Πιο ασυνήθιστος όμως είναι ο ήρωας του δράματος (το ότι οι «Χρυσές Σφαίρες» το έβαλαν στη λίστα με τις κωμωδίες ελέγχεται ως… ακριβές!)τόσο για τη φιλμογραφία του Ινιάριτου όσο και για το σύγχρονο σινεμά των ειδών. Ο ήρωας υπήρξε σταρ των blockbusterτου Χόλυγουντ αλλά κάποτε θέλησε να το δει αληθινός καλλιτέχνης. Βρίσκεται στο Μπροντγουέι λοιπόν κι ανεβάζει σε δική του παράσταση ένα έργο του Ρέιμοντ Κάρβερ (ο οποίος, εκτός των άλλων, είναι κι εκπληκτικός διηγηματογράφος) αλλά ούτε ο ίδιος είναι στα καλύτερα του από ψυχολογική άποψη ούτε το περιβάλλον είναι αυτό που θα φανταζόταν ο καθένας ως ιδεώδες. Υπάρχουν ο ηθοποιός «της μεθόδου» που θα συμπρωταγωνιστήσει μαζί του στην παράσταση και βγαίνουν συγκρούσεις κι ανταγωνισμοί αλά «All about Eve» με άνδρες, υπάρχει η πρώην σύζυγος που δεν άντεξε τη ματαιοδοξία του, υπάρχει η γκομενίτσα που δεν είναι σε θέση να του καλύψει κενά, υπάρχει η κόρη , πρώην «τζάνκι» που δεν αποκλείεται και νυν, υπάρχει ο στυγνός επιχειρηματίας, υπάρχει η ηθοποιός του θιάσου που ταλαιπωρείται από τον συμπρωταγωνιστή της «μεθόδου», υπάρχει η κριτικός που είναι έτοιμη να τον ακυρώσει πριν καν δει την παράσταση του κι είναι έτοιμη να το κάνει από άποψη , με θέση κι απόλυτο κυνισμό.
Και μαζί με όλους αυτούς υπάρχει πάνω από όλα και όλους Ο ΙΔΙΟΣ. Ο εσωτερικός του κόσμος που παλεύει πάνω σε δικές του υπαρξιακές και καλλιτεχνικές αγωνίες, η αγωνία του ανθρώπου που εγκατέλειψε αυτά που του πήγαιναν πρίμα και του απέφεραν χρήμα και διασημότητα για να γίνει αληθινός καλλιτέχνης αλλά…. το ερώτημα που συνεχώς τον αναστατώνει από τα γύρω του και που γίνεται ερώτημα και της ίδιας της ταινίας είναι αν ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να διεκδικεί κάτι άλλο όπου αυτό το κάτι άλλο μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο μόνο για μια στιγμή κι αν αξίζει και τον κόπο κι αν πράγματι κάτι κέρδισε με το να τινάξει μια ζωή στον αέρα για κάτι που μπορεί να ξεκινά κι από ματαιοδοξία και μόνο.
Το ότι όλα τα πρόσωπα εντάσσονται στον εσωτερικό του κόσμο και μέσα από αυτόν τα παρακολουθούμε κι εμείς είναι που κάνει τη διαφορά και δίνει στο έργο μια άλλου τύπου ανάταση κι αξία.
ΚΙ ο τρόπος με τον οποίο ζωντανεύει κινηματογραφικά αυτό το υπέροχο, όπως θα υποπτεύεστε, σενάριο, είναι κι ευρηματικός κι ευφυής και κάνει κι αυτός τη διαφορά. Με πολυτιμότατο συνεργάτη τον διευθυντή φωτογραφίας Εμανουέλ Λουμπέσκι, που δείχνει εδώ μια άλλη εκδοχή του μεγάλου ταλέντου του σε αυτή την κινηματογραφική ειδικότητα, και θα εξηγήσω αμέσως μετά, ο Ινιάριτου πέτυχε να δείξει αυτό τον εσωτερικό κόσμο να εκδηλώνεται εξωτερικά. Πως Με το να μοιάζει όλη ταινία ΕΝΑ ΠΛΑΝΟ. Σαν να ξεκινούν όλα από το κεντρικό πρόσωπο κι από αυτό να μεταφέρονται στα άλλα, να τα βάζει στη δίνη του, να ξαναγυρίζει σε αυτόν, να μεταφέρεται στον άλλο, χωρίς ο θεατής να ζαλίζεται ή να κουράζεται. Μην πω ότι παρασυρμένος από την ιστορία κι από την κινηματογράφιση που προκρίθηκε να μην το παίρνει και χαμπάρι- τουλάχιστον ο πρωτοβάθμιος. Διότι η ταινία λειτουργεί ακόμα και πρωτοβάθμια.
Ο Εμανουέλ Λουμπέσκι, πέρα από τους πετυχημένους φωτισμούς, με τους οποίους «φωτίζει» ένα μάλλον σκοτεινό (αλλά όχι ερεβώδες- δεν είναι ο Γκόρντον Γουίλις , ο διευθυντής φωτογραφίας που ειδικεύτηκε στα σκοτάδια) Μπροντγουέι, εδώ προεκτείνει το ταλέντο του στην κίνηση της κάμερας. Ολο αυτό είναι υπόθεση κάμερας και χειρισμού της. Ολο αυτό το ξεγέλασμα περί μονοπλάνου. Όχι, εδώ δεν είναι το μοντάζ που παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, παρόλο ότι και στο μοντάζ υπάρχουν συνεργάτες πρώτης γραμμής-ένας εξ αυτών είναι ο Στίβεν Μιριόνε, που είναι εκπληκτικός στο να μοντάρει «περιδινήσεις» (Οσκαρ για το «Traffic»). Εδώ ο μοντέρ ουσιαστικά έχει να «κολλήσει» αυτά που του κατέγραψε η κάμερα, η κίνηση της οποίας έχει τον πρώτο λόγο. Γι αυτό, άλλωστε, και το μοντάζ δεν είναι υποψήφιο στα Οσκαρ, οι μοντέρ το είδαν - το ξέρουν κι οι ίδιοι οι μοντέρ της ταινίας. Εδώ είναι ο διευθυντής φωτογραφίας που καλείται να κάνει πράξη το όραμα του σκηνοθέτη.
Όπως κι η μουσική με τη σειρά της, αναλαμβάνει ρόλο ηχητικής επιλογής περισσότερο από μεριάς σκηνοθέτη ώστε να συνεισφέρει στη δίνη της κάμερας που είναι και δίνη του εσωτερικού κόσμου του ήρωα παρά ως «μουσική» με την παραδεδεγμένη έννοια του όρου.
Και πάμε στους ηθοποιούς. Διότι ένα τέτοιο σενάριο, που σχετίζεται με ανθρώπους, διαθέτει ρόλους. Ολοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, απλώς, κάποιοι είναι πιο «ριγμένοι» λόγω θέσης ρόλων, μια και το σενάριο γράφει τους ρόλους τόσο όσο χρειάζεται να εξυπηρετηθεί εκείνο κι όχι να επιτρέψει σε όλους την ανάλογη ανάδειξη. Φερειπείν, αν ο ρόλος της πρώην συζύγου ήταν πιο εκτεταμένος, και της επέτρεπε να εκδηλώσει περισσότερες πτυχές, θα μπορούσε να είναι κι η Ειμυ Ράιαν υποψήφια στα Οσκαρ. Το ίδιο ισχύει και για τη Ναόμι Γουότς που παίζει την ηθοποιό της παράστασης. Τα έργα, όμως, επαναλαμβάνω, γίνονται με τους κανόνες των έργων κι ο κάθε ρόλος χρειάζεται τόσο όσο τον χρειάζεται το έργο. Κι όχι όσο τον χρειάζεται ο ηθοποιός!
Και πάμε στους ηθοποιούς, αυτούς που είχαν τους ρόλους και προτάθηκαν.
Ο Μάικλ Κίτον παίζει το ρόλο μιάς ζωής. Είναι από τις περιπτώσεις που κάποια ώρα σου έρχεται αυτός ο ρόλος, που δεν σου είχε έρθει μέχρι τα τώρα και σου επιτρέπει να δείξεις ή να κάνεις μια επιτομή των όσων δεν έκανες. Είναι ρόλος που οι ηθοποιοί τον κυνηγάνε με το πιστόλι διότι με τις τόσες πτυχές που διαθέτει και με τα στοιχεία προσωπικότητας που επιτρέπει στον ηθοποιό να εντάξει και να υφάνει, σου δίνει και Οσκαρ. Το μόνο που μένει , και θα το μάθουμε τη βραδιά εκείνη, είναι αν στο θέμα «προσωπικότητα», ο Μάικλ Κίτον έχει τόση όση του αναλογεί από τη ρολάρα.
Ο Εντουαρντ Νόρτον ξεφεύγει από την τυποποίηση στην οποία είχε περιπέσει εδώ και πολλά χρόνια και φτιάχνει ένα αποτελεσματικό supportingκοντράρισμα στον πρωταγωνιστή. Η Εμα Στόουν, που παίζει την κόρη, δείχνει ότι έχει και νεύρο κι ενέργεια και τεχνική κι έχει και μια σκηνή-δώρο για να τα ρίξει στο φακό σε ένα υπέροχα κλιμακούμενο αν και σχετικά σύντομο μονόλογο.
Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω.