Ενπάση περιπτώσει, το μπουλβάρ από μόνο του είναι καλοκαιρινό είδος διότι η ζέστη κατά τους θερινούς μήνες μειώνει την προσληπτικότητα, κι αυτός είναι ο λόγος που το κοινό αποζητά κάτι ανάλαφρο. Θα μου πείτε, μα το καλοκαίρι δεν γίνονται κι οι παραστάσεις του αρχαίου δράματος; Α, εκεί έχουμε άλλη συλλογιστική και διαφορετικού τύπου «ζωτικό χώρο»: Εκεί είναι «φεστιβαλικό» το πλαίσιο και στα πλαίσια γιορτής, ανεξαρτήτως ποιότητας παραστάσεων , ακούγεται ο τραγικός λόγος.
Το μπουλβάρ, αυτή την ανάλαφρη κωμωδία που αντλεί την ονομασία από τα εμπορικά θέατρα των μεγάλων λεωφόρων και δεν περιορίζεται μόνο στην κωμωδία αλλά πιάνει και το ανάλαφρο δράμα , το λεγόμενο «δραματάκι», το επέβαλαν οι Γάλλοι, το υπηρέτησαν οι Γάλλοι, το εξήγαγαν οι Γάλλοι, και σε μία φάση, εκεί στο Μεσοπόλεμο, είχαν βρει και σοβαρούς ανταγωνιστές , τους Ούγγρους. Αυτά ως προς τις καταβολές.
Στο διηνεκές και στο σήμερα και στην καθαρά κινηματογραφική λειτουργικότητα του «μπουλβάρ», οι Γάλλοι εξακολουθούν να το υπηρετούν, οι Αμερικάνοι που και στον κινηματογράφο και στο θέατρο το εμπλούτισαν κάποτε προσδίδοντας του και ψυχολογικά χαρακτηριστικά κι όχι μόνο «ποιος κοιμάται με ποιόν ή με ποιάν;», τα τελευταία χρόνια το έχουν ξεφτίσει. Οι Γάλλοι εξακολουθούν.
Το μπουλβάρ θέλει πάνω από όλα χάρη. Κι οι Γάλλοι το ξέρουν επειδή και στο θέατρο τους στηρίζονται σε ηθοποιούς τεχνικά καταρτισμένους , που ξέρουν να ατακάρουν ο ένας τον άλλο, που ξέρουν να παίξουν με ρυθμό. Κι οι συγγραφείς γράφουν από παλαιοτάτων για τέτοιους ηθοποιούς εξού κι οι ατάκες κι οι δομές των έργων πάνε πρίμα κι εναρμονίζονται με τους ηθοποιούς.
Στον κινηματογράφο όλα αυτά έχουν υποκατασταθεί από το μοντάζ που είναι αυτό που παρεμβαίνει στη σχέση συγγραφέα κι ηθοποιού και φροντίζει να κρατήσει το ρυθμό του. Ο ρυθμός είναι απαραίτητο στοιχείο για ένα καλό μπουλβάρ και σε αυτό επέμενε μια κορυφαία ΕΛΛΗΝΙΔΑ δασκάλα του είδους, η αείμνηστη ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Να μη χάνεται ο ρυθμός των ηθοποιών πάνω στη σκηνή. Στο σινεμά, οι Γάλλοι , όπως κι οι Αμερικάνοι, έχουν παραδώσει σοβαρότατα μαθήματα ρυθμού μέσω του μοντάζ που δεν φαίνεται.
Τα τελευταία χρόνια οι Γάλλοι έχουν δανειστεί από τους Αμερικάνους του πάλαι ποτέ και το ψυχολογικό στοιχείο αλλά η κρεβατοκάμαρα είναι αυτή που πάντα σε αυτούς πρυτανεύει.
Κωμωδία κρεβατοκάμαρας αλλά και ψυχολογικού, εύθυμου στοιχείου είναι το «ΠΟΥ ΘΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ ΑΠΟΨΕ;», το οποίο δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο παρά στο να γελάσει ο θεατής με μια υπόθεση τριγώνου: Του άντρα με τη διπλή ζωή. Οπου κάποια στιγμή η σύζυγος, θα αποφασίσει να παίξει ένα παιχνίδι, να έρθει κοντά και στην ερωμένη και να προτείνει αλλά του στυλ «αποφάσισα και διατάσσω» να τον μοιράζονται κανονικά τον σύζυγο με συγκεκριμένες μέρες. Κι εκεί πάνω πλέκεται η κωμωδία κι ανακατεύονται και τα δευτερεύοντα πρόσωπα ώστε να το μπλέξουν κωμικά ακόμα περισσότερο ενώ το σενάριο περιλαμβάνει και κάποιες πολύ ευχάριστες ή πολύ κωμικές σκηνές.
Κι όμως, διαβάζοντας κανείς το κείμενο μου έως εδώ, και βλέποντας και την ταινία, θα αισθανθεί πως κάτι του λείπει. Κάτι δεν τον ολοκλήρωσε. Κάτι δεν του ολοκλήρωσε μάλλον την ευφορία, σαν να του την «μάγκωσε».
Χμ! Τι είναι αυτό; Είπαμε πιο πάνω ότι το μπουλβάρ για να λειτουργήσει χρειάζεται πάνω από όλα χάρη. Κυρίως από αυτούς που θα το παίξουν. Τη γοητεία του φακού αν μιλάμε για σινεμά, της σκηνής αν μιλάμε για θέατρο. Ποια γοητεία; Η ταινία έχει σοβαρό πρόβλημα casting. Διότι καμία γυναίκα δεν είναι ιδιαιτέρως γοητευτική για το μπουλβάρ, παρόλο ότι η ΒΑΛΕΡΙ ΜΠΟΝΕΤΟΝ που παίζει τη σύζυγο , είναι ηθοποιός εξαιρετικού ρυθμού, έχει κάνει και θέατρο και μπορεί κι ανασύρει γοητεία μέσα από ένα τσαχπίνικο κι αβίαστο παίξιμο, η δε ΙΖΑΜΠΕΛ ΚΑΡΕ, που παίζει την ερωμένη, είναι κι αυτή πεπειραμένη, είναι και «σεζαρούχα» (κατά το «οσκαρούχα») και μπορούν μεταξύ τους οι δυό γυναίκες να κάνουν ερμηνευτικό παιχνίδι, χωρίς, όμως, να είναι θαμπωτικές. Εκείνος που προκαλεί την απορία κι όχι τόσο ο ηθοποιός όσο οι casting directors αλλά κι η σεναριογράφος – σκηνοθέτης ΑΛΕΞΑΝΤΡΑ ΛΕΚΛΕΡ που κατέληξε σε αυτόν, είναι ο πρωταγωνιστής ΝΤΙΝΤΙΕ ΜΠΟΥΡΝΤΟΝ. Για αυτό τον άντρα γίνεται το μαλλιοτράβηγμα; Και τον βάζει να κυκλοφορεί και γυμνός με τις μπάκες και τις πατσές να κρέμονται και την κοιλάρα σαν ετοιμόγεννος κι αυτός εκλήθη να παίξει το μήλον της έριδος των δύο γυναικών; Χώρια ότι με το πάχος του και σε συνδυασμό με τα όσα συμβαίνουν νομίζεις ότι ο ήρωας από στιγμή σε στιγμή θα υποστεί έμφραγμα κι αδυνατείς να διασκεδάσεις με το άγχος που σου μεταδίδει. Επιπλέον,κι η φωτογραφία περισσότερο μοιάζει σαν να βγήκε να φωτίσει κοινωνικό φιλμ παρά ένα χαριτωμένο μπουλβάρ συζυγικής απιστίας.
Να, αυτά είναι τα στοιχεία που δεν θα μπορεί να εξηγήσει ο θεατής στο «ναι μεν αλλά…» του.