Το πρώτο «ΜΑΜΜΑ ΜΙΑ» ήταν ένα θεατρικό μιούζικαλ, με αρχή, μέση και τέλος , με τα πιο πετυχημένα τραγούδια των ABBA, με ένα λιμπρέτο επηρεασμένο από τα «Παιδιά του Εδουάρδου» του Μαρκ Ζιλμπέρ Σωβαζόν, όπως το είχε παίξει η Κυβέλη, ή του «Η μαμά θέλει μπαμπά» όπως το ξανανέβασε η Κατερίνα, και με κάτι από «Φιλουμένα Μαρτουράνο» αλλά κι από σενάριο του Μέλβιν Φρανκ στο «Buena sera Mrs Cambell» που αναδεικνυόταν η Τζίνα Λολομπρίντζιντα, κι είχε και την ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ στην κινηματογραφική του μεταφορά να του δίνει απεριόριστο κύρος.
Είχε και την Ελλάδα, στην οποία διαδραματίζεται η υπόθεση, με το ελληνικό, καλοκαιρινό φως να έρχεται και να ολοκληρώνει αυτό το καλοκαιρινό πάρτυ όπου και στη σκηνή ακόμα, τόσο στην Αμερική όσο και στην Αγγλία που είχα δει αντιστοίχως δύο φορές την παράσταση, η σκηνογραφία εμπνεόταν από το μπλέ του Αιγαίου.
Κι ήταν ένα μιούζικαλ, καθαρά ψυχαγωγικό αλλά και πρωτοτυπίας όπου πάνω στα σουξέ των ABBA στηνόταν μια υπόθεση.
Ελα, όμως, που οι ΑΠΛΗΣΤΟΙ ήθελαν και «συνέχεια». Κάτι που μόνο στο «Grease» είχε συμβεί και το «Grease 2» απλά δεν βλεπόταν, όπως συμβαίνει και με τούτο εδώ το παρασκεύασμα , παρόλο ότι κι εκεί, στο Νο 2, έσκαγε μύτη ένα κορίτσι που θα γινόταν γρήγορα σταρ, η Μισέλ Φάιφερ, όπως συμβαίνει κι εδώ με την ΛΙΛΥ ΤΖΕΗΜΣ, που μπορεί να αποδειχτεί και ταλαντούχα στο μέλλον κι εκλήθη να αντικαταστήσει την ΜΕΡΥΛ ΣΤΡΗΠ. Διότι η Μέρυλ δεν είναι κορόιδο να εμπλακεί σε μια τέτοια υπόθεση.
Δεν το είδαμε να συμβαίνει σε κανένα άλλο μιούζικαλ . Κι αν υπάρχει η εξαίρεση του «Funny Girl», που αργότερα έβγαλε την «Funny Lady» , εκεί δεν είχαμε παρά μια νέα υπόθεση αλλά με την ίδια ηρωίδα. Και με διαφορετικό παρτενέρ σε διαφορετικό ρόλο και με ιστορία άλλου τύπου.
Εδώ μιλάμε για το διαρκές αναμάσημα των όσων έχουμε δει και ξέρουμε, απλώς τους βλέπουμε στα νιάτα τους αλλά να ξαναλένε τα ίδια, με διαφορετικούς ηθοποιούς φυσικά, και όταν εμφανίζονται εκείνοι που ξέρουμε ο ΠΗΡΣ ΜΠΡΟΣΝΑΝ, ο ΚΟΛΙΝ ΦΕΡΘ, κι ο ΣΤΕΛΑΝ ΣΚΑΑΡΣΓΚΑΡΝΤ τους βλέπουμε που βαριούνται θανάσιμα. Όπως βαριέται κι η Μέρυλ που βγαίνει στο τέλος τέλος να πει δυό τραγούδια και δεν δίνει απολύτως τίποτε – που πήγε εκείνη η ενέργεια της που χοροπήδαγε σαν Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» στο πρώτο φιλμ, λες κι ήταν κοριτσάκι;
Το έργο είναι άρρυθμο, έχει κάτι από τη βαρεμάρα των συντελεστών που δεν τους εμπνέει και φαίνεται, σε επίπεδο είδους μιούζικαλ δεν καταδέχομαι να γράψω κριτική για το πώς μπαίνουν και βγαίνουν τα τραγούδια κι εκείνα τα περί «ξέφρενου ελληνικού καλοκαιριού» είναι επίσης αναμασήματα σκηνών του προηγούμενου φιλμ. Τέτοια «αρπαχτή»…. ¨Ημαρτον!
Κι ούτε φυσικά η Κροατία καταφέρνει να αντικαταστήσει την Ελλάδα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του διευθυντή σκηνογραφίας και των συνεργατών του να βρουν σημεία που να θυμίζουν Ελλάδα: Προδίδονται από το ΦΩΣ, από εκείνο το φως που καθρέφτιζε το γαλάζιο του Αιγαίου κι έδινε στο φιλμ «χρώμα».
Μόνο στο τέλος που βγαίνει η ΣΕΡ στο ρόλο της γιαγιάς του κοριτσιού, η μάνα ας πούμε της Μέρυλ, ναι, εκεί συμβαίνει κάτι. Εκεί εμφανίζεται η ΣΕΡ, αστραφτερή, πλαστικοποιημένη (κι είναι η μόνη που πάνω σε αυτό το αισθητικό θέμα σε υποχρεώνει για σεβασμό επειδή η ίδια πάνω σε αυτό έχει κάνει επένδυση ως και σε επίπεδα αυτοσαρκασμού) κι αστράφτει. Κι όχι μόνο αστράφτει αλλά εντυπωσιάζει και με τη φωνή της. Σε αυτή την ηλικία, μετά από τόσα χρόνια τραγούδι, η φωνή της να κρατά αυτό το βάθος που την έκανε πάντα αναγνωρίσιμη.
Αν δεν περίμενα να εμφανιστεί η Σερ θα είχα φύγει από το διάλειμμα. Και θα το έγραφα φυσικά!
Βαρεμάρα και θυμός δούλευαν εκ παραλλήλου σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μέρους.
Λυπάμαι πολύ.
ΥΓ. Τον σκηνοθέτη ΟΛ ΠΑΡΚΕΡ δεν θέλω να τον κρίνω διότι γυρίζοντας σπίτι μετά την ταινία και θέλοντας να συνέλθω από το «μιούζικαλ» με ένα ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ, έβαλα κι είδα το «THE BAND WAGON(ENA XOΡΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ) του ΒΙΝΤΣΕΝΤΕ ΜΙΝΕΛΛΙ κι εκεί, στην υπόθεση, υπάρχει θεατρικός σκηνοθέτης που θεωρείται πετυχημένος στο δράμα και στο κλασικό ρεπερτόριο και θέλει να ανεβάσει μιούζικαλ αλλά δεν ξέρει το είδος. Κι ανεβάζει μια «μπούφλα» που αναλαμβάνουν οι του μιούζικαλ να την σουλουπώσουν και να την αναδείξουν κι ο σκηνοθέτης παραδέχεται την ανεπάρκεια του για το είδος.. Με βάση την ταινία του Μινέλλι είπα να μην καταδικάσω με την μία κι ολοσχερώς τον Ολ Πάρκερ ως «άσχετο». Μπορεί και να μην του πηγαίνει το είδος. Μπορεί και να τον παγίδευσαν. Το σινεμά είναι πολλές φορές «ου μπλέξεις» όμως κι εδώ, όπως και στις πυρκαγιές της Αττικής, κάποιος αναλαμβάνει, κάποιος ΠΡΕΠΕΙ, να αναλάβει την ΕΥΘΥΝΗ.