Μήπως η ίδια η Ιταλία δεν είναι που ενέπνευσε τον άλλο κινηματογραφικό έρωτα που απολαύσαμε φέτος στις οθόνες, το «Να με φωνάζεις με το όνομα σου»;
Ετσι κι εδώ, έχουμε σε πρώτιστη παρουσία το περιβάλλον, που είναι η Σικελία αλλά μια Σικελία εντελώς διαφορετική , ακόμα και ως εικόνα κι ως τοπία, από τις Σικελίες που κατά καιρούς έχουμε δει στον κινηματογράφο, τις αμέτρητες Σικελίες του ιταλικού σινεμά.
Εδώ δεν είναι εκείνη η Σικελία που ξέρουμε. Καταλήγει όμως στη Σικελία που μας έχουν μάθει. Μια υποβλητικότατη φωτογραφία, που ήταν επίσης υποψήφια έστω και χωρίς νίκη στα «David di Donatello»,μας μεταφέρει σε κόσμο μυστηρίου κι όχι και τόσο παραμυθιού, όπου δύο παιδιά ηλικίας 13 -14 χρονών, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, συμμαθητές στο σχολείο, ερωτεύονται. Όμως το αγόρι μυστηριωδώς εξαφανίζεται. Και το κορίτσι κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να μάθει τι έχει απογίνει. Βλέπουμε εκατέρωθεν μίσος των δύο οικογενειών αλλά στην εξέλιξη ενώ έχουμε ένα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» δεν έχουμε τα στερεότυπα του μίσους δύο οικογενειών όσο κάποια άλλα ζητήματα, που δεν τα αποκαλύπτω.
Οι θεατές, βλέπουμε από κάποια στιγμή κι ύστερα, τι έχει συμβεί στο αγόρι. Το έχουν απαγάγει. Επειδή ο πατέρας του έγινε καταδότης της Αστυνομίας- πρώην μαφιόζος. Κι οι απαγωγείς εκβιάζουν μέσω του παιδιού. Οι ιστορίες του αγοριού και του κοριτσιού εκτυλίσσονται παράλληλα, σε παράλληλη δράση δηλαδή κι ο κόσμος του ονείρου και της ποίησης είναι αυτός που κάθε τόσο τους ενώνει και τους φέρνει κοντά. Μαζί ωριμάζουν, μαζί οδηγούνται στο θυσιαστήριο. Κι όλο αυτό σαν να παρακολουθούμε αστυνομικό έργο επικεντρωμένο σε μια ερωτική ιστορία. Οπου κι εδώ, όπως και στο «Να με φωνάζεις με το όνομα σου» υπάρχει ένα τραγούδι-ελεγεία για αυτό τον έρωτα, που ήταν κι η τρίτη υποψηφιότητα του φιλμ στα «David di Donatello». Ένα τραγούδι που εκφράζει αυτό τον έρωτα, που κλαίει αυτό τον έρωτα, το τραγούδι ενός έρωτα που θα μείνει διαρκής έστω και σε ένα άλλο σύμπαν…
Διότι αυτό που βλέπουμε στην ταινία είναι μια εξαιρετική αφήγηση αστυνομικού ύφους που παρακολουθεί ταυτοχρόνως την εξέλιξη της αστυνομικής φάσης, που δεν είναι κι ό,τι πιο πολύπλοκο για μας , είναι, όμως, για την ηρωίδα και παράλληλα την εξέλιξη κι ωρίμανση των χαρακτήρων αλλά και την αγνότητα του έρωτα σε αυτή την ηλικία που μπορεί να φτάσει ως τα άκρα, ως τη θυσία.
Κι ενώ υπάρχουν όλα αυτά, και το έργο μας μεταφέρει σε κλίμα υποβολής, όπου ο ρεαλισμός δικαιολογείται από το όνειρο αλλά καταφεύγει στο όνειρο για να γίνει ποίηση, στοχαζόμαστε για μια ακόμα φορά οι φίλοι του ιταλικού σινεμά πως είναι το μοναδικό ίσως σινεμά στον κόσμο με παρούσα πάντοτε, ακόμα και σε ένα εφηβικό ψυχανέμισμα, την κοινωνική αναφορά.
Κι η μεγάλη αποκάλυψη έρχεται στο τέλος όχι με την έννοια της αστυνομικής ίντριγκας αλλά με την αποκάλυψη πως το περιστατικό ήταν αληθινό, πως ο απαχθείς έφηβος είναι υπαρκτό πρόσωπο και ότι σε όλα τα ζητήματα υπάρχει κοινωνικός περίγυρος, κοινωνικός στόχος, υπάρχει αλήθεια, υπάρχει πραγματικότητα, κληρονομιά του ιταλικού νεορεαλισμού για κάθε κοινωνική αναφορά, ακόμα και σε έργα όπως τούτο εδώ που ως ύφος δεν έχει ΚΑΜΙΑ απολύτως σχέση με το νεορεαλιστικό κίνημα του πάλαι ποτέ. Εχει μείνει όμως η κληρονομιά, το DNA το ιταλικού κινηματογράφου θα λέγαμε, όπου και στην πιο αγοραία κωμωδία για τις γιορτές των Χριστουγέννων την κοινωνική τους αναφορά οι Ιταλοί θα την κάνουν. Η αποκάλυψη στο φινάλε περι αληθινού γεγονότος είναι η επισφράγιση.
Κι απορώ με τον κριτικό του Variety, που τους βρήκε τους αδελφούς Γκρίμ κι έγραψε βινιετοσχόλιο που στολίζει και την αφίσα της ταινίας ότι «Οι αδελφοί Γκριμ συναντούν τη Μαφία». Εγώ δεν είδα ούτε Κοκκινοσκουφίτσα ούτε Χιονάτη ούτε λύκο με τα εφτά κατσικάκια εκεί μέσα. Εγώ είδα την τραγωδία του έρωτα όπως την έχει δώσει ο Σαίξπηρ στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» με ένα έρωτα νεανικό που παλεύει αντιξοότητες. Τώρα, αν ο Αμερικανός συνάδελφος πιάστηκε από το δάσος όπου πήγαιναν ραντεβουδάκι τα δύο παιδιά, δεν καταλαβαίνω που συναντά τη Μαφία διότι η Μαφία δεν εμφανίστηκε σε αυτό το δάσος… Τέλος πάντων…
Σκέψου, όμως, έλεγα στον εαυτό μου ότι κι ο Σαίξπηρ την ερωτική τραγωδία του από την Ιταλία την εμπνεύστηκε. Η παρουσία της Σικελίας στο έργο είναι βαθύτατα ποιητική, εκδηλώνεται ομορφότατα σε μια σκηνή διαλόγων πριν από το τέλος, φτάνει ως τη Magna Grecia και με φόντο τα αρχαία ερείπια κάνει ποιητικό κλείσιμο και πάμε σε τίτλους φινάλε.
Τα παιδιά είναι υπέροχα, έχουν όλα τα δώρα της ηλικίας τους, το κορίτσι έχει και καλύτερο ρόλο διότι αυτή είναι που περνά τα στάδια της ωρίμανσης. Σε ένα σενάριο- ΒΑΣΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ- πρέπει να ξέρει ο σεναριογράφος τίνος την ιστορία λέει. Ακόμα και σε μια ιστορία ζευγαριού. Ποιος από τους δύο είναι «πιο» κεντρικός ήρωας από τον άλλο; Εδώ σαφέστατα είναι το κορίτσι διότι μπορεί να βλέπουμε και την ιστορία του αγοριού που αγάπησε το κορίτσι αλλά το κορίτσι γίνεται κινητήριος μοχλός και για την ιστορία του αγοριού. Και πέφτει πάνω της μεγαλύτερο βάρος. Συγχρόνως, για να ολοκληρώσουμε με τους ηθοποιούς, υπέροχες φάτσες γονέων και …κηδεμόνων αλλά και πρότυπα συμμαθητών συμβάλλου στην εικόνα συνδέοντας την αλήθεια με την ποίηση ή το οικογενειακό με το αστυνομικό.
Σκηνοθεσία-Σενάριο των ΦΑΜΠΙΟ ΓΚΡΑΣΑΝΤΟΝΙΑ κι ΑΝΤΟΝΙΟ ΠΙΑΤΣΑ- βασίζεται σε διήγημα από μια συλλογή διηγημάτων, όπου ο διηγηματογράφος μετέτρεψε σε αφήγημα ποιητικού ύφους ένα περιστατικό που συγκλόνισε, όπως φαίνεται, την κοινή γνώμη στην Ιταλία, πριν από κάποια χρόνια.
ΥΓ Τι όμορφα που θα ήταν, μετά την περίοδο των Οσκαρ, να καθιερωνόταν στην Ελλάδα κι η περίοδος των «David di Donatello» και των «Cesar» (ή και των «Goya» της Ισπανίας) και να βλέπαμε μετά και τα εκεί. Πόσο θα εμπλουτιζόμασταν, πόσο θα άνοιγαν τα μυαλά ορισμένων , πόσα πράγματα θα μαθαίναμε πάνω στο τι είναι κινηματογράφος και πόσο θα τελειώναμε με τις προκαταλήψεις των ανοήτων. Το κάνω ΕΚΚΛΗΣΗ προς τους διανομείς που θα ενδιαφέρονταν να καταπολεμήσουν τη σαβουροποίηση του καλοκαιριού με αντικατάσταση της από τα έργα των εν Ευρώπη εθνικών κινηματογραφικών Ακαδημιών, κυρίως της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας. Να δείτε τι ωραία που θα περνούσαμε αν γινόταν κάτι τέτοιο, να δείτε τι ωραία που θα περάσουμε αν αυτό κάποια στιγμή συμβεί. Δεν θα είχα τίποτα καλύτερο να ονειρευτώ.