Ναι, σε μια εποχή που περικυκλωνόμαστε από το «based on a true story» και καταλήγουμε στη σοβαροφάνεια όταν πρόκειται για τα «σοβαρά» και στα βιντεοπαιχνίδια ή στα κόμικς όταν παραπεμπόμαστε στα «blockbusters», εδώ ξαφνικά βρισκόμαστε ενώπιον μιάς απόλυτης φρεσκάδας. Ενός έργου «επιστημονικής φαντασίας» που συνδέεται με το αστυνομικό και με τη δράση και που ξεδιπλώνει ταλέντα. Το αν αυτά θα αποδειχτούν ταλέντα διαρκείας δεν το γνωρίζουμε, δεν ξέρουμε τα όρια του καθενός που τελειώνουν γι αυτό και μένουμε στο συγκεκριμένο έργο. Το οποίο ανανεώνει , χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις ή τυμπανοκρουσίες, το είδος.
Κάπου στο κοντινό μέλλον λοιπόν, ένας τύπος, ο Γκρέι, που έχει μανία με τα αυτοκίνητα αλλά τον περιβάλει ασφυκτικά η τεχνολογία, ένα βράδυ μετά την επίσκεψη του σε ένα πολύ ιδιόρρυθμο πελάτη που έχει να του δείξει κάτι προχωρημένο περί της τεχνολογίας, κάνει ατύχημα με το αυτοκινούμενο αυτοκίνητο, δέχεται επίθεση κι από συμμορία κι η επίθεση καταλήγει στην αναπηρία τη δική του και στο θάνατο της αγαπημένης του, η οποία τον συνόδευε.
Η τεχνολογία, όμως, του την έχει «στημένη». Κι ο πελάτης , επίσης. Με τη βοήθεια ενός «τσιπ» που θα του εμφυτέψουν, θα μπορέσει να ανακτήσει περπάτημα, δυνάμεις και άκρα. Συγχρόνως, όμως, και μυστήριο γύρω από τα διάφορα κενά που τον προβληματίζουν καθώς και τη συναίσθηση διαρκούς κινδύνου από κάτι. Θα συμβούν πολλά μέχρι να καταλήξουμε στο απροσδόκητο τέλος, το οποίο, όμως, είναι τόσο πανέξυπνα φτιαγμένο ώστε μπορεί να διαβαστεί και εις διπλούν (δεν μπορώ να πω περισσότερα) αν κι η ταινία ξεκαθαρίζει με τον τρόπο της ότι το τέλος είναι ένα. Δεν μας μπερδεύει δηλαδή, δεν εκδηλώνει αμηχανία στο πώς να το κλείσει, πανέξυπνα, όμως, για εκείνους τους θεατές που ταυτίζονται με τους ήρωες, ακόμα και στα έργα φαντασίας, έχει μια εναλλακτική εκδοχή για να δουλέψουν στο μυαλό τους και να ικανοποιηθούν με εκείνη.
Κι αυτό, ακριβώς επειδή έχει σενάριο. Κι επειδή από το σενάριο ξεπηδούν οι χαρακτήρες και μόνο τότε μπορείς να αισθανθείς και να πεις ότι ταυτίστηκες με κάποιον ή ότι σε παρέσυρε η αγωνία κάποιου. Αυτά όλα είναι θέματα σεναρίου. Μόνο το ολοκληρωμένο σενάριο, οποιουδήποτε είδους, είναι ικανό να δημιουργήσει, να προκαλέσει ταυτίσεις και απωθήσεις .
Ο τύπος που έκανε το έργο και λέγεται ΛΗ ΓΟΥΑΝΕΛ, έχει γράψει και το σενάριο και το έχει σκηνοθετήσει επίσης. Ξέρει κι από τα δύο τα πάμπολλα. Γνωρίζει τα είδη κι από είδη, και στο συγκεκριμένο είδος, σκαμπάζει κι από χαρακτήρες μέχρι που μπορεί να τους φτάσει αλά κι από δράση κι από ατμόσφαιρα, ακόμα κι από κλισέ. Μερικά κλισέ είναι πάντα απαραίτητα για να δίνουν στο θεατή την αίσθηση του είδους που παρακολουθεί, να δίνουν ταυτότητα.
Ατμόσφαιρα νυχτερινή, φοβερές φωτιστικές συνθέσεις όπου εσωτερικά κι εξωτερικά πλάνα μοιάζουν να γίνονται ένα, φοβερός ρυθμός στην σεναριακή αφήγηση ώστε να πάρει ροή κι η ταινία κατά τη σκηνοθέτηση της, έλεγχος αυτού του ρυθμού ώστε να αποκτά ένταση , να σφίγγει δηλαδή ο ρυθμός, χωρίς να χάνει από ροϊκότητα αλλά και να μην εκτραπεί σε χαλαρότητα κι αυτό το πετυχαίνει με τη διαρκή εξέλιξη προσώπων μέσα στην επιστημονική φαντασία που το ενέταξε.
Δεν είναι δηθενιά, δεν είναι απατεωνιά, δεν περιμένει τους «θεωρητικούς» και τους «κριτικούς» να συμπληρώσουν τα κενά ώστε να αρχίσουν να μιλούν για auteur, για αυτό άλλωστε και δεν το έκαναν. Το ότι είναι auteur αλλά με την αληθινή σημασία αποδεικνύεται σε όλη τη διάρκεια του έργου, Χωρίς να ξέρουμε , επαναλαμβάνω, μέχρι που φτάνουν αυτά τα όρια για το άδηλον μέλλον.
Και πράγματι κι ως θεατής, αισθάνεσαι αυτή τη φρεσκάδα, αυτή την ανανέωση, το ότι η φαντασία είναι ζητούμενο , όπως και να το κάνουμε, όπως ήταν και σε άλλες ταινίες, στα προηγούμενα χρόνια σαν το «Dirive» και κυρίως το «Ex machina», χωρίς να κάνω συγκρίσεις αυτών των ταινιών μεταξύ τους πλην του γεγονότος ότι χαρακτηρίζονταν και διέπονταν από φρέσκιες ιδέες.
Υπάρχει κι ένας εκπληκτικός πρωταγωνιστής, ο οποίος, στη συγκεκριμένη ταινία τουλάχιστον, σε πάρα πολλές σκηνές μοιάζει του Τομ Χάρντυ. Ονομάζεται ΛΟΓΚΑΝ ΜΑΡΣΑΛ –ΓΚΡΗΝ, όνομα δύσκολο βέβαια για καριέρα, αν κι αυτά αλλάζουν έτσι όπως αλλάζει κι η εποχή. Είναι κι όμορφος, είναι κι ηθοποιός και φαίνεται ότι είναι ηθοποιός. Εχει κι εφραστικότητα, έχει κι ένταση, έχει και νεύρο, έχει και συναίσθημα που εκδηλώνεται μέσα από ένα «σκορπίσιο» βλέμμα που διαπερνά. Ξεγελιέσαι κάποιες φορές και δεν είναι λίγες πως «μήπως παίζει ο Τομ Χάρντυ, τελικά;» αλλά τα σαρκώδη χείλη που δεν διαθέτει ο Μάρσαλ-Γκρην δίνουν ενίοτε την αρνητική απάντηση. Ωστόσο, με τα πλάνα που του κάνει ο διευθυντής φωτογραφίας, ο οποίος έχει κάνει θεσπέσια δουλειά (ονόματι ΣΤΕΦΑΝ ΝΤΟΥΣΙΟ- Αυστραλός κι αυτός όπως κι ο σεναριογράφος σκηνοθέτης, ο πρωταγωνιστής, όμως, είναι Αμερικάνος) ξεγελιέσαι ακόμα και για τα χείλη επειδή κυκλοφορεί με μούσια και στη σύνθεση των φωτισμών σκαμπανεβάζει η αμφιβολία. Κρατά την ταινία στους ώμους αλλά και μέσα σε ένα ασφαλές στυλίστικο μα και περιεκτικό πλαίσιο που του έφτιαξε ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος με τους λοιπούς συντελεστές και με το μοντάζ που επικυρώνει τη σφιχτή ροή της ταινίας, η οποία ξεκινά από το σενάριο.
Υπάρχουν και δύο πράγματα που τα αφησα επίτηδες για το τέλος. Το ΠΡΩΤΟ αξίζει ιδιαίτερης μελέτης καθώς ο ΛΗ ΓΟΥΑΝΕΛ είναι σεναριογράαφος των θρίλερ «ΣΕ ΒΛΕΠΩ…..». Αυτό, για όποιον αγαπά πραγματικά τον κινηματογράφο και δεν διέπεται από προκαταλήψεις οι οποίες έχουν να κάνουν, όπως έχω τονίσει κατεπανάληψη , με την έλλειψη γνώσης, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, το πώς δηλαδή μέσα από αυτά τα «ευτελή» για πολλούς είδη, μπορείς να κάνεις εκπληκτική εξάσκηση ύφους και γραφής , να μάθεις τους κώδικες και στη συνέχεια να πας παραπέρα.
Το ΔΕΥΤΕΡΟ καθίσταται ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟ κι ήταν για τον υπογράφοντα και το πιο καθοριστικό, διότι δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου: Πως η ταινία κόστισε μόλις, ΜΟΛΙΣ, 5 εκατομμύρια δολαρίων , δηλαδή ο ορισμός του low budget,του χαμηλότατου προυπολογισμού στις μέρες μας. Κι όμως η εντύπωση που σου αφήνει το φιλμ είναι της υπερπαραγωγάρας. Η πληροφορία αυτή ενισχύει ακόμα περισσότερο την υπόσταση της ταινίας με το γεγονός πως δεν χρειάζεται να ξοδευτούν περιουσίες αν υπάρχει φαντασία, τη στιγμή που τα blockbuster της κατανάλωσης στοιχίζουν προϋπολογισμούς…. κρατών, ενίοτε… αλλά τους λείπει η φαντασία (σε πολλά από αυτά, όχι σε όλα, δεν γενικεύουμε)