Το «ΒΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ» είναι μιά τέτοια περίπτωση. Μια κωμωδία που βλέποντας την λες δύο πράγματα «Μα καλά, δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι εμείς μια τέτοια;» κι αμέσως ο έτερος λοβός του εγκεφάλου απαντά «ποιος θα τολμούσε να την κάνει αφού η κωμωδία είναι απαξιωμένη ως είδος, αφού οι «κριτικοί» θα την ρεζιλέψουν όπως έκαναν και με τις άλλες κωμωδίες και με το ελληνικό παρελθόν αλλά και με το «διεθνές» εκτός αν βγει κανένας ινστρούχτορας με προβιά «κριτικού» να δώσει εντολή για «αναγνώριση» κάποιων εκ των υστέρων, αφού έχουν περάσει καμιά 60αριά- 70αριά χρόνια, ίσως και περισσότερα, από την ταφή του νεκρού. Ο κομπλεξισμός απέναντι στην κωμωδία είναι τεράστιος κι οι περισσότεροι θεωρούν ότι έχουν ήσυχη τη συνείδηση με το να χαρακτηρίζουν κάθε κωμωδία που βλέπουν ως «σαχλαμάρα». Για το κοινωνικο-πολιτικό κομμάτι της ιταλικής κωμωδίας που θα συζητήσουμε , εκεί κι αν δεν θα πω τίποτε διότι ποιος θα την κάνει και δεν θα φάει την «λέζα» από «πολιτικούς» βλ. ερπετοειδείς γλειψιματίες του κρατικού κορβανά των πάλαι ποτέ επιχορηγήσεων αλλά και ποιος διδάσκει, και ποιος σπουδάζει την κωμωδία.
Η κωμωδία εμπεριέχει στα στοιχεία της και τη φάρσα και την παρεξήγηση και τη διόγκωση και την υπερβολή κι έχει άμεσο σκοπό να κάνει το θεατή να γελάσει.
Οι Ιταλοί στις κωμωδίες του και στη συγκεκριμένη φυσικά, τα έχουν όλα τα παραπάνω κι έχουν και την κοινωνική βάση της αναφοράς. Συγχρόνως, δείχνουν ότι ξέρουν, ότι έχουν μελετήσει, ότι έχουν σπουδάσει τα άπειρα είδη της κωμωδίας και δεν ντρέπονται για κανένα παρά μόνο χαίρονται που κατάφεραν το γέλιο.
Όμως , όπως στο δράμα, ζητούμενο είναι να καταφέρεις τον θεατή να συγκινήσεις (αυτό που οι μη γνωρίζοντες σινεμά παρά μόνο τα τσιτάτα των αγκιτατόρων με τομάρι «κριτικού» )πως «εκβιάζει τη συγκίνηση» και πρέπει να καταδικαστεί, νομίζουν δηλαδή ότι είναι κακό η συγκίνηση, άλλο τόσο κι ακόμα χειρότερα καταδικάζουν το γέλιο και το κύριο ένα ζητούμενο.
Από κει και πέρα, για να κάνεις κριτική σε κωμωδία πρέπει να σκαμπάζεις λίγο από τους κανόνες της.
Το «ΒΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ» είναι κάτι που επίσης μυρίζει… Ελλάδα. Μια κοπέλα που εργάζεται ως συντηρητής έργων Τέχνης, είναι και αυτή απλήρωτη από τον Οργανισμό για τον οποίο εργάζεται, εδώ και κάτι μήνες (καλή η ώρα όπως στην Ελλάδα) και ζει από τη σύνταξη της γιαγιάς (που για το ρόλο της τελευταίας έχουν διαλέξει την παραμένουσα σέξυ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΜΠΟΥΣΕ, η οποία εδώ και δεκαετίες έχει διαλέξει ως τόπο κατοικίας τη Ρώμη, κι ας μην είναι Ιταλίδα κι οι Ιταλοί την τιμούν ιδιαιτέρως- όχι μόνο οι αυτόχθονες αλλά κι οι καταγομενοι , είχα δει τον ΚΟΥΕΝΤΙΝ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟ αγκαλιά μαζί της σε μια συνέντευξη σε ιταλικό κανάλι να αναγνωρίζει την Μπουσέ ως role model για την ΝΤΑΪΑΝ ΚΡΟΥΓΚΕΡ στο «ΑΔΟΞΟΙ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΙ»). Κλείνει η παρένθεση.
Πεθαίνει, όμως, η γιαγιά ,που λέτε, κι η κοπέλα πανικοβάλλεται ότι πάει η σύνταξη, πως θα ζήσω τώρα που οι άλλοι δεν με πληρώνουν; Και μαζί με δύο φιλενάδες σκαρφίζονται ένα κόλπο: Να βάλουν τη γιαγια στο μεγάλο καταψύκτη , για να μη χάνει η ηρωίδα τη σύνταξη, εφόσον τη δηλώσει πεθαμένη, μέχρι να την πληρώσουν οι του Οργανισμού όπως της έχουν υποσχεθεί.
Στην άλλη άκρη, όμως, της ιστορίας, υπάρχει ένας τύπος του εκεί ΣΔΟΕ, , που έχει ξεσκεπάσει άπειρες απάτες που έχουν σκαρφιστεί τετραπέρατοι Ιταλοί στα χρόνια της κρίσης. Ο τύπος αυτός είναι τόσο σχολαστικός που οι συνάδελφοι του στην υπηρεσία κοιτάνε πώς να τον ξεφορτωθούν διότι για αυτόν ο νόμος και η επέμβαση του δεν γνωρίζει ούτε γιορτές ούτε σαββατοκύριακα. Κοιτάνε μήπως και του βρουν και καμιά γυναίκα διότι ως σχολαστικός ακραίας βολής , ενώ ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλους τους νόμους και τα ανθυπο-εδάφια περί φοροδιαφυγής κι απάτης, είναι τελείως σκράπας στις γυναίκες. Και τότε θα συμβεί κωμικό υπηρεσιακό επεισόδιο γνωριμίας με την κοπέλα της ιστορίας όπου η καλοπροαίρετη απατεώνισσα θα γίνει εξ αγνοίας της όργανο απαλλαγής του σχολαστικού από τους συναδέλφους του. Χωρίς να ξέρουν περί τίνος πρόκειται. Κι η κωμωδία ως είδος φορτώνει στα βαγόνια της και τη φάρσα και το «σλαπστικ» και τις ατάκες και τις αστείες κωμικές καταστάσεις αλλά και την κοινωνική αναφορά και ξεκινά ταξίδι διασκέδασης.
Η κωμωδία είναι γελαστική, πολιτισμένη, ευρηματική σε πολλά σημεία της αλλά και δηλητηριώδης στο κοινωνικό της κομμάτι και στην αναγνώριση εγχωρίων παθογενειών που τις μετατρέπει σε γέλιο, σε σκώμμα, όπως έλεγαν κάποτε για τις πένες των καλών επιθεωρησιογράφων στην Ελλάδα και στο ποια είναι η αποστολή τους.
Η πρωταγωνίστρια ΜΙΡΙΑΜ ΛΕΟΝΕ είναι ένα πανέμορφο κορίτσι και τυγχάνει να διαθέτει και προσόντα κωμικού. Ο ΦΑΜΠΙΟ ΝΤΕ ΛΟΥΙΤΖΙ είναι από τους γνωστούς της σύγχρονης Ιταλιας, ένας πολύ μετρημένος κωμικός που ελέγχει πλήρως τα μέσα του. Ξεχωριστά αξιοσημείωτη η ΛΟΥΤΣΙΑ ΟΚΟΝΕ που παίζει τη φιλενάδα η οποία αρέσκεται να κολλάει σε παντρεμένους…Μια θαυμάσια κωμική supporting ή ….attrice non protagonista, όπως αποκαλούν τις supporting στην Ιταλία…..
Επίσης αξίζει να επισημανθεί ο τρόπος χρήσης γνωστών τραγουδιών, ιταλικών και μη, στην παρέμβαση στην ιστορία.
Σκηνοθεσία: ΤΖΑΝΦΡΑΝΚΟ ΦΟΝΤΑΝΑ, ΤΖΟΥΖΕΠΕ ΣΤΑΖΙ.
Αξίζει να μελετηθεί το σενάριο του ΦΑΜΠΙΟ ΜΠΟΝΙΦΑΤΣΙ από όποιον ενδιαφέρεται να μάθει και να καταλάβει τι εστί σενάριο ΚΩΜΩΔΙΑΣ και πως αυτό γράφεται και παραδίδεται στους σκηνοθέτες. Όπως θα άξιζε, αν εδώ οι σχολές (λέμε τώρα….) δίδασκαν είδη, στο μάθημα της κωμωδίας να δίδασκαν μερικά ακόμα σενάρια του είδους που έχει γράψει αυτός ο σύγχρονος Ιταλός. Αλλα εδώ αγνοούν και τα ονόματα και μόλις κυκλοφορήσει μια τέτοια ταινία είναι φυσικό επακόλουθο να τη διαγράφουν με μια μονοκοντυλιά. Ασε που νομίζουν ότι όλα είναι του σκηνοθέτη, ακόμα και τα σενάρια (χωρίς να ξέρουν οι ¨κριτικοί», επαγγελματίες ή ερασιτέχνες) αν τα γράφει ή δεν τα γράφει ο ίδιος…. Το βλέπουμε κι από τα έργα του Χίτσκοκ τι του πιστώνουν.. Τις υποθέσεις των ταινιών… Άλλος μπελάς αυτός, άλλη ελληνική , κινηματογραφική παθογένεια.