Αυτό λοιπόν σημαίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που θα ήθελε ή που θα περίμενε κανείς. Εχει λογική βιογραφίας αλλά συγκεκριμένου χρονικού σημείου και περιστατικού, όταν το δίδυμο που έχει περάσει πιά στα αζήτητα πηγαίνουν στην Αγγλία για εμφανίσεις σε βωντβίλ και βαριετέ κλπ και με την υπόσχεση μιάς ταινίας που φυσικά δεν έγινε ποτέ. Αρα, σε ένα τέτoιο χρονικό πλαίσιο, δεν γίνεται εκ των πραγμάτων να «καλύψεις» αυτό που ήταν ο Χοντρός κι ο Λιγνος, ένα δίδυμου γέλιου. Ομως , ο τρόπος είναι τέτοιος ώστε μέσα στην παρακμή τους, η ταινία κι ως παραγωγή κι ως γενικότερη φροντίδα αλλά κι αντίληψη και με τη συμβoλή των ηθοποιών που δίνουν ρέστα μιμικής (δεν παίζονται αλλιώς αυτοί οι ρόλοι σε ένα τέτοιο συγκεκριμένο concept) μας δίνουν αυτό που θέλουν.
Κι έτσι παίρνουμε είδηση και περί του τι ήταν ο ΣΤΑΝ ΛΟΡΕΛ κι ο ΟΛΙΒΕΡ ΧΑΡΝΤΥ, που στην Ελλάδα τους μάθαμε ως ΧΟΝΤΡΟΣ-ΛΙΓΝΟΣ (κι όχι αντίστοιχα οι ιδιότητες με τα ονόματα) και τολμώ να πω ότι περνάμε καλά βλέποντας μια τέτοιου τύπου βιογραφία-περιορισμένου χρόνου κι ενός περιστατικού.
Εχω διατυμπανίσει πολλές φορές, και θα το ξανακάνω, πως από ένα έργο δεν μπορούμε να ζητάμε εκείνο που θα θέλαμε να δούμε εμείς αλλά βλέπουμε αυτά που θέλει να μας πει και να μας δείξει το έργο.
Συνεπώς , η συγκεκριμένη ταινία κάνει με τον καλύτερο τρόπο τη δουλειά της, στο βαθμό μάλιστα που βασίζεται σε συγκεκριμένο βιβλίο το οποίο αναφέρεται στο συγκεκριμένο ταξίδι του διδύμου στην Αγγλία, και τίποτε περισσότερο. Οπότε, έχουμε μια καλοφτιαγμένη κινηματογραφική μεταφορά, που όμως τα πρόσωπα είναι τέτοια ώστε να μένει κι ένα ανικανοποίητο αν κι επαναλαμβάνω ότι το πλησίασμα των δύο είναι και κωμικό και τρυφερό και συγκινητικό. Δεν είναι φυσικά κάτι μεγάλο, ούτε κάτι μεγαλόπνοο ως προς το είδος.
Αν ας πούμε ήταν θεατρικό έργο και το βλέπαμε στο θέατρο θα το εξετάζαμε διαφορετικά. Ως κινηματογράφος ζητά παραπάνω Χοντρό Λιγνό της Χρυσής Εποχής τους ακριβώς επειδή αυτοί ήταν του κινηματογράφου κι επειδή στον κινηματογράφο το βλέπουμε, για τον κινηματογράφο έγινε.
Κατά τα λοιπά, σε αυτό που το έργο ήθελε να είναι, ψεγάδι δεν υπάρχει. Ο ΣΤΗΒ ΚΟΥΓΚΑΝ ως Σταν, ως «Λιγνός», κι ακόμα περισσότερο ο ΤΖΩΝ ΡΑΪΛΥ ως «Χοντρός»-Ολιβερ Χάρντυ, ο οποίος διαθέτει και πειστικότερο κι αποτελεσματικότερο μακιγιάζ, μας γλυκαίνουν και μας συγκινούν. Ομως επαναλαμβάνω ότι όλο λειτουργεί κάπως περιορισμένα. Οι ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι αλλά σε ένα περιορισμένο και συγκεκριμένο πράγμα που καλούνται να κάνουν, δεν έχουν ανάπτυξη οι ρόλοι ώστε να πάνε για Οσκαρ, το δε μακιγιάζ πετυχαίνει θαύματα στη μεριά του «Χοντρού», όχι, όμως, και τα ανάλογα προς τη μεριά του «Λιγνού».
Ολο μαζί, επαναλαμβάνω, κι ως παραγωγή, είναι επιμελημένο και δεν νομίζω να υπάρξει θεατής που να δυσαρεστηθεί, ούτε όμως και για να αποθεώσει.
Η σκηνοθεσία είναι του ΤΖΟΝ ΜΠΑΙΡΝΤ, με θητεία στην τηλεόραση και στις σειρές του BBC, άλλωστε παραγωγή του BBC είναι κι αυτή η ταινία, αφού ολόκληρο σχεδόν στην Αγγλία διαδραματίζεται και τα σκηνικά κι οι χώροι στο αγγλικό βωντβίλ παραπέμπουν κι υπάρχει διάχυτο αγγλικό χρώμα σε όλες τις επιλογές της σκηνογραφίας.
Στους ηθοποιούς, μια κι έχουν γραφτεί και συμπαθείς δορυφορικοί ρόλοι, θα ήθελα να επισημάνω τις δύο συζύγους και πιο πολύ τον ΡΟΥΦΟΥΣ ΤΖΟΟΥΝΣ, που βρίσκει και κάνει πραγματάκια στο μικρό ρόλο του ατζέντη κι αυτό δείχνει ηθοποιό πρωτοβουλιών.