Άλλη μια εγχώρια παθογένεια είναι αυτή περί σεναρίου. Κάποτε η επίσημη «γραμμή» ήταν η περιφρόνηση του, η προσπέραση του, η θεωρία του auteur, ότι όλα τα κάνει ο σκηνοθέτης (τι ακριβώς;), ότι πάμε σε γύρισμα με πέντε σελίδες σημειώσεις αντί για σενάριο κλπ. Μετά, επειδή, κάτι από εδώ, κάτι από εκεί, κάτι αυτοί που παπαγαλίζουν είδαν ότι ο Χίτσκοκ έλεγε πως «τρία πράγματα χρειάζεται το σινεμα 1, σενάριο, 2 σενάριο, 3 σενάριο» άρχισαν να ανακαλύπτουν τη λέξη αλλά όχι και τη σημασία της. Επικαλούνται το σενάριο αλλά δεν ξέρουν τι είναι σενάριο. Και φαίνεται περίτρανα στο πως λοιδορούν κι ειρωνεύονται τα καλά σενάρια, επειδή δεν ξέρουν , και υμνούν ως «σενάρια της χρονιάς, της δεκαετίας, του αιώνα» διάφορα μέτρια ή κι ελαττωματικά.
Το «ΖΩΗ ΣΕ ΦΙΛΜ» είναι από αυτά τα μικρά ανεξάρτητα που ενώ διαθέτουν απωθητικά στοιχεία που είναι του «ανεξάρτητου» trade mark, ρίχνουν αλλού το βάρος τους. Εγκρίνονται προς χρηματοδότηση επειδή έχον σενάριο, ιστορία , χαρακτήρες. Κι είναι από νέους ανθρώπους είτε στην ηλικία είτε στο επάγγελμα. Κι οι σκηνοθέτες που τα αναλαμβάνουν, όπως ο νέος ΜΑΡΚ ΡΑΖΟ της συγκεκριμένης περίπτωσης, θέλουν να δώσουν πνοή σε ό,τι λέει το σενάριο. Και το σενάριο του ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΤΟΠΕΡ, δεν είναι ένα σενάριο για το τέλος της «Kodak» και του παλιού τρόπου λήψης ή εμφάνισης φωτογραφιών ώστε να αναφωνήσει ο άλλος «who cares?» ή επί το ελληνικότερον «»άχου και δεν με νοιάζει/άχου και δεν με νοιάζει». Μη σας πω μάλιστα ότι το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας , πριν αρχίσει να ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας του πατέρα, είναι πιο πολύ πάνω στο τέλος της μουσικής βιομχανίας όπως την ξέραμε μέχρι πρόσφατα παρά στο τέλος της παλιάς φωτγραφίας- απλώς κάποια στιγμή συνυφαίνονται.
Είναι ένα σενάριο που έχει ως θέμα «το τέλος». Είναι αυτό που έχω γράψει πολλές φορές για μια άσκηση που γίνεται στις κινηματογραφικές πανεπιστημιακές σχολές (όπου οι έδρες ΣΕΝΑΡΙΟΥ και ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ είναι οι βασικότερες), για τη μονολεκτική απάντηση στην ερώτηση « what’s the story about?» ή «what’s the movie about?”. Η μονολεκτική απάντηση στην ερώτηση είναι αν έχεις συλλάβει την ουσία, το κουκούτσι που λέμε, του έργου που κάνεις, ή που βλέπεις.
Το σενάριο του «ΖΩΗ ΣΕ ΦΙΛΜ» έχει ως θέμα το «τέλος». Κι ένα τέλος φέρνει μαζί του ως φινάλε και μια νέα αρχή. Το ενλόγω «τέλος» ο σεναριογράφος έχει επιλέξει να το δείξει μέσα από τη σχέση ενός γιού με τον πατέρα, μια σχέση που ήταν «τελειωμένη» αλλά που καθώς πλησιάζει το οριστικό κι επίσημο «τέλος» για τον πατέρα ,είναι αναπόφευκτο να συναντηθούν. Όχι σε κανένα νοσοκομείο ή στο κρεβάτι του πόνου αλλά στο να πάνε σε μια εκδήλωση στο Κάνσας όπου θα κλείσει οριστικά ένα εμφανιστήρι, να το πω έτσι (δεν τα κατέχω και τα της φωτογραφίας) οριστικά κι αμετάκλητα.
Όμως, αυτό το «τέλος» δεν περιορίζεται μόνο εκεί. «Τέλος» κουβαλά κι ο γιός. Ο οποίος είναι μπλοκαρισμένος στη μουσική βιομηχανία, στο νέο τρόπο προώθησης καλλιτεχνών, συγκροτημάτων μουσικών κλπ και στη δουλειά του δεν τα πάει καθόλου καλά.
Πάνω σε αυτά τα στοιχεία αρχίζει και πλέκει χαρακτήρες το σενάριο, κάπου αφήνει αδιόρατα και το ότι παρά τις διαφορές και τις συγκρούσεις, κυρίως του γιού προς τον πατέρα, εν τούτοις κουβαλούν παρόμοια στοιχεία αμφότεροι, κάπου το DNA, αλλά αυτό μόλις που υποδεικνύεται και προσπερνιέται αμέσως διότι αν πάει παραπέρα θα ξεφύγει το έργο από εκεί που ήθελε να πάει.
Κι έτσι λοιπόν μπαίνουν σε μια διαδικασία οδοιπορικού, όπου συνοδεύονται κι από άτομα και συναντούν και παρακάτω άτομα. Κι όλα τα άτομα, είναι χαρακτήρες, έχουν ολοκληρωμένους ρόλους είτε μεγάλους παίζουν είτε μικρούς, δεν υπάρχει χαρακτήρας ανολοκλήρωτος κι επιπλέον είναι πολύ επεξεργασμένες και δουλεμένες οι ατάκες που θα μπουν στα στόματα των χαρακτήρων, ώστε μέσα από κει να φαίνονται οι χαρακτήρες, με αποτέλεσμα να μην πηγαίνει χαμένη καμία ατάκα, να μην υπάρχει ρόλος που να μην έχει τη δική του , έστω και σύντομη, σημαντικότητα στο να κινήσει την ιστορία ή να την βοηθήσει να πάει παρακάτω. Οι ατάκες αυτές είναι και κωμικές και δραματικές, αναμειγνύονται ώστε να βγάζουν χαρακτήρες κι υπαγορεύουν σκηνοθεσία. «Η έστω την υποδεικνύουν.. Είχα βρεθεί κάποτε σε ένα μάθημα ενός course περί σκηνοθεσίας και ατάκας, στο University of Southern California»,με είχαν στείλει από την Ακαδημία εκεί, όπου το μάθημα ήταν το εξής: Ο καθηγητής είχε ζητήσει ανάλυση του σεναρίου του «Brokeback mountain» ώστε να βρουν οι σπουδαστές σε ποια ατάκα μπορεί να είχε πατήσει ο Ανγκ Λι για να βγάλει από εκεί τη γραμμή της σκηνοθεσίας του. Φανταστείτε…
Εδώ λοιπόν το σενάριο είναι γεμάτο ατάκες, όχι εξυπνακίστικες ώστε να γίνουν σλόγκαν» αλλά ατάκες που βγάζουν χαρακτήρες κι ο σκηνοθέτης έχει ακριβώς να σκηνοθετήσει αυτές τις ατάκες, να βγάλει από αυτές το ζουμί της ταινίας. Το πετυχαίνει εξαιρετικά.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κι ένα «μεγάλο» έργο, είναι όμως τόσο λεπτά κεντημένο, παίζεται τόσο όμορφα, τόσο περίτεχνα, ο ΕΝΤ ΧΑΡΙΣ είναι αξιολάτρευτα εκνευριστικός όπως τον θέλει ο ρόλος αλλά κι ο ηθοποιός που παίζει τον γιό, ο ΤΖΕΪΣΟΝ ΣΟΥΝΤΕΪΚΙΣ, αποδίδει θαυμάσια, αν και δεν σου δίνει την εντύπωση πρωταγωνιστή, ότι έχει το εκτόπισμα εκείνο, όμως το καταφέρνει καλά, χάρη στην περιεκτικότητα του ρόλου. Τα ίδια ισχύουν και για την ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΟΛΣΕΝ, που την καθοδήγησε ο ρόλος σε σωστό αποτέλεσμα αλλά κι οι άλλοι ηθοποιοί με τις σύντομες εμφανίσεις όπως ο ΜΠΡΟΥΣ ΓΚΡΗΝΓΟΥΝΤ κι η ΓΟΥΕΝΤΙ ΚΡΩΣΟΝ στη σκηνή του γεύματος, στην οικογενειακή συνάντηση. Η περιεκτικότητα του ρόλου δίνει πάτημα στον ηθοποιό. Διαφορετικάα τι θα παίξιε ο ηθοποιός;
Στην ίδια μικρή τελειότητα που δεν φαίνεται και καταλήγει σε αποτελεσματικότητα σημειώνω τη φωτογραφία και το μοντάζ. Τη μεν φωτογραφία επειδή βρίσκει τρόπους να φωτίσει την ιστορία και να τη δώσει στο κοινό χωρίς να του κάνει φιοριτούρες που έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσε και λόγω χαμηλού προυπολογισμού αλλά δεν είναι και ζητούμενο- ζητούμενο είναι αυτή η φωτογραφία που είδαμε με το ενιαίο πλαίσιο και την καλή κίνηση της κάμερας- και φυσικά το μοντάζ που έχει δώσει στην ταινία ρυθμό και την αφήνει να κυλά στους κανόνες των ηρώων.