Πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα αυτή η ταινία. Ευχάριστη έκπληξη επειδή, ενώ κινείται στα ,περί υπερ-ηρώων και νοοτροπίας comics, κινηματογραφικά περιπετειώδη παραμύθια, καταφέρνει κι επιβάλει δική του ταυτότητα. Δεν γνωρίζω προκαταβολικώς αν αυτή η ταυτότητα στήνει βάσεις για νέο σουπερ-ήρωα, εκείνο που ξέρω είναι αυτό που είδα, ότι όλο μαζί κάνει διαφορετικό ενώ το φοβάσαι για «ολόιδιο»… Κι ότι όλα αυτά οφείλονται στο ότι στο έργο υπάρχει σενάριο!
Και φυσικά, επηρεάζει και τη ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ, διότι κι η Σκηνοθεσία τι είναι; Όταν μάλιστα τα έχει κάνει το ίδιο πρόσωπο, ο ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΕΤΖΟΛΝΤ, ο οποίος παρόμοια προβλήματα έχει παρουσιάσει και σε άλλες ταινίες του αλλά άμα δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι το σενάριο κι είναι και το έργο γερμανικό, τα.. υμνείς καλού - κακού, ενώ αν είναι αμερικάνικο βαράς αλύπητα , απλώς επειδή είναι αμερικάνικο και νομίζεις ότι έχεις ασυλία κουλτούρας..
Ξεκινώ από τη λέξη «βιομηχανία» που πολλούς τους τρομάζει ενώ ο υπογράφων την αποδέχεται επειδή πήγα κι εγώ να πέσω στην παγίδα . Γι αυτό και ξεκινώ από εδώ. Ως εξορκισμό. Μια και καθώς έβλεπα την ταινία, αντί να κοιτάω το φιλμ έφυγε το μυαλό σε τέτοιες σκέψεις. Στο πόσα χρόνια γράφει ο Στήβεν Κινγκ, πως κάθε βιβλίο είναι προμελετημένα προπωλημένο στο Χόλυγουντ, πως…πως…πως.. Ευτυχώς , ο άλλος εαυτός μου έδωσε αμέσως την απάντηση και με επανέφερε στα συγκαλά μου. Η απάντηση ήταν «Μα και με την Αγκαθα Κρίστι το ίδιο δεν συνέβαινε, καθώς και με τον ημέτερο Γιάννη Μαρή; Εκεί, γιατί δεν διατύπωσες ποτέ μια ανάλογη ένσταση; Μήπως επειδή εκείνο το είδος σε ενδιέφερε ή σου ταίριαζε περισσότερο κι ήταν όλα καλώς καμωμένα αφού μπορούσες να βλέπεις και να ξαναβλέπεις κάτι που απροσδιόριστα σε συνάρπαζε;».
Ο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΟΖΟΝ, του οποίου τυγχάνω θαυμαστής, ΤΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ θαυμαστής, να εξηγούμαι, δίνει ένα εξαίρετο δείγμα ή μάθημα, του πως μεταφέρουμε ένα αληθινό περιστατικό στον κινηματογράφο, και πως μετατρέπουμε τα δραματικά γεγονότα της ζωής σε κινηματογραφικά δράματα της οθόνης.
Είναι αυτό το σινεμά, που σε ψυχαγωγεί για δύο ώρες, με ένα πολύ ωραίο κι ασυνήθιστο θέμα, με καλή παραγωγή ΕΠΟΧΗΣ, με δύο υπέρλαμπρους πρωταγωνιστές, τον ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ και τον ΣΩΝ ΠΕΝ, που γεμίζουν την οθόνη και που φεύγοντας παίρνεις μαζί σου και δύο πράγματα ενώ όσο διαρκεί το παρακολουθείς με αμείωτο ενδιαφέρον. Όταν μάλιστα δεν έχεις ακούσει προηγουμένως τίποτε για την ταινία, δεν έχει διαφημιστεί, μοιάζει σαν να σου ήλθε από το πουθενά κι όταν εκ των υστέρων, μετά την προβολή βγαίνεις να συλλέξεις συμπληρωματικές πληροφορίες και διαπιστώνεις ότι στις ΗΠΑ δεν έχει βγει ακόμα, ότι ημερομηνία εξόδου του εκεί είναι η 10ή Μαίου 2019.
Την ταινία την είδα σχεδόν αμέσως μόλις βγήκε στις αίθουσες. Καθυστέρησα επίτηδες να γράψω για αυτήν διότι είχα πολλές αμφιβολίες κι ήθελα να τις τακτοποιήσω εντός μου. Χάρη στην πολυτέλεια του χρόνου που μου επιτρέπουν τα νέα μου δεδομένα ενώ αν ήμουν στην εποχή των εφημερίδων ίσως να είχα γράψει κάτι βιαστικό κι ακαταστάλαχτο. Κατέληξα, λοιπόν, στην τηλεοπτική «ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ» και στο γεγονός πως ο ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΛ την κάνει εκ νέου και θεώρησα ότι μόνο έτσι μπορεί να κριθεί η ταινία, ως μια «δοκιμή» και στον κινηματογράφο της αναδοχής αυτής.
Οι τρεις «τίτλοι» του τίτλου έχουν περισσότερο προσδιοριστική σημασία ώστε να καταλάβει ο άλλος περί του τι έργου, πάνω- κάτω, πρόκειται να γίνει κουβέντα. Και να δει φυσικά, αυτό που η κινηματογραφική και δημοσιογραφική ιδεολογία του υποφαινόμενου, πρεσβεύει πως ο αναγνώστης- θεατής είναι καλύτερα πρώτα να βλέπει την ταινία και μετά να διαβάζει την κριτική που επέλεξε. Ώστε και τις ευθύνες του να αναλαμβάνει ως θεατής και να μην είναι κατευθυνόμενος αλλά κι η κριτική να κάνει σωστά τη δουλειά της και να μη λειτουργεί ως «δελτίο Τύπου» της κινηματογραφικής εταιρίας για την εκάστοτε ταινία ούτε να κατηγορείται για «spoilers», τη στιγμή που οφείλει ως κριτική να μιλήσει ακόμα και για το φινάλε, σε μερικές περιπτώσεις. Διαφορετικά, τι σόι κριτική είναι ;.