Ναι, διότι αυτός που το υπογράφει τόσο ως σενάριο όσο κι ως story, ως «υπόθεση» να το πούμε έτσι , ο ΣΚΟΤ ΣΜΙΘ, έχει πίσω του μια υποψηφιότητα για Οσκαρ σεναρίου σε πολύ ενδιαφέρον έργο, στο «ΕΝΑ ΑΠΛΟ ΣΧΕΔΙΟ» (του Σαμ Ράιμι) . Σαφώς ,κι όλα τα σενάρια ενός σεναριογράφου, όπως και τα βιβλία ενός συγγραφέα ή και τα θεατρικά του ( αν ασχολείται προς τα εκεί) μπορεί να μην είναι πάντα ίδια αλλά δεν μπορεί να είναι κι έτσι, όπως είναι στη «ΣΙΒΗΡΙΑ». Η , όπως ήταν και στο «ΜΑΜΜΑ…ΔΥΟ» όπου κι εκεί ανακατευόταν στο σενάριο το όνομα σεναριογράφου περγαμηνών, του ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΚΕΡΤΙΣ (κι εκείνος υποψήφιος για Οσκαρ σεναρίου –«Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία») και το αποτέλεσμα δεν δικαιολογεί. Οσο κι αν έχω πολλές φορές τοποθετηθεί με το δόγμα πως «σε πολλές περιπτώσεις το σινεμά είναι ΟΥ ΜΠΛΕΞΕΙΣ» εν τούτοις ως εργοκεντρικός κι αριστοτελικός, με ένα αποτέλεσμα σαν το «έρωτας στη Σιβηρία» ή του «Μάμμα…Δύο», δεν παύω να μένω κατάπληκτος.
Δεν ξέρω τι μπορεί να έφταιξε και που καθοδόν η δουλειά να χάλασε, πάντως εκείνο που έχω να πω βλέποντας τις δύο ταινίες και επί της παρούσης το «Ερωτας στη Σιβηρία» λέω πως με τέτοιο σενάριο πως ξεκινάς; Δεν ξεκινάς….. !! Βέβαια, αυτά τα λέω εγώ και δεν τα λένε εκείνοι που τα έκαναν ή που υποχρεώθηκαν να τα κάνουν. Η αποτυχία όμως χρεώνεται σε αυτόν που την έχει κάνει, σε αυτόν που την υπογράφει και δεν γίνεται να μην αναλαμβάνουν ευθύνες.. Για να μην ξαναπώ πάλι για τις πυρκαγιές της Αττικής.
Το δεύτερο μέρος ειδικά έρχεται να μας αποδείξει πως δεν οδηγείται πουθενά, δεν πάει πουθενά, δεν υπάρχει επί της ουσίας υπόθεση που να πρέπει σεναριακά να γεμίσει.
Διότι στο ξεκίνημα έχει συμβεί τα εξής εκπληκτικό: Η ταινία σου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Σε γοητεύει. Σε μπάζει σε κάτι. Σε μια αναζήτηση, σε μια περιπέτεια, με τον Αμερικάνο έμπορο διαμαντιών που πάει επαγγελματικό ταξίδι στη Ρωσία, συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη αλλά κάποιοι τον καθυστερούν, κάποιοι τον στήνουν, κάποιοι τον κοιτάζουν ερευνητικά, σκοτεινά ή και καχύποπτα , τον θεατή τον κεντρίζει το μυστήριο και τον εξιτάρει ακόμα περισσότερο όταν σύντομα πρέπει να μεταφερθεί ο ήρωας στη Σιβηρία για μια αινιγματική συνάντηση.
Η φωτογραφία είναι παραπάνω από θαυμάσια, ο ρυθμός εξαιρετικός , κεντημένη η αγωνία του θεατή και πάνω από όλα αστράφτει ο ΚΗΑΝΟΥ ΡΗΒΣ για τον οποίο θέλω να πω πως αν και δεν είχε διακριθεί ως ηθοποιός ιδιαιτέρως, αν και είχε φάει έως και ειρωνεία από πολλούς περί «αγγουριού», ανέκφραστου κλπ, με τα χρόνια βλέπω άλλα πράγματα. Κάνω εδώ μια παρένθεση ειδικά για αυτόν διότι από το «CONSTANTIN» και μετά, που σχεδόν σαν να επανεμφανίστηκε μετά από κάποια περίοδο αφάνειας (μην μπερδέψουμε την αφάνεια με την ανεργία) και ειδικά με το «JΟΗΝ WICK 1 και 2» (το Νο2 στη συγκεκριμμένη περίπτωση μου αρέσει κι εξαιρετικά κι όχι μόνο για τη Ρώμη…) βλέπω έναν ωριμασμένο άνθρωπο, ένα ηθοποιό που έχει ¨γεμίσει» το πρόσωπο του με εμπειρία κι αυτό μπορεί να το μεταδώσει κι ο φακός του φέρεται εξαιρετικά φιλικά και πολύ καλά κάνει. Αυτή τη στιγμή ο ωριμασμένος ΚΗΑΝΟΥ ΡΗΒΣ διαθέτει μια πρωταγωνιστική παρουσία τρομερά υπολογίσιμη, μπόρεσε να σηκωθεί και πάλι με τα έργα δράσης κι αν υπήρχε studio system του παλιού, καλού καιρού θα τον είχαν φροντίσει σε αυτή την ωρίμανση και με καλύτερα σενάρια και με συγκέντρωση ενδιαφέροντος του στουντιο στο να τον παρουσιάσουν ως ώριμο και σοβαρό ηθοποιό.
Θυμάμαι κάτι που είχε πει η Ινγκριντ Μπέργκμαν για τον Γκάρυ Κοούπερ και για το τι πράαγμα είναι ο φακος και πως μπορεί να ανδείξει κάποιον. Είχε πει λοιπόν η Μπέργκμαν πως τα πόδια της έτρεμαν τη μέρα που θα πήγαινε για το πρώτο γύρισμα του ¨Για ποιόν χτυά η καμπάνα;» διότι θα συμπρωταγωνιστούσε με το είδωλο της, με τον ηθοποιό που θαύμαζε. Στο πρώτο γύρισμα είδε τον Γκάρυ Κούπερ να μην παίζει, να τα ρίχενει τα λόγια απλά κι ανέκφραστα, σχεδόν σαν να ξυνασάριζε. Τα έχασε αλλά πιο πολύ τα έχασε όταν είδε ότι ο σκηνοθέτης Σαμ Γουντ είπε «μπράβο!». Εκείνη νόμισε πως ήταν δοκιμαστικό κι ο σκηνοθέτης το είχε αποτυπώσει. Και το βράδυ μετά το τέλος των γυρισμάτων πάνε να δουν τις λήψεις της μέρας. Κι η Μπέργκμααν μένει εμβρόντητητη διότι στη σκηνή εκείνη που ο Γκάρυ Κουπερ σχεδόν δεν έπαιζε καθόλου παρά μουρμούραγγε, είδε μπροστά της τον μεγάλο ηθοποιό που θαύμαζε. Πως ήταν δυνατόν; Και τότε κατάλαβε τι σημαίνει ΦΑΚΟΣ και τι σημαίνει να σε θέλει ο κινηματογράφος!
Ενπάση περιπτώσει, η πρωταγωνιστική παρουσία του Ρηβς στη «Σιβηρία» είναι από τα στοιχεία έλξης του πρώτου μέρους, μαζί με όλα όσα ανέφερα σε ανωτέρω παράγραφο περί του πως γοητεύει η ταινία στο ξεκίνημα της.
Στη συνέχεια μας κρατά (επανέρχομαι στην ταινία) το ενδιαφέρον με τα συμβαίνοντα στη Σιβηρία και με τις παρασκηνιακές εξελίξεις στην Αγία Πετρούπολη, μόνο που ένα καμπανάκι κινδύνου αρχίζει και κτυπά εντός μας ότι είναι ο Κηάνου, είναι η φωτογραφία, είναι ο ρυθμός είναι όλα αυτά αλλά την υπόθεση δεν βλέπω να εξελίσσεται . Όμως παραμένει το μυστήριο.
Στο τελευταίο κομμάτι, στη λεγόμενη «λύση» αλλά και πριν από αυτήν για κάποιους μη υπομονετικούς, όλα έχουν τιναχτεί στον αέρα. Το έργο δεν είχε τίποτα να πει, μόνο σύγχυση να δώσει, από τη σύγχυση δεν ξέφυγε ποτέ και στο τέλος, παρά το δραματικό φινάλε, βγαίνεις μονολογώντας απογοήτευση… όχι όμως για τον Κηάνου, που είναι ο βασικός νικητής της ταινίας αλλά και που δεν την έσωσε. Τον εαυτό του όμως τον διέσωσε.
Οι αναρωτήσεις με ακολούθησαν σε όλη τη διαδρομή από το τέλος της ταινίας και για κάποιες ώρες μετά.
Το «πως είναι δυνατόν;» με απασχόλησε για ώρες. Όχι επειδή είναι ταινία δράσης να την περιφρονήσουμε . Κι αυτή ΣΙΝΕΜΑ είναι όπως είναι και τα άλλα.
Με απασχόλησε κυρίως λόγω του σεναρίου αλλά τόσο για το σεναριογράφο (και τον συνεργάτη του στο story)όσο και για τα σκηνοθέτη. Διότι κι ο ΜΑΘΙΟΥ ΡΟΣ μπορεί να μην είναι φίρμα , μπορεί να μην ασχολουνται μαζί του οι διάφοροι αλλά ως ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ δεν μου φάνηκε άσχετος, τουλάχιστον ως προς το είδος. Κάθε άλλο! Ολο αυτό το ότι μας κράτησε μέχρι ενός σημείου το ενδιαφέρον και περιμέναμε με το ίδιο ενδιαφέρον το παρακάτω, έχει πολύ να κάνει με το πώς έστησε την ταινία και με το πώς παρακολουθούσε τον Κηάνου Ρηβς ως μεγάλο ατού. Αρα, πως κάνεις ένα τέτοιο έργο αφού βλέπεις ότι το σενάριο δεν σε πάει πουθενά;
Επίσης, τις ακόμα μεγαλύτερες απορίες τις έχω για το σεναριογράφο ΣΚΟΤ ΣΜΙΘ, ξέροντας τον. Με την προιστορία του και τις γνώσεις του, αυτό το σενάριο αν του το είχε φέρει φοιτητής του, θα του το είχε επιστρέψει και θα του το είχε γεμίσει κοκκινάδια κατεπειγουσών διορθώσεων, συμπληρώσεων κι επισημάνσεις ελλείψεων.
Να υποθέσω ότι τους πήγαν ένα story, που το είχε γράψει ο ΣΤΗΒΕΝ ΧΑΜΕΛ, τους φάνηκε ενδιαφέρον ως αρχική ιδέα, ανέθεσαν τη συγγραφή-μετατροπή του σε σενάριο στον ΣΚΟΤ ΣΜΙΘ αλλά αυτό δεν έβγαινε, μετά (ίσως και πριν τη συγγραφή) χρειάστηκε να συμπληρώσει το story κι ο Σμιθ κι εκεί άρχισαν τα μπρος πίσω κι οι «παρελκυστικές τακτικές» όπως θα έλεγαν κι οι πολιτικο-θεωρητικοί;
Όμως με υποθέσεις, δουλειά δεν γίνεται. Διότι οι υποθέσεις μπορεί να είναι κι αυθαίρετες. Γι αυτό και διδαχτήκαμε τον ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ, αυτό που λέει δηλαδή, αυτό που ΔΕΙΧΝΕΙ το έργο. Και το έργο ως ολοκληρωμένο προϊόν έχει ΠΡΟΒΛΗΜΑ.
Το μόνο μη πρόβλημα είναι ο ΚΗΑΝΟΥ ΡΙΒΣ.