Στην Ελληνική Κινηματογραφία, εννοώ. Διότι από τον Λάνθιμο με τον «Κυνόδοντα» και μετά, έχω πάθει (και νομίζω πολύς κόσμος) τέτοιο…. «πανικό» που σε κάθε ταινία ελληνικής ,ελληνικότατης (όχι με εθνικά χαρακτηριστικά το «ελληνικότατης» αλλά με της άλλης, εκείνης της ελληνικής φεστιβαλοκατάστασης) τάσης που θα απωθούσε, «τρέμω» μήπως κι έλθει πάλι καμιά αναγνώριση από το εξωτερικό κι αυτός που μας έκανε να πλήξουμε ή να αναρωτηθούμε «μα τι είναι αυτό που βλέπω;» ξαφνικά ακούσουμε να πέφτουν σωρηδόν οι διακρίσεις πάνω του . Και να πρέπει να υπερασπιστούμε την εν λόγω ταινία που θα διακρίνεται στο εξωτερικό μη και θεωρηθούμε κακόπιστοι και κακόζηλοι Ελληνάρες. ΚΙ επειδή υπάρχει αυτό το συστατικό τόσο στον πληθυσμό μας όσο και στην ίδια την κινηματογραφία, είτε την άμεση (των συναδέλφων των καλλιτεχνών δηλαδή) είτε την έμμεση (κριτικών με εισαγωγικά ή άνευ και αμέτρητων…. «γνωμολόγων»- νέα «ειδικότητα» που εκφράζει γνώμη για τα πάντα, με δικαίωμα αναφαίρετο μεν αλλά που εκθέτει κι αυτόν που τη φέρει κι επανεπιβεβαιώνει τη ρήση του Κλιντ Ηστγουντ περί «γνώμης» ) για αυτό και δηλώνω ότι «τρέμω».
Από την , εκ των τελευταίων δειγμάτων της, καλοκαιρινή συγκομιδή, επιλέγω αυτή την ταινία, η οποία καταφέρνει και λειτουργεί τόσο ως «γουέστερν» για τον θεατή εκείνο που θέλει να τη δει σε πρώτο επίπεδο αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται κάπως ειδικότερα για τα είδη και για το αυστραλέζικο σινεμά για να πάρει την απάντηση ότι κι εκεί, όπως και σε όλες τις κινηματογραφίες του κόσμου, πλην ελληνικής, μελετούν τα είδη, ακόμα κι εκείνα που δεν είναι δικά τους, όπως το ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ και λένε το δικό τους λόγο ή ΕΝΑ δικό τους λόγο, πάνω σε αυτά.
Με καθυστέρηση 10 χρόνων προβλήθηκε αυτή η ταινία στην Ελλάδα και μόνο το γεγονός ότι επελέγη η θερινή περίοδος για να γίνει αυτό, επιβεβαιώνει την ΑΠΟΤΥΧΙΑ της. Διότι ότι πρόκειται για αποτυχία, δεν συζητιέται. Το θέμα είναι η αποτυχία αυτή να ορίζεται κι όχι να βγαίνει ως διαδικτυακός αφορισμός.
Αυτό το «μικρό» φιλμ, αυτό το «μικρό» σε παραγωγή και έκταση αλλά «μεγάλο» σε βάθος, είναι η Κούβα, αυτή είναι η ΨΥΧΗ της! Κι είναι καταπληκτικό το γεγονός πως ο σκηνοθέτης, που εμπλέκεται και στο σενάριο μαζί με μερικούς ακόμα, ο ΤΖΟΝΥ ΕΝΤΡΙΞ ΙΝΕΣΤΡΟΖΑ, είναι ΚΟΛΟΜΒΙΑΝΟΣ κι όχι Κουβανός. Και μπόρεσε κι αισθάνθηκε και κατέγραψε αυτή την τεράστια ΨΥΧΗ.
Το αναφέρω , επειδή στην πολυήμερη παραμονή μου στο νησί είχα δει κι είχα αισθανθεί και συναισθανθεί τα ίδια πράγματα κι όταν διαπίστωσα ότι ξένος κι όχι ντόπιος είναι αυτός που έκανε την ταινία, μου μίλησε ακόμα περισσότερο.
Εχω μάθει να είναι επιφυλακτικός απέναντι σε ΕΡΓΑ που ταλαιπωρούνται πολύ κατά την σύλληψη, την κύηση, τη γέννα. Διότι οι πολλές ταλαιπωρίες του αρχίζω-σταματώ-αλλάζω πρόγραμμα-διακόπτω-αποσύρεται ο χρηματοδότης-ψάχνω για άλλον-πεθαίνει ο πρωταγωνιστής που είχα διαλέξει-δεν βρίσκω χρήματα κλπ, κλπ, στο τέλος αρρωσταίνουν τα έργα. Σε συνδυασμό με τις μεγάλου διαστήματος παύσεις εργασιών. Κι όταν φτάσουν μετά από ….30 περίπου χρόνια να γίνουν, αυτό που βγαίνει ως αποτέλεσμα καθρεφτίζει αυτές τις παλινωδίες και τα έργα βγαίνουν ασθενικά.
Και ΠΑΛΙ θα τα πω και θα τα ξαναπώ, για τους ακομπλεξάριστους Ιταλούς που όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψαν ούτε στιγμή να υπηρετούν το σινεμά των ειδών και ιδίως την ΚΩΜΩΔΙΑ, για την οποία και γύρω από την οποία οι γνώσεις είναι τέτοιες ώστε να μην επιτρέπουν αναστολές. Η ΚΩΜΩΔΙΑ είναι ΚΩΜΩΔΙΑ, η ΣΑΤΙΡΑ είναι ΣΑΤΙΡΑ, η ΦΑΡΣΑ είναι ΦΑΡΣΑ κι όλα αυτά είναι «υποδιαιρέσεις» του μεγάλου είδους που λέγεται ΚΩΜΩΔΙΑ. Κι η οποία, στην όποια μορφή της έχει ως στόχο , ως σκοπό, ως εξ αντικειμένου προορισμό, ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΘΕΑΤΗ ΝΑ ΓΕΛΑΣΕΙ. Ο,τι χειρότερο δηλαδή για τους εγχώριους «δηθενάδες» και τις ντόπιες… «δηθενάδισσες» χαχαχα (γλωσσοπλαστική!)
Κι επειδή ο ΤΟΜ ΚΡΟΥΖ έχει μυαλό παραγωγού! Οπότε, «εύκολα» - εύκολα; Χμ!.... - μπορεί να καταλάβει κανείς το «γιατί;» στη θερμή υποδοχή που συναντά η ταινία.