Ολο το έργο είναι κάπως έτσι. Για να πω την αλήθεια, επειδή δεν έχω εμπιστοσύνη στον ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΣΝΑΜΠΕΛ, τον σκηνοθέτη του φιλμ, το φοβόμουν για χειρότερο. Δεν είναι αλλά δεν έχει λυμένα και τα προβλήματα του.
Κατανόησα τι είδους έργο ήθελε να κάνει, δεν ήθελε μια βιογραφία δραματική, ιστορική, «συμβατική» όπως ίσως θα την αποκαλούσαν αυτός κι οι κύκλοι του, και θέλησε να πλησιάσει τον εσωτερικό κόσμο του Βαν Γκονγκ μέσα από τη ζωγραφική του.
Ως προς τη ζωγραφική δεν είδα απόλυτα την αισθητική του κόσμου του (κάτι, ας πούμε, που στην χολυγουντιανή ταινία του ΒΙΝΤΣΕΝΤΕ ΜΙΝΕΛΙ με τον Κερκ Ντάγκλας και τον Αντονυ Κουήν που είχε πάρει Οσκαρ supporting ως Πολ Γκογκέν, την είχα δει – τα σκηνικά κι η όλη σκηνογραφική διεύθυνση ήταν ακριβώς πάνω στο πνεύμα και στα χρώματα των πινάκων του) , ως προς δε την εσωτερική του κατάσταση αντί να μας φέρει πιο κοντά σε ένα εν πάση περιπτώσει «γνωστό» πρόσωπο, μας απομάκρυνε κι άλλο, δεν τον καταλάβαμε επακριβώς, ήταν κάτι σαν «του περίεργου το μέσα» που είχε πει η Μάρθα Καραγιάννη όταν την είχαν ρωτήσει προ 30ετίας για τις φεστιβαλικές ταινίες του «νέου ελληνικού κινηματογράφου». Ετσι και σε αυτή την ταινία, η εσωτερική προσέγγιση του Βαν Γκονγκ τείνει περισσότερο να μοιάζει με το ακαθόριστο «του περίεργου το μέσα».
Ωστόσο, μέσα σε αυτή τη θολότητα αναγνωρίζω πως υπάρχει ένα νοικοκύρεμα κι αυτό το αποδίδω στο ότι ο Σνάμπελ κατέφυγε ως προς το σενάριο στη συνεργασία (όχι όμως αποκλειστικά, υπάρχουν κι άλλοι δύο κι ο ένας εξ αυτών είναι ο σκηνοθέτης αυτοπροσώπως, άρα υπάρχει εξήγηση για το «κακό») του ΖΑΝ ΚΛΩΝΤ ΚΑΡΙΕΡ ο οποίος είναι άσος στις γραφές τόσο τις αφηγηματικές όσο και τις σουρεαλιστικές (άλλωστε διακρίθηκε μεταξύ άλλων κι ως σεναριογράφος των ταινιών του ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ) κι ο Καριέρ του φτιάχνει μια σεναριακή βάση που όμως δεν ξεκαθαρίζεται στο εκατό τοις εκατό αφού έτσι κι αλλιώς η γραμμή της ταινίας που ο σκηνοθέτης θέλει να φτιάξει είναι εικαστική κι εσωστρεφής.
Η φυσιογνωμία του Γουίλεμ Νταφό είναι που κρατά ψηλά την ταινία, όσο ψηλά γίνεται, και βεβαίως, παρόλο ότι στο εικαστικό κομμάτι δεν βλέπουμε τόσο την επιρροή Βαν Γκονγκ στη σκηνογραφία και στα κοστούμια (μόνο στα εξωτερικά πλάνα με την παρέμβαση του ήλιου όπως τη δίνει η φωτογραφία στους αγρούς και στα τοπία) εν τούτοις σκηνογραφικά κι ενδυματολογικά, ως έργο εποχής περισσότερο και Βαν Γκονγκ λιγότερο, αποδίδει και πολύ μάλιστα.
Και τα ρούχα που έχει φτιάξει η ενδυματολόγος δίνουν και καλό γούστο και καλή αντίθεση αλλά κι υπογράμμιση του κάθε χαρακτήρα που εμφανίζεται και λέει ένα «τηλεγράφημα» (έξοχα υπογραμμισμένος ενδυματολογικά ο Πολ Γκογκέν του ΟΣΚΑΡ ΑΪΖΑΑΚ αλλά ούτε σε αυτόν έχει γραφτεί ρόλος- ΡΟΛΟΣ) καθώς και στους άλλους χαρακτήρες, όπου πιο ανάγλυφα θα λέγαμε ότι βρίσκεται ο ρόλος του αδελφού Γκογκέν, του Τέο, που τον παίζει ο ΡΟΥΠΕΡΤ ΦΡΕΝΤ. Υπάρχουν κι άλλοι περαστικοί ρόλοι που ίσα –ίσα που δηλώνονται αλλά ενώ θυσιάζονται ηθοποιοί δεν δημιουργείται ειδική παραφωνία σε αυτό που θέλησε να σκηνοθετήσει ο Τζούλιαν Σναμπλ.
Ανέφερα στην πιο πάνω παράγραφο τη λέξη «τηλεγράφημα». Ναι, το σενάριο πάσχει από λόγο, από διάλογο, οι ατάκες είναι σύντομες σαν τηλεγραφήματα , είναι ένα από τα μείον της ταινίας και του συνολικού σεναρίου.
Ωστόσο, μέσα στην όλη θολούρα του έργου διαπιστώνω μια «συγκρότηση» σε αυτή τη θολούρα και δεν μπορώ να την προσπεράσω και να μην την αναφέρω. Αυτός είναι κατά τη δική μου αντίληψη κι ο λόγος που η ταινία, μέσα σε όλα της τα προβλήματα καταφέρνει και κυλά και σε παρασύρει και σε κάνει να την παρακολουθείς. Ασχετο αν στο τέλος βγαίνεις από την αίθουσα με απορίες
ΥΓ. Κι εδώ θέλω να στηλιτεύσω μια καινούργια «μόδα», η οποία ελπίζω κι εύχομαι να λήξει σύντομα. Μου είχε συμβεί στο «Black Panther», όπου λόγω είδους, ΚΑΚΩΣ μεν, αλλά δεν στάθηκα. Είχαν πέσει οι τίτλοι τέλους και μετά έβγαινε συνέχεια του έργου αλλά επειδή το κάνουν και σε άλλα marvel- έικα για να προετοιμάζουν τον επερχόμενο sequel θεώρησα πως επρόκειτο για τέτοιο. Δεν ήταν, όμως! Επρόκειτο για ολόκληρη σκηνή. Κατόπιν στο «VICE» μου είπε το παλικάρι στην είσοδο του «Εμπασυ», «περίμενε να τελειώσουν οι τίτλοι του φινάλε διότι μετά έχει μια σκηνή με τον Τομ Χανκς. Τώρα στο «Στην πύλη της αιωνιότητας» ήρθε η Μαρία στην «Οπερα», καθώς ο κόσμος έφευγε κι οι τίτλοι φινάλε έδειχναν να πηγαίνουν για τέλος, «μη φύγεις κι εσύ διότι έχει συνέχεια». Κάποιοι θεατές που βρίσκονταν στην έξοδο, έμειναν εκεί ή ξαναγύρισαν να δουν την τελευταία σκηνή που ήταν σαν επίλογος και την έδειχναν μετά τους τίτλους φινάλε. Δηλαδή οι ταξιθέτες αναλαμβάνουν να συμπληρώσουν και να ειδοποιήσουν τον θεατή.
Μα τι χαζές «καινοτομίες» είναι αυτές!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!