Το «ΚΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΥΧΗ» είναι «θερινίλα» αλλά όχι στο 100 ο/ο. Τη χαρακτηρίζω έτσι επειδή στο δεύτερο μέρος- στο τρίτο , για να είμαι πιο ειλικρινής, στη «λύση»- μεταβάλλεται σε προβληματική οπότε εξηγείται κι η θερινή έξοδος…
Το μέγα προσόν της είναι οι καλοί ηθοποιοί. Η ΤΟΝΙ ΚΟΛΕΤ, που είναι έτσι κι αλλιώς ταλέντο κι ως ταλέντο μπορεί κι ανταπεξέρχεται, ως ταλέντο μπορεί και παίζει την κομεντί κι ας μην είναι καμωμένη για τον αέρα της αλλά από την άλλη παίζει και μια τόσο αντιπαθητική ηρωίδα που ενώ η ηθοποιός πασχίζει να της δώσει κωμικότητα, αέρα και χάρη, η ίδια η ηρωίδα της βάζει προσκόμματα. Πάντως η Κολέτ κάνει τα αδύνατα δυνατά. Η ΡΟΖΙ ΝΤΕ ΠΑΛΜΑ είναι απολύτως εξαιρετική, το κάνει δικό της αλλά κι η σεναριογράφος σκηνοθέτης ΑΜΑΝΤΑ ΣΘΕΡΣ (Γαλλίδα είναι…τι γαλλικό όνομα είναι αυτό; Τες πα) δεν παίζει με τη φυσική της εμφάνιση, τη μεταχειρίζεται όπως ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ τη ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ που τη χρησιμοποιούσε ως κωμική καρατερίστα κι όχι ως «άσχημη». Σε αντίθεση με άλλους…. Ο ΧΑΡΒΕΪ ΚΑΪΤΕΛ είναι λίγο υποτονικός για το είδος αλλά ως παρουσία δίνει το κάτι του. Κι οι υπόλοιποι που τους πλαισιώνουν είναι όλοι τους απολύτως εξαιρετικοί.
Αυτό είναι το πρώτο θετικό.
Το δεύτερο θετικό είναι πως στο πρώτο μέρος και λίγο μετά τη μέση, βλέπουμε να στήνεται μια εκλεπτυσμένη φάρσα η οποία περισσότερο μπορείς να πεις ότι στηρίζεται και σε σεναριακό εύρημα παρά στις συμπτώσεις: Το ότι ένα ζεύγος πλούσιων Αμερικάνων που έχουν εγκατασταθεί στο Παρίσι, δίνουν ένα δείπνο με καλεσμένα 12 άτομα, μόνο που απότομα καταφθάνει κι ο γιός του οικοδεσπότη από τον πρώτο γάμο και τα άτομα γίνονται 13. Η οικοδέσποινα , νευρωτική, προληπτική και σνομπ, δεν θέλει γρουσούζικο αριθμό στο τραπέζι και καλεί την υπηρέτρια να συμπληρώσει το.. καρέ, να καθίσει με τους συνδαιτυμόνες, την οποία δασκαλεύει στο να μιλά λίγο κι ότι θα την παρουσιάσει, μια κι είναι ισπανικής καταγωγής (εξ ου κι η Ρόζι Ντε Πάλμα) ως αριστοκράτισσα Ισπανίδα, που συνδέεται και με τον Οίκο των Βουρβόνων. Με εκλεπτυσμένο τρόπο στήνονται οι κωμικές καταστάσεις αλλά η σκηνοθέτης σεναριογράφος θέλει να του δώσει και δραματικό τόνο, να μην το εγκλωβίσει στη φάρσα, αρχίζει και χάνει τον έλεγχο του υλικού της κι η φάρσα οδηγείται σε αδιέξοδο.
Παρόλο ότι ως φωτογραφία, ως σκηνογραφία, ως ρυθμός, ως μοντάζ, ακόμα και ως ήχος βρίσκεται κινηματογραφικά στο πνεύμα του είδους, στο πνεύμα της κωμωδίας. Το σκηνικό δείχνει πολυτέλεια, η φωτογραφία το προβάλλει με φωτιστικές συνθέσεις, παίζεται με χάρη και με καλό συντονισμό. Το αδιέξοδο , όμως, στο οποίο οδηγείται σε κάνει αν αναπολείς τις καλοκαιρινές επαναλήψεις.