Και σαν ένα τιμητικό αφιέρωμα του PANTIMO.GR σε δύο λατρεμένες κι εκ διαμέτρου διαφορετικές προσωπικότητες , στον ΓΚΑΡΥ ΚΟΥΠΕΡ και την ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΝΙ. Για τις ταινίες «ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΘΑ ΣΦΥΡΙΞΕΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ» και «ΤΟ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΡΟΔΟ» που τους χάρισαν ΟΣΚΑΡ. Με τις οποίες με συνδέει κινηματογραφικός αλλά και ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ «δεσμός».
Εχουν κι οι δύο το ενδιαφέρον τους. Η ταινία του Γκάρυ Κουπερ μεταδίδεται ημέρα Τρίτη 20 Φεβρουαρίου στις 20.45, η ταινία της Μανιάνι την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου, την ίδια ώρα.
1) ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΘΑ ΣΦΥΡΙΞΕΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ (High noon). Ο ΓΚΑΡΥ ΚΟΥΠΕΡ στην ταινία αυτή με καθόρισε. Ταυτίστηκα μαζί του. Είναι από τα έργα που στιγμάτισαν τη ζωή μου και την προσωπικότητα μου. Όταν το είδα, όχι βεβαίως στον καιρό του, όπου ακόμα δεν είχαν καν γνωριστεί οι γονείς μου, αλλά σε μια μεταγενέστερη επανάληψη, σε θερινό , πιτσιρικάς 14 ετών. Οπου είδα τον Γκάρυ Κούπερ ψηλό (ήταν, βλέπετε, και το μπόι που «συνηγορούσε»), αποφασιστικό, ευθυτενή, περήφανο κι αγέρωχο, σερίφη της μικρής πόλης, να τον έχουν εγκαταλείψει οι κάτοικοι από φόβο και να πηγαίνει μόνος του να τα βάλει με τους κακούς που απειλούσαν την πόλη κι είχαν παρασύρει με το φόβο τους τρομαγμένους κατοίκους. Εκείνη τη σκηνή στο σταθμό με το τραίνο και τα πρόσωπα που το απότομο «κόψιμο» γέμιζε την οθόνη και την πλατεία με ένταση και που μετά το υιοθέτησε η παγκόσμια κινηματογραφία, αυτό τον τρόπο κατάδειξης της αγωνίας. Και την αποθέωση, τον Γκάρυ Κούπερ να φτάνει την προσωπική του αποστολή εις πέρας, μετά από κινδύνους, να καθαρίζει το κακό, και τότε, σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή να ξεπροβάλλουν από τα σπίτια τους οι τρομαγμένοι κάτοικοι, εκείνοι που τον είχαν εγκαταλείψει, που τον είχαν «πουλήσει», μπροστά στη δύναμη του κακού και του φόβου κι είχαν σιωπηλά ταυτιστεί με τον επιτιθέμενο. Και να του ζητούν τώρα να μείνει. Και δεν θα ξεχάσω τη στιγμή, εκεί στο φινάλε, που αυτός αντί άλλης απαντήσεως, τραβάει από το γιλέκο του το αστέρι του σερίφη, σαν να ξεριζώνει την καρδιά του, και το πετάει στο χώμα. Αυτό ήταν! «Ενας τέτοιος θέλω να γίνω κι εγώ στη ζωή μου» είπα εκείνη τη στιγμή στον εαυτό μου κι η εσωτερική αυτή αναφώνηση παραμένει ως σήμερα ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΗ.
Ναι, είχα νιώσει σαν τον Γκάρυ Κούπερ, είχα ταυτιστεί με τον Γκάρυ Κούπερ, ήθελα να είμαι ο ΓΚΑΡΥ ΚΟΥΠΕΡ ΤΟΥ ΣΕΡΙΦΗ. Ηταν το δεύτερο Οσκαρ στην καριέρα του , έτος 1953, (το πρώτο ήταν το 1942 για τον «Λοχία Γυόρκ») και με τα χρόνια συνειδητοποίησα τι σημαίνει ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΑΙΞΙΜΟ. Τι ήταν αυτό που με είχε οδηγήσει στην ταύτιση, στην πλήρη ταύτιση μαζί του. Ηταν εκείνο το εκφραστικό πρόσωπο το γεννημένο για το φακό, που με ένα βλέμμα μπορούσε να εννοεί ή και να κρύβει, του κόσμου τις αλήθειες. Ηταν εκείνη η «ξύλινη» φωνή που κατάφερνε και γινόταν εργαλείο της έκφρασης . Εκείνης της έκφρασης σε ένα πρόσωπο χαραγμένο κι από το χρόνο… Ηταν αυτό που λέμε πως ο ηθοποιός παίζει ,χωρίς να παίζει, χωρίς να δείχνει ότι παίζει. Κι όταν ένα 14χρονο παιδί ταυτίζεται τόσο με τον ήρωα σημαίνει πως ο Ηθοποιός του τον έδωσε με την προσωπικότητα του. Αυτό είναι ΟΣΚΑΡ ΗΘΟΠΟΙΑΣ
ΚΙ ήταν κι εκείνη η αγωνία στην τελευταία μεγάλη σεκάνς, με το τραίνο, και το «κόψιμο» του κάθε προσώπου, του κάθε βλέμματος που επιτείνει την ένταση. Τότε άρχισα να μαθαίνω και τι σημαίνει ΜΟΝΤΑΖ. Κι ότι η αγωνία εκείνης της έντασης με τα βλέμματα και το σταθμό του τραίνου ,που είχα αισθανθεί 14χρονος έφηβος, είχε να κάνει με την επιβράβευση με το ΟΣΚΑΡ σε αυτή την κατηγορία.
Το ΟΣΚΑΡ ΜΟΥΣΙΚΗΣ στον ΝΤΜΙΤΡΙ ΤΙΟΜΚΙΝ ήταν το τρίτο αγαλματάκι της ταινίας κι όταν μεγαλώνοντας μελετούσα την κινηματογραφική μουσική διαπίστωνα τον αλα γουέστερν ήχο σε ψυχολογικό γουέστερν όπου η μουσική ερχόταν να υποδείξει καταστάσεις κι όχι να προβάλει ταρατατζούμ. Το τραγούδι, γραμμένο από τον ίδιο συνθέτη , το «Do not forsake me , Oh my darling» που ήταν το τέταρτο Οσκαρ της ταινίας κι εδώ ολοκληρωνόταν η οσκαρική της συγκομιδή , ερχόταν σαν ήχος ελευθερίας και φυγής στο φινάλε , σαν να κλείνει ευχάριστα η μέρα και τραβάμε κατά το δειλινό, σαν «πάμε για άλλα..»
Σε αυτά τα τέσσερα στοιχεία είχε κάνει focus ο σκηνοθέτης ΦΡΕΝΤ ΖΙΝΕΜΑΝ, ένας από τους μεγαλύτερους της Χρυσής Εποχής του Χόλυγουντ , ο οποίος τα δικά του σκηνοθετικά Οσκαρ τα πήρε σε επόμενες ταινίες, κι όχι σε αυτήν, στο «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» τον επόμενο χρόνο και στο «Ανθρωπος για όλες τις εποχές» το 1967.
2) ΤΟ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΡΟΔΟ (The rose tattoo). Το θεατρικό έργο του Τενεσή Γουίλιαμς ήταν πασίγνωστο με τον τίτλο «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ». Επειδή, όμως, εκείνο τον καιρό το παρουσίαζε το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν με την Νέλλη Αγγελίδου στ ρόλο της Σεραφίνα Ντέλε Ρόζε, ο Σάββας Πυλαρινός, διανομέας στην Ελλάδα των ταινιών της Paramount, του άλλαξε τον τίτλο και το κυκλοφόρησε ως «στιγματισμένο ρόδο» στο σινεμά.
Όπως , όμως, και να το έλεγαν το έργο, μία ήταν η ΣΗΜΑΙΑ που κυμάτιζε . Και λεγόταν ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΝΙ. Γι αυτήν το είχε γράψει το έργο ο Τενεσή Γουίλιαμς, από τη δική της προσωπικότητα το εμπνεύστηκε όταν πήγε στην Ιταλία και τη γνώρισε, αυτή τη θερμή, υπερταλαντούχα , αγριωπή ,ποθητή κι εύθραυστη ταυτοχρόνως γυναίκα, που ως ταλέντο συνδύαζε την ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ με τη ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ (διότι η Μανιάνι, μολονότι πέρασε στην Ιστορία ως δραματική ηθοποιός, από τα βαριετέ και τις μουσικές επιθεωρήσεις είχε ξεκινήσει), αλλά εκείνο που την ανέβαζε στα ύψη ήταν το μεσογειακό της ταμπεραμέντο. Κι όταν η Paramount αποφάσισε να μεταφέρει το έργο στην οθόνη, τη Μανιάνι κάλεσε να το ερμηνεύσει, κι όχι φερειπείν την Μωρήν Στέιπλετον, που ήταν αυτή η οποία το είχε λανσάρει επί αμερικανικού εδάφους κι είχε πάρει και το «Τονυ» για τη θεατρική ερμηνεία της στο Μπροντγουέι. .. Μα τη Μανιάνι αυτοπροσώπως. Την ΑΝΝΑ ΜΑΝΙΑΝΙ της ΙΤΑΛΙΑΣ. Η οποία όχι μόνο δεν ήξερε «γρι» αγγλικά αλλά ήταν και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας και στην Αμερική και δη στο Χόλυγουντ, οι μακαρθικές αντικομμουνιστικές διώξεις βρίσκονταν στην κορύφωση τους. ΚΙ ήρθε η Ιταλίδα και κομμουνίστρια και άσχετη από αγγλικά, να το παίξει και στο τέλος ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΟΣΚΑΡ. ΕΤΟΣ 1956.Μα για τί πράγμα όμως μιλάμε; ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΝΙΟΣΤΗ. Για το φυσικό ταμπεραμέτο που είναι φυσικό ταλέντο. Για τη Σεραφίνα Ντελε Ρόζε που είναι η ίδια η Μανιάνι και για την Αννα Μανιάνι που είναι η ίδια η Σεραφίνα. Και να έχει απέναντι της τέσσερις σταρ από το Χόλυγουντ, στις καλύτερες τους στιγμές: Την Κάθριν Χέπμπορν στο «Διακοπές στη Βενετία» του Ντέηβιντ Λην, την Τζένιφερ Τζώνς σε μια από τις καλύτερες στιμές της στο «Love is a many splendored thing» (Εκσταση και πάθος» ο ελληνικός τίτλος), την Εληνορ Πάρκερ στα «Φώτα της όπερας» (Interrupted melody») και πάνω από όλες την Σούζαν Χέιγουορντ στο «Θα κλάψω αύριο» για το οποίο της έδιναν βραβείο οι Κάνες ως αλκοολική αλλά το Χόλυγουντ την προσπέρναγε για την ξένη και κομμουνίστρια. Το Παίξιμο της Μανιάνι είναι από αυτά που σε κάνουν να τα χάνεις. Τα εσωτερικά της ξεσπάσματα, το πάθος της, οι ορμητικές κινήσεις της, οι σφαλιάρες που ρίχνει στην γκόμενα του μακαρίτη, οι καυγάδες με την κόρη της, το ζωώδες ερωτικό ένστικτο που της βγαίνει απέναντι στον φορτηγατζή Μπαρτ Λάνκαστερ, σε ένα έργο που κυκλοφορεί όλο με ρόμπες που της έχει σχεδιάσει η Ηντιθ Χεντ κι έχει πάρει άλλη μια υποψηφιότητα για Οσκαρ κοστουμιών. Είναι από τις σπάνιες ερμηνευτικές στιγμές στην Ιστορία του Κινηματογράφου… Όταν μαθαίνει ότι ο σύζυγος που θρήνησε όλα αυτά τα χρόνια την απατούσε με μόνιμη γκόμενα… καλά… δεν περιγράφεται. Οι πολλοί την ξέρουν φυσιογνωμικά κυρίως ως «Μάμα Ρόμα» του Παζολίνι. Η μεγάλη Μανιάνι, η ερμηνεύτρια Μανιάνι είναι αυτή εδώ, αυτή η Σεραφίνα, που για αυτήν γράφτηκε και από αυτήν εμπνεύστηκε , όπου το ταμπεραμέντο της (και μαζί κι η Ιταλία) ώθησε τον Ουίλιαμς να κλείσει για σπάνια, ίσως και μοναδική φορά, έργο του με αισιόδοξο τέλος.
Η Μανιάνι συνέβαλε στο να προταθεί το φιλμ στην πεντάδα της καλύτερης ταινίας ενώ δεν είχε υποψηφιότητα ούτε για σκηνοθεσία ούτε και για σενάριο. ΟΣΚΑΡ ΠΗΡΑΝ η μαυρόασπρη φωτογραφία του κορυφαίου ΤΖΕΗΜΣ ΓΟΥΟΝΓΚ ΧΑΟΥ που έχει πετύχει μια δύσκολη σύνθεση με τους φωτισμούς να κινείται ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα και να φωτίζει τη Μανιάνι γήινη αλλά και σούπερ ντίβα προσωπικότητας καθώς και τα ΝΤΕΚΟΡ του ΧΑΛ ΠΕΡΕΪΡΑ που της έφτιαξαν σε μαυρόασπρη αισθητική εκείνο το ιδιαίτερο ταπεινό, νότιο, περιβάλλον μοδιστράδικου και σπιτιού για να την ερμηνεύει πλήρως. Υποψηφιότητες είχαν εκτός από την Ηνιθ Χεντ στα κοστούμια που ανέφερα πιο πάνω, κι η Μαρίζα Παβάν ως αντίθεση της Μανιάνι σε κόρη επισκιασμένη, το μοντάζ που έδινε ρυθμό σκηνοθεσίας κι η μουσική του Αλεξ Νορθ όπου στο θέμα των τίτλων ίσως κάποιοι θυμηθείτε το ρεφρέν της «Αθανασίας» του Μάνου Χατζιδάκι……