Τα λέω όλα αυτά ως εισαγωγή για να μπαίνουν οι αναγνώστες στο πνεύμα και προσωπικώς ως Ακαδημαϊκός έμεινα πρώτα με την αναρώτηση κι ύστερα προχώρησα στη μελέτη και στην εξήγηση. Στο γεγονός δηλαδή πως από το σύνολο της ισπανικής παραγωγής, η Ισπανική Ακαδημία επέλεξε αυτή την «εγγλέζικη» έστω κι αν υπογράφεται σκηνοθετικά από Καταλανή. Κι επειδή στην Ακαδημία μετρούν τα επιτεύγματα, η εξήγηση που έδωσα είχε να κάνει με το περιεχόμενο ενώ από δικές τους ταινίες όπως για παράδειγμα «Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ» κράτησαν τις «τεχνικές» διακρίσεις αλλά τα μεγάλα πήγαν σε αυτήν.
Η λεπτότητα του περιεχομένου προφανώς συγκίνησε και παρακίνησε την εκτίμηση των Ισπανών κινηματογραφιστών κι είναι βέβαιο πως αν μιλούσαμε αυτή τη στιγμή για τα Οσκαρ, αν είχε συμβεί στα Οσκαρ κάτι τέτοιο, κι έχει συμβεί κατά καιρούς, θα το γυρνούσαν όλοι στο «κανιβάλισμα», επειδή από άγνοια του αντικειμένου νομίζουν ότι έτσι έπρεπε να κάνουν.
Αλλοι, προκειμένου να θίξουν, θα το χαρακτήριζαν «ξεπερασμένο», άλλοι «ακαδημαϊκό», άλλοι «χιλιοειπωμένο».. Τώρα, επειδή αγνοούν τα «Γκόγια» και τις Ακαδημίες εν γένει κι επειδή είναι απασχολημένοι με το …. ΜΑΜΜΑ ΔΥΟ, δεν παίρνουν χαμπάρι περί αυτού.
Αξίζει, όμως, όσοι ενδιαφέρονται για περισσότερη μύηση στα μυστικά του σινεμά μέσω κινηματογραφιστών, μέσω Ακαδημιών δηλαδή, κι όχι μέσω αβέβαιων περί κινηματογραφικής κατάρτισης θεωρητικών, κριτικών εντός ή εκτός εισαγωγικών και λοιπών κλπ, κλπ, να υποψιαστούν τι μπορεί να σημαίνει σκηνοθεσία κι ότι οι Ισπανοί επέλεξαν αυτή την «ακαδημαϊκή», όπως θα έλεγαν κάποιοι, σκηνοθεσία.
Διότι η σκηνοθεσία τι είναι; Η αποτύπωση του έργου στην οθόνη.
Κι εδώ έχουμε ένα έργο περιεχομένου που αφηγείται μια ιστορία η οποία πρώτα γράφτηκε σε μυθιστόρημα κι ύστερα αποτυπώθηκε σε σενάριο για να μεταφερθεί στην οθόνη κι η ιστορία αυτή μας μεταφέρει στην Αγγλία του 1959 αν δεν απατώμαι, σε μια επαρχία, με ηρωίδα μια χήρα που λατρεύει τα βιβλία, που έχει ζήσει τη ζωή της μέσα στα βιβλία , που βλέπει τα πάντα μέσα από τα βιβλία και που τα βιβλία καθορίζουν τη συμπεριφορά της και τη ζωή της… Με αποτέλεσμα, κάποια στιγμή να θέλει να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο-κέντρο Πολιτισμού όπου να βρίσκουν θέση και τα «απαγορευμένα» βιβλία αλλά προσκρούει σε συντηρητικούς θεσμούς και παράγοντες. Και μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή της βιβλιόφιλης ηρωίδας οι άνθρωποι που εμφανίζονται μπροστά της κι εκπροσωπούν σύστημα κι αξίες, εμφανίζονται με σάρκα και οστά, γίνονται χαρακτήρες, άνθρωποι ολοκληρωμένοι με δική τους ζωή είτε αντιστρατεύονται είτε κατανοούν είτε εμψυχώνουν την «ιδεολόγο» περί βιβλίων βιβλιόφιλη.
Το έργο είναι λεπτά κεντημένο στις αποχρώσεις των ανθρώπων αλλά και στη συνύφανση με το περιβάλλον, με το εγγλέζικο φωτεινό (κι όχι μουντό) γκρι, διότι το συγκεκριμένο «γκρίζο» έχει φως αλλά έχει και μελαγχολία, με το ρυθμό που ακολουθεί την ανάγνωση ενός βιβλίου, κι ο ρυθμός αυτός δεν είναι γοργός όπως άλλωστε και τα βιβλία δεν είναι όλα (για να μην πω τα περισσότερα) γοργά στη δράση τους. Κι αυτός ο σχετικά αργός ρυθμός μπορεί να κάνει πολλούς να αναρωτηθούν και για τη σημαντικότητα της ταινίας, μιάς τέτοιας ταινίας, εν έτει 2017 (έτος παραγωγής) ή να τους φανεί «λίγο» επειδή μέσα τους δεν έχουν οριοθετήσει επακριβώς το «πολύ» και μπερδεύονται.
Το έργο διαθέτει λογοτεχνικούς χαρακτήρες που το επιδέξια διασκευασμένο σενάριο τους μεταβάλει σε κινηματογραφικούς με το να δείχνουν αυτό που σκέπτονται ή αισθάνονται κι όχι να το «μιλάνε» όπως θα έκανε ένα βιβλίο και τελικώς υμνεί την αγάπη ενός ανθρώπου για το βιβλίο που είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για αυτό, να μην υποχωρήσει, να γίνει ένας καθολικός, ένα οικουμενικός χαρακτήρας- κι ο άνθρωπος αυτός είναι ΓΥΝΑΙΚΑ.
Την υποδύεται η ΕΜΙΛΥ ΜΟΡΤΙΜΕΡ, στον καλύτερο ως τώρα ρόλο της, σε μια απόλυτη ταύτιση με το ρόλο, που πρώτα πρόσθεσε πράγματα στο ρόλο τον οποίο περιποιήθηκε ως ευσυνείδητη κι ενσυνείδητη ηθοποιός κι ύστερα άρχισε να του αφαιρεί ώστε να τον κάνει συμβατό με τις απαιτήσεις του φακού, να είναι ένας ρόλος λιτά παιγμένος κι ας είναι γεμάτος ενισχύσεις από την ηθοποιό.
Οι ερμηνείες γενικώς είναι η επένδυση της σκηνοθεσίας στο να πάρει σάρκα κι οστά το έργο στην οθόνη, είναι ο τρόπος για την αποτύπωση και προβολή του περιεχομένου.
Οι ερμηνείες είναι όλες εκλεκτές και συντονισμένες μεταξύ τους κι αξίζει για όλους τους ηθοποιούς. Ποιον να πρωτοθυμηθείς εκτός της Μόρτιμερ; Τον ΜΠΙΛ ΝΑΪ με τις αποχρώσεις του επίσης χήρου βιβλιόφιλου που νιώθει την ηρωίδα; Η την εκπληκτική Αμερικανίδα ηθοποιό ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ ΚΛΑΡΚΣΟΝ σε ρόλο που την εντάσσει πλήρως στη βρετανική νοοτροπία, σκηνοθετημενη από Καταλανή; Τι θαυμάσιοι ηθοποιοί. Ή εκείνο το κοριτσάκι που το είχαμε δει και στο «ΔΕΚΑ ΥΠΟΠΤΟΙ ΓΙΑ ΦΟΝΟ», την ΟΝΟΡ ΝΙΦΣΕΫ που είναι τόσο επαρκώς συντονισμένο με τη λογοτεχνικότητα του έργου και με τους άλλους;
Είναι έργο που μιλάει σε εκείνους που λατρεύουν τα βιβλία αλλά και στους άλλους που μπορούν να καταλάβουν το τι μπορεί να σημαίνουν για τους ανθρώπους κάποια πράγματα, όπως εδώ το πάθος της συγκεκριμένης ηρωίδας.