Διότι ένας ηθοποιός ξεκινά πρώτα από το να συστηθεί, να δείξει ποιος είναι. Ο Ολντμαν καθιερώθηκε με το «ΣΙΝΤ ΚΑΙ ΝΑΝΣΥ» όπου έδειξε το νεύρο του το ερμηνευτικό, έφτιαξε τον τύπο του, προχώρησε με «JFK» και «ΔΡΑΚΟΥΛΑ» κατά Κόπολα , που όλα αυτά και πολλά ακομα, ήταν για να δείξουν τον τύπο του, την ταυτότητα του, τις ερμηνευτικές δυνατότητες και την δημιουργία μιάς προσωπικότητας. Όταν αυτά σταθεροποιηθούν, σειρά έχουν οι ρόλοι που θα αρχίσουν να δείχνουν ότι ο ηθοποιός αυτός είναι ΗΘΟΠΟΙΟΣ κι όχι εκπρόσωπος ενός πετυχημένου μόνο τύπου. Στο «ΚΙ Ο ΚΛΗΡΟΣ ΕΠΕΣΕ ΣΤΟΝ ΣΜΑΪΛΥ», που ερμήνευσε κατάσκοπο-ανθρωπάκο έδειξε ότι έχει και δυνατότητες καρατερίστα, ότι δεν είναι μόνο για τον «Γκάρυ Ολντμαν» φτιαγμένος. Και τώρα στο «Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΩΡΑ» ως Τσώρτσιλ, έρχεται να δρέψει.
Όταν είχα πληροφορηθεί ότι επέλεξαν τον Γκάρι Ολντμαν για να υποδυθεί τον Τσώρτσιλ, αντι να παραξενευτώ, ιντριγκαρίστηκα. Πάνω σε ποιο στοιχείο του άραγε να βασίζονται και να καλούν αυτόν που εκ πρώτης όψεως δεν θυμίζει σε τίποτα τον κορυφαίο Βρετανό πολιτικό, με τις συμπάθειες και τις ενστάσεις για το άτομο του, που άλλοι τον αποκαλούν «Πατέρα της Νίκης» κι άλλοι «στυγνό αποικιοκράτη»; Τι είναι αυτό που τους οδηγεί στν Γκάρι Ολντμαν;
Η ταινία με έπεισε για αυτό που υποψιάστηκα κι είδα από μεριάς Γκάρι Ολντμαν ένα Τσώρτσιλ που δεν είχα ξαναδει: ΤΟΝ ΤΣΩΡΤΣΙΛ ΤΟΥ ΟΥΙΣΚΥ!!!!!!!!!!!!!!!!
Διότι ο Τσώρτσιλ , σύμφωνα με πολλές μελέτες που έχω κάνει επειδή με ενδιαφέρει η Ιστορία και το κεφάλαιο Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ήταν ένας άνθρωπος περίεργος. Αδύναμος και δειλός σε πρώτη άποψη, έπαιρνε δύναμη μόνο από ένα πράγμα, από το Ουίσκυ. Ολες τις αποφάσεις, τις μεγάλες αποφάσεις , που μερικές από αυτές άλλαξαν και την Ιστορία του Κόσμου, τις έχει πάρει βοηθούμενος από το ουίσκυ. Μόνο έτσι έπαιρνε τόνωση και δύναμη και το άρχιζε το ουίσκυ από το πρωί, με το που άνοιγε τα μάτια του. Χωρίς να γίνει ποτέ επισήμως αλκοολικός. Είχε δώσει όμως στο συγκεκριμένο ποτό αυτό το ρόλο.
Η ταινία λοιπόν είναι ουσιαστικά ένα σενάριο-ρόλος. Δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «μεγάλη ταινία» και θα εννοούσαμε κάτι επικό, δεν είναι καν ένα κορυφαίο βαθύ ψυχογράφημα. Είναι όμως ένα έργο –ρόλος που θέλει να δείξει τον Τσώρτσιλ στις μεγάλες αποφάσεις που πήρε μέσα σε ένα 20ήμερο, στο 1940, όταν προελαύνουν οι Γερμανοί στην Ευρώπη κι η Αγγλία χρειάζεται επειγόντως νέο Πρωθυπουργό διότι ο Τσάμπαιρλεν δεν της «φτούρησε». Κι εκτός των άλλων, είναι και στα τελευταία του, παλεύει άνισα με τον καρκίνο.
Το ουίσκυ παίζει ρόλο στο σενάριο εξ αρχής. Αυτά που προανέφερα, τα οποία τα είχα μελετήσει, δεν είναι κουτσομπολιά, είναι και μέρος ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ της ταινίας. Η πρώτη σκηνή με τον Τσώρτσιλ στο κρεββάτι του να του φέρνει η υπηρεσία το breakfast κι αυτός να ξεκινά με το σκέτο κι ολοκάθαρο ουίσκυ, χωρίς νερό ή πάγους, χωρίς καφέ στο «ντεζενέ» του, είναι η πρώτη σύσταση-επισήμανση του Τσώρτσιλ της ταινίας. Το ουίσκυ εμφανίζεται κάθε τόσο στην ταινία , πότε με μια παρεμβολή από το μοντάζ, πότε με διάλογο, πότε με σχόλιο αρνητικό για τον ίδιο από τους άλλους πολιτικούς, πότε με παραίνεση της γυναίκας του για συμμάζεμα, πότε από τη γραμματέα του που δεν κατάλαβε ακριβώς μια φράση-λέξη λόγω χαλάρωσης των χειλιών στην εκφορά των χειλικών συμφώνων, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΕ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ, είναι το στίγμα του σεναρίου και του ρόλου για τον κεντρικό ήρωα.
Κι ο Γκάρι Ολντμαν αναλαμβάνει αυτή την αποστολή, αυτή τη δύσκολη αποστολή. Το ότι το ΜΑΚΙΓΙΑΖ τον βοηθά στην εξωτερική μεταμόρφωση σε Τσώρτσιλ είναι σημαντικό για την αληθοφάνεια αλλά μέχρι εκεί. Διότι ο Ολντμαν έχει κάτσει κάτω κι έχει κάνει μια δουλειά για χάζεμα, έχει βρει τον τόνο των όσων είπαμε παραπάνω, τον τόνο του ουίσκυ χωρίς να πρόκειται για αλκοολισμό αλλά για το ρόλο που παίζει στη ζωή του προσώπου το ποτό. Και παίζει όλη την ταινία, όλες τις καταστάσεις, όλες τις σκηνές στον ίδιο τόνο που βρήκε ως τρόπο ερμηνείας και δεν του ξεφεύγει αυτός ο τόνος ούτε στιγμή. Τον Τσώρτσιλ του Ολντμαν δεν τον έχουμε ξαναδεί στο σινεμά από κανένα. Και μας δίνει την εντύπωση ότι έτσι θα πρέπει να ήταν κι ο πραγματικός Τσώρτσιλ διότι ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΚΑΘΩΣ ΒΛΕΠΕΙΣ ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΑΥΤΟ ΝΑ ΣΕ ΠΕΙΘΕΙ ΟΤΙ ΕΤΣΙ ΕΊΝΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ. Το στόμα του Ολντμαν, η εκφορά του λόγου του, τα χείλη κι η γλώσσα που σαν να αφυδατώνονται, τα μάτια του που τους δίνει ο ίδιος μιάς μορφής συγκίνηση ώστε να μοιάζουν υγροποιημένα από το ποτό, κι όλα αυτά σε ένα αβίαστο τρόπο, ε, εκεί κάνεις υπόκλιση. Εκεί μιλάς για μεγάλη ερμηνεία.
Και φυσικά οι δημιουργοί κι οι συντελεστές της ταινίαςς το γνωρίζουν πολύ καλά κι είναι και το ζητούμενο τους ολοκάθαρα. Είναι ένα έργο –ρόλος, ένα σενάριο-ρόλος. Οπου το μπαλάκι πέφτει στον ηθοποιό. Κι ο Ηθοποιός γίνεται η Ταινία. Ολόκληρη η ταινία. Συνεπώς μπορεί να μη μιλάμε για μεγάλη ταινία με όρους πολεμικού κινηματογραφικού έπους ή δραματικής προσωπογραφίας, όμως μιλάμε για έργο που στήθηκε ώστε να αποσπαστεί και να υπογραφεί κορυφαία ερμηνεία.
Κι επειδή ο ΤΖΟ ΡΑΪΤ, ο σκηνοθέτης του φιλμ, γνωρίζει πολύ καλά τι θέλει να κάνει, και ξέρει ποια είναι η πλεύση του και πως εφόσον ζητούμενο είναι η μεγάλη ερμηνεία που θα είναι κι όλη η ταινία άρα εκ της ερμηνείας θα βγει μεγάλη κι η ταινία (χωρίς να είναι μεγάλη επακριβώς!), την περιποιείται με τρόπο εξαίρετο. Τη περιλούζει με εξαιρετικά υποβλητική φωτογραφία όπου οι φωτισμοί φτιάχνουν ατμόσφαιρα εποχής και προβάλλουν τον ήρωα (του τέσσερις φορές υποψήφιου για Οσκαρ Γάλλου διευθυντή φωτογραφίας ΜΠΡΟΥΝΟ ΝΤΕΛΜΠΟΝΕΛ), τη συνοδεύει με θαυμάσια μουσική κινηματογραφικών όρων (κι όχι….soundtrack- άδικων) που συνοδεύουν υπόγεια ον Τσωρτσιλ σε κάποιες χαρακτηριστές στιγμές του (ο μέγας σύγχρονος Ιταλός και σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του Τζο Ράιτ, ΝΤΑΡΙΟ ΜΑΡΙΑΝΕΛΙ)(σταθερός κι αυτός του Ράιτ με Οσκαρ για το "ATONEMENT") , του φτιάχνει set, που βοηθούν τη φωτογραφία να φωτίσει πιο ατμοσφαιρικά μια και το σύνολο σχεδόν παίζεται σε εσωτερικούς χώρους και τα έχει «σχεδιάσει» με λιτότητα και ιστορικό γούστο η ΣΑΡΑ ΓΚΡΗΝΓΟΥΝΤ ενώ με τα κοστούμια, του φτιάχνει ιδιωτικότητα τόσο του Τσώρτσιλ όσο και του περιβάλλοντος αλλά και δημόσια εμφάνιση που κι αυτή ακόμα σαν να είναι εσωτερικά μουλιασμένη από το ποτό. Η ΤΖΑΚΛΙΝ ΝΤΟΥΡΑΝ τα υπογράφει που είχε πάρει ΟΣΚΑΡ στην «ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ», πάλι του Ράιτ, το 2013.
Κι οι ηθοποιοί που τον πλαισιώνουν, αν κι οι ρόλοι είναι θυσιασμένοι ή δορυφορικοί εντούτοις κάνουν αυτό για το οποίο εκλήθησαν. Η ΚΡΙΣΤΙΝ ΣΚΟΤ ΤΟΜΑΣ μάλιστα ως Κα Τσώρτσιλ διεκδικεί την Πέμπτη θέση στην πεντάδα είτε από την Χόλυ Χάντερ στο «Thebigsick» είτε από την Οκτάβια Σπένσερ στη «Μορφή του νερού»- οι άλλες τέσσερις είναι σταθερής αξίας. Το δε μοντάζ του Ιταλού ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΠΟΝΕΛΙ έχει κι αποδοτική ένταση κι εξαίρετες παρεμβολές ουίσκυ. Οσο για το σενάριο, ναι, βάζει τις βάσεις για όλα τα παραπάνω και πιστώνεται και μερικές ευφυέστατες ατάκες αλλά και μια σκηνή-ορόσημο δραματουργικής παρέμβασης, την εμφάνιση του Τσωρτσιλ στο μετρό και τη συνομιλία του με τους άλλους επιβάτες.
Κι έτσι έχουμε κι ωραία ταινία η οποία προέρχεται από ΜΕΓΑΛΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ που οι συντελεστές της το ήξεραν και τη δόμησαν αναλόγως.