αρα, αυτό δεν μπορεί ένας συγγραφέας που έπλασε ανθρώπους, να μην το εξετάσει, να το προσπεράσει διότι τότε δεν θα έκανε θέατρο, θα έγραφε μπροσούρα. Κι οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούν να πονάνε επειδή κάποτε, από εκείνη την ΑΝΟΜΗ, το επαναλαμβάνω και το τονίζω, πράξη, ερωτεύτηκαν και πραγματικά. Κι αυτό είναι που βασανίζει βαθιά - βαθιά διότι όλο αυτό είναι καταδικαστέο, αδικαίωτο, προδομένο! ΚΙ όπως σκάβει βαθιά σε αυτούς, όλο και πιο πολύ πλησιάζουμε σε αυτή την αλήθεια «τους».
Κι ως γνώστης των κανόνων του δράματος ξέρει ότι όσο κι αν το συναισθάνεται κι ο ίδιος, εκεί που έχει οδηγήσει τους ήρωες του, δεν μπορεί να το αφήσει έτσι. Κακά τα ψέματα, αυτοί οι δύο άνθρωποι, έστησαν μια τραγωδία. Κι όπως κάθε τραγωδία, έτσι κι αυτή θέλει την κάθαρση της…
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ ως σκηνοθέτης ακολούθησε την πιο λιτή οδό, επέλεξε κι έπραξε άριστα- εννοείται!- να προβάλει τους ανθρώπους , την κατάσταση τους και τα αισθήματα τους. Φιοριτούρες μηδέν! Εδωσε ρυθμό τόσο στον εαυτό του όσο και στη νέα ηθοποιό που έχει στο πλάι του και το έργο δεν έχασε αναπνοή ούτε για μισό δευτερόλεπτο. Κυρίως πρόβαλε, τουλάχιστον αυτό εισέπραξε ο υποφαινόμενος, τις ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ των ανθρώπων και του θέματος, αυτές τις γκρίζες ζώνες, τις μοναδικές γκρίζες ζώνες που περιλαμβάνει η ζωή και που το μεγάλο θέατρο, όπως κι η μεγάλη λογοτεχνία, πάντα αναδείκνυε κι έφτιαξε κι αισθητικό κλίμα για τις γκρίζες ζώνες αυτές. Στην παράσταση, στη σκηνή επάνω κυριαρχεί το ΓΚΡΙΖΟ ΧΡΩΜΑ κι οι αναρίθμητες αποχρώσεις του. Οι τόνοι του γκρί. Η συνεργασία του σκηνοθέτη με τη σκηνογράφο ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΩΣΤΕΑ και την ενδυματολόγο ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ καθώς κι η συνύπαρξη των δύο τελευταίων μεταξύ τους, αγγίζει τα όρια της απόλυτης αρμονίας. Οπου η αισθητική και το χρώμα βγαίνουν απευθείας μέσα από το έργο, από τις ψυχές αλλά και τις πράξεις των ανθρώπων.
Στους ίδιυς διακριτικούς και σβησμένους τόνους βρίσκεται και το συνοδευτικό τραγούδι που έχει φτιάξει ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ για την παράσταση.
Ως ηθοποιός ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ βρίσκεται σε πολύ καλή ώρα, κύριος του εαυτού του κι εξουσιαστής της σκηνής, ανανεωμένος και φρέσκος, που ερμηνεύει κείμενο και χαρακτήρα και δεν έχει κανένα λόγο να εντυπωσιάσει το ακροατήριο αντίθετα το κερδίζει με το βάθος του. Επειδή έτυχε να κάθομαι στην πρώτη σειρά κι η σκηνή του «Αλμα» είναι χαμηλή, άρα δεν πιάνεται ο αυχένας και συγχρόνως μπορεί κι έρχεται ο θεατής πολύ κοντά στον ηθοποιό, παρατηρούσα την εσωτερικότητα του, απολάμβανα και χαιρόμουν την ωρίμανση του, διέκρινα πολλές φορές το συναίσθημα να ξεκινά από το στομάχι, να ανηφορίζει σιγά σιγά και να καταλήγει στα μάτια τα οποία υγραίνονταν ή απότομα ο ηθοποιός κοκκίνιζε, πραγματικά κοκκίνιζε, καθώς ένα ζορισμένο συναίσθημα ανηφόριζε από μέσα του, και δεν φωνασκούσε για να το δείξει, παρά το έδινε στον θεατή ζώντας το.
Συγχαρητήρια του αξίζουν και για την επιλογή αλλά και τη δουλειά που έκανε με την κοπέλα την νέα, την ΑΝΘΗ ΣΑΒΒΑΚΗ, η οποία στην πρώτη της κιόλας εμφάνιση επωμίστηκε ένα τέτοιο ρόλο, δίπλα σε ένα τέτοιο καθιερωμένο ηθοποιό, κι όχι απλώς τα έβγαλε πέρα αλλά μπόρεσε κι έπαιξε στα ίσια με τον Κιμούλη, κάνει αυτό που λέγανε παλιά «ΕΥΟΙΩΝΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ»
Ναι, είναι από τις παραστάσεις που σε ξαναφέρνουν σε επαφή με το θέατρο, όταν έχεις κάπως αποκοπεί και σκέφτεσαι μετά να δεις και μερικές ακόμα- όχι πολλές!!!!-ποικίλων ειδών διότι το έργο που είδες σε «κούρντισε», σε ταρακούνησε.