ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΕΝΟΣ δηλώνω με τη δουλειά που έχει κάνει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΝΘΙΜΟΣ και με το πώς είτε έχει αξιοποιήσει τους συνεργάτες είτε έχει ακουμπήσει σε αυτούς. Μιλάμε για σινεμά άλλου επιπέδου και καλό είναι να αφήσουν οι Ελληνάρες τις ζήλειες και να τις μετατρέψουν σε ..καμάρι. Βέβαια, υπάρχουν κι οι αναγνώστες του IMDB, που θα κάνουν τα copy-paste και θα αρχίσουν να ουρλιάζουν. Καθότι η ιστοσελίδα των ερασιτεχνών που νομίζουν ότι διαβάζοντας αυτό, γίνονται «κριτικοί», την καταχεριάζει την ταινία. Τι να κάνουν; Κι αυτοί ερασιτέχνες είναι….
Η ταινία είναι ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ και «φτωχή», η μάλλον καταλήγει απογοητευτική επειδή ακριβώς είναι «φτωχή». Πρώτον και κύριον , ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ, δεύτερον ως σκηνοθετική και γενικότερη διαχείριση ιστορικής παραγωγής.
Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι η ταινία παρακολουθείται ευχάριστα! Να ξεκαθαρίσω όμως κι ότι αρχίζει και τελειώνει σε μια συγκεκριμένη χρονιά του αλησμόνητου κωμικού διδύμου, στο έτος 1953, όταν βρίσκονται στην απόλυτη παρακμή τους κι ύστερα από 4 χρόνια ο «Χοντρός» πεθαίνει- ο Ολιβερ Χάρντυ, ο «Ολι» όπως τον έλεγαν
..Και λυπάμαι περισσότερο τον ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟ, ειδικά την Τρίτη 22 Ιανουαρίου που θα ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες των Οσκαρ αν δεν θα είναι εκείνος μέσα, που ενώ είναι έτοιμος Βαν Γκονγκ, η φυσιογνωμία του καταλήγει στον απόλυτο Βαν Γκονγκ, τον μέγα Φλαμανδό ζωγράφο, η ευαίσθητη ματιά του κι η ασκητική φυσιογνωμία του τον έχουν προετοιμάσει πλήρως για αυτό το χαρακτήρα, δεν του έχουν γράψει ρόλο για να παίξει. Κι έτσι κυκλοφορεί ως φυσιογνωμία Βαν Γκόνγκ χωρίς ρόλο Βαν Γκονγκ. Γι αυτό κι ανησυχώ και λυπάμαι αν θα υπάρξει δυσάρεστη έκβαση…
Ο ελληνικός τίτλος αποδίδει καλύτερα τον εντοπισμό του περιεχομένου αυτής της ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ταινίας. Πως αυτή που πρωταγωνιστεί δηλαδή είναι η ΣΤΟΛΗ του λοχαγού, είναι το ΡΑΣΟ που πάει να κάνει τον παπά, κι όχι ο ΛΟΧΑΓΟΣ του γερμανικού και του αγγλικού τίτλου.
Μπορεί να τα πλασάρουν όπως θέλουν, μέσω των δημοσιευμάτων οι διάφοροι ατζέντηδες και λοιποί και λοιποί, πως το σκηνοθέτησε γυναίκα, διευθύντρια φωτογραφίας είναι γυναίκα κι ότι το έργο μιλά για τις γυναίκες (λες και τα υπόλοιπα έργα με πρωταγωνίστριες δεν μιλούν για γυναίκες…), αν και δεν κατάλαβα τι εννοεί, δεν πρόκειται δα και για τη «Νόρα» του Ιψεν, δεν θέτει κάποιο ειδικώς γυναικείο πρόβλημα δηλαδή, ωστόσο το αποτέλεσμα είναι ένα: Δεν έχει καθόλου καλή αφήγηση κι η αφήγηση δεν είναι υπόθεση φύλου.
Καταρχάς, μην προσκολληθείτε στον συγγραφέα. Γενικώς, μην προσκολλάστε στους συγγραφείς όταν πηγαίνετε να δείτε μια ταινία. Ξέρω, δεν είναι εύκολο από τον θεατή να ξεριζώσει την εντύπωση που σχημάτιζε διαβάζοντας ένα βιβλίο. Εφτιαξε τις δικές του εικόνες, εγωιστικά έχει την απαίτηση ο σκηνοθέτης που το μετατρέπει σε ταινία να του δείξει αποκλειστικά τις εικόνες που ο κάθε αναγνώστης χωριστά δημιούργησε διαβάζοντας το βιβλίο. Εξού κι επαναλαμβάνεται η φράση «σαν το βιβλίο δεν ήταν». Μόνο που η εν λόγω φράση, που καταντά αφορισμός, είναι κούφια πέρα για πέρα, δεν άπτεται της κινηματογραφικής πραγματικότητας, της κινηματογραφικής δημιουργίας, της κινηματογραφικής Τέχνης (και κινηματογραφική Τέχνη είναι ό,τι έχει να κάνει με την Τέχνη του Σινεμά κι όχι με τα … «έργα Τέχνης» και μόνο) και καταλήγει ανοησία. Χωρίς να παραγνωρίζω τη δυσκολία του πράγματος, επαναλαμβάνω και θα το επαναλαμβάνω όσο έχω φωνή και γραφίδα πως όταν μια Τέχνη μεταφέρεται σε μία άλλη υποχρεούται να ακολουθεί τους κανόνες της δεύτερης και μόνον αυτής.
..Τότε, και μια «μικρή» ταινία να κάνεις, «μικρή» που λέει ο λόγος, θα βρεις τρόπο και τρόπους να την ομορφύνεις, να την πλουτίσεις, να την κεντήσεις, να την κάνεις ΤΑΙΝΙΑ ρε αδερφέ… Κι αυτός είναι ο ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ.
…Και δεν θα τα πούμε καλά διότι ως ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ, όταν κοιτάζω μια ταινία, κοιτάζω την ταινία, κι όχι το προφίλ του «δημιουργού». Κι η συγκεκριμένη ταινία του ΝΟΥΡΙ ΜΠΙΛΤΖΕ ΤΣΕΪΛΑΝ έχει, ως ταινία, πολλές μα πάρα πολλές ελαττωματικότητες.
…. ή ΕΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑΚΟ ΜΑΘΗΜΑ, ή FEEL-GOOD MOVIE ΚΛΑΣΕΩΣ, ή ΗΘΟΠΟΙΙΕΣ ΠΕΡΙΩΠΗΣ, ή ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΤΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΑ ΣΤΕΓΑΝΑ…. είναι μερικές φράσεις που θα μπορούσαν να έχουν μπει ως τίτλοι της κριτικής αυτής. Καθώς και πολλές ακόμα.