Διότι, όπως και να το κάνουμε, ο ορισμός είναι ΕΝΑΣ και μιλά ξεκάθαρα για «μίμηση πράξεως» κι όχι φυσικά για την ίδια την πράξη.
Ο Κλιντ Ηστγουντ, ανήσυχος και στα 87 του, δεν κάθεται στα αυγά του κι αποφασίζει να κάνει, με συνθήκες μεγάλης παραγωγής, και με σταρ το δικό του όνομα υπό την ιδιότητα του ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, ένα πείραμα: Να δείξει την ιστορία των τριών Αμερικανών νεαρών, που έσωσαν τους επιβάτες της αμαξοστοιχίας που εκτελούσε τη γραμμή ΑΜΣΤΕΡΝΑΜ-ΠΑΡΙΣΙ από τα χέρια ενός τρομοκράτη κι οι οποίοι παρασημοφορήθηκαν από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ. Με ερμηνευτές τους ίδιυς στους ρόλους των εαυτών τους!!!!!!!!!!!!!!!
Ομολογώ ότι έμεινα κατάπληκτος με το εγχείρημα του και με το πώς το κατάφερε ως το τέλος, μολονότι δεν είναι εύκολο να κάνεις τον άλλο να παίξει τον εαυτό του. Κι από αυτή την άποψη πέτυχε μόνο οριακά, δηλαδή ως ευφυής σκηνοθέτης, κατάφερε από τους τρεις ήρωες που τους ζήτησε να επαναλάβουν στην οθόνη το ανδραγάθημα και να υποδυθούν τους εαυτούς τους, να είναι «εκεί», χωρίς, όμως, και να εκτίθενται υποκριτικά.
Διότι κανείς ηθοποιός δεν μπορεί να παίξει τον εαυτό του. Μια φορά έχει συμβεί αυτό κι η ηθοποιός που το πέτυχε κέρδισε ΟΣΚΑΡ: Η ΝΤΑΪΑΝ ΚΗΤΟΝ στον «ΝΕΥΡΙΚΟ ΕΡΑΣΤΗ» του ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ. Οπου της έκανε ο άλλος ευφυής ρόλο κωμωδίας τον εαυτό της. Ο εαυτός δεν παίζεται, κι αυτό που λένε για διάφορους, κυρίως για σταρ ότι «παίζουν τον εαυτό τους» άλλα θέλουν να πουν αλλά τους εμποδίζει η αδυναμία να το εκφράσουν ή κι η ημιμάθεια, προπάντω η τελευταία , ειδικά όταν αφορά σε «κριτικούς» ή θεατές που θέλουν να παραστήσουν τους κριτικούς. Στις περιπτώσεις αυτές ο ηθοποιός-σταρ ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ αλλά την ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ περσόνα του. Οπου σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η «περσόνα» είναι ρόλος που εκτόξευσε τον ηθοποιό, τον ανέδειξε σε σταρ και μέσω αυτής πλέον της περσόνας προσεγγίζει όλους τους ρόλους. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι το «παίζει τον εαυτό του».
Φυσικά, και με καθαρώς υποκριτικούς όρους θα λέγαμε ότι η υποκριτική των τριών αληθινών ηρώων είναι και το αδύναμο κομμάτι της ταινίας. Όμως καλύτερα από όλους μας και πρώτος από όλους μας το ξέρει ο ίδιος ο Κλιντ, όχι μόνο επειδή είναι ηθοποιός ο ίδιος αλλά επειδή κι ως σκηνοθέτης είναι πολύ πιο ΜΕΓΑΛΟΣ από τον ηθοποιό εαυτό του κι έχει οδηγήσει σε μεγάλες ερμηνείες και σε ΟΣΚΑΡ , είτε αγαλματιδίου είτε υποψηφιότητας, πολλούς, πάρα πολλούς ηθοποιούς.
Με την παραπάνω γνώση και τν κινηματογραφική ιδιοφυία είναι μέρος του μαθήματος που θα έπρεπε να διδάσκεται στις σχολές, του πως τους προστατεύει αυτούς τους τρεις από τις υποκριτικές παγίδες και πως διάολο καταφέρνει το αποτέλεσμα. Αυτό πραγματικά είναι αντικείμενο μελέτης , επειδή σου αφήνει την αίσθηση ότι τους είδες πολύ κι ότι το κατάφεραν ενώ στην ουσία δεν τους έχεις δει τόσο.
Όμως τι ωραία που έχει παραγγείλει το σενάριο και τους πιάνει από παιδική ηλικία , όπου εκεί σαφώς είναι σκηνοθετημένο. Παίζει συνεχώς με τα πήγαινε-έλα του χρόνου, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τη δομή μιάς προηγούμενης ταινίας του, από τις εξαιρετικές του των τελευταίων ετών, τον «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΚΟΠΕΥΤΗ», όπου μέσα από κει, έχοντας πιάσει και τους τρεις από τις παιδικές τους ηλικίες , μας βάζει στο κλίμα του ποιοι είναι, τρία ατίθασα παιδιά, κυρίως τα δύο λευκά, που παρουσιάζουν δυσκολίες προσαρμογής στο σχολείο κι είναι πλασμένα για κάτι άλλο, ίσως για μια κοινωνική προσφορά, μέσα από ποιές επιλογές προσπαθούν να γίνουν κάτι που να είναι συμβατό με τους χαρακτήρες τους και με τις επιδιώξεις τους και πως τελικά τα φέρνει η ζωή και το κάνουν πράξη.
Με ένα μοντάζ που, βοηθούμενο κι από το σενάριο, κάνει θαύματα, βλέπουμε να σημαντικοποιούνται καταστάσεις και να στήνονται εμπόδια που είναι κι αυτά τα οποία θα μας φτάσουν στο μακρύ, επώδυνο και ηρωικό φινάλε.
Βεβαίως κι ο Κλιντ είναι Αμερικάνος, είναι Ρεπουμπλικάνος, πιστεύει στις αρχές που πιστεύει και μέσα από την πίστη του σε αυτές τις αρχές, κάνει έργα που προάγουν αυτό το πνεύμα στο οποίο πιστεύει και ποτέ δεν ξεπέφτει στην προπαγάνδα διότι είναι αληθινός καλλιτέχνης και γνώστης. Το ηρωικό πνεύμα των τριών νεαρών είναι σαφές πως τον συγκίνησε και θέλησε να το μεταφέρει στην οθόνη κι ως πράξη αναγνώρισης κι από τον ίδιο, θέλησε να τους αποτυπώσει στην αιωνιότητα της κινηματογραφικής εικόνας κι όχι να τους υποδυθούν επαγγελματίες ηθοποιοί με τους οποίους θα μπορούσε να φτάσει σε πιο ηρωικά αποτελέσματα. Με επαγγελματίες ηθοποιούς , οπωσδήποτε θα ζητούσε ένα πιο περίπλοκο και σύνθετο σενάριο πάνω στις προσωπικότητες τους από το οποίο θα μπορούσαν να αναδειχτούν ερμηνείες. Ο Κλιντ Ηστγουντ δείχνει ότι προτίμησε να είναι πιο «ασφαλείς ερμηνευτικά» οι ρόλοι ώστε να αναδειχτούν οι αληθινοί ήρωες.
Όμως όπως συμβαίνει και με άλλους βετεράνους που επιμένουν να κάνουν ταινίες κι οι κριτικοί που τους ύμνησαν τους βαριούνται να τους βλέπουν κάθε χρόνο και στέλνουν καθοδήγηση μέσω πρόσβασης στα media και στους παπαγάλους που αποστηθίζουν, όπως το έκαναν με τον Γούντυ Αλλεν, το κάνουν και με τον Κλιντ. Και καταλήγουμε στις βαθμολογίες του IMDB που είναι απλώς για ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ. Δεν ψάχνουν για βάθος αλλά αναζητούν αφορμή για κράξιμο του καλλιτέχνη ή της ταινίας του. Χωρίς να ξέρουν τι αποδοκιμάζουν ακριβώς, απλώς γουστάρουν να φτύνουν ταινίες αντί να φτύνουν τα μούτρα τους.