Προβληματίζει, σχετικά με την ταινία αυτή της MARVEL, το γεγονός της υποδοχής κι ακόμα νωρίτερα, της προϋποδοχής, όπου φτιάχτηκε μία κατάσταση γύρω από την ταινία, που όταν πήρα την απόφαση να πάω να τη δω, αυτά που διάβαζα, δεν τα είδα..
Πόσο εκτιμώ τον ΠΩΛ ΒΕΡΧΟΦΕΝ και πόσο απολαμβάνω τις ταινίες του, εξ αιτίας αυτού: Του ότι είναι προκλητικά παρών, ανυποχώρητος ως καλλιτέχνης, με έργα ολοκληρωμένα, που τολμάνε να δείξουν κάτι είτε αφορούν στην καθαρή ψυχαγωγία είτε και σε μια άλλου τύπου αναζήτηση. Αν κι ο Βερχόφεν, που απεχθάνεται τη θεωρία του auteur, τολμάει πάντα μέσα από ΕΙΔΗ, κατέχει τα είδη κι επιφυλάσσει και μια έκπληξη- σε πολλές περιπτώσεις η εν λόγω έκπληξη είναι ότι παραμένει γνήσιος και δεν εκβιάζεται από σειρήνες.
Θα ήθελα να ξεκινήσω από τη γενική τοποθέτηση μου περί Μυθοπλασίας , μια πάγια θέση. Ιδεολογική κι Εργοκεντρική απέναντι στην Τέχνη, γενικότερα. Η δημιουργία ενός συμπαθούς χαρακτήρα όταν δεν θίγεται και δεν αλλοιώνεται το ιστορικό γεγονός, είναι επιβεβλημένη, Διαφορετικά δεν έχουμε Μυθοπλασία. Εκτός αν μιλάμε για Ντοκυμαντέρ, όπου εκεί είναι άλλα τα κριτήρια.
Κάποτε τα έλεγαν «σαββατιάτικα». Οι σνομπ. Επειδή ήταν έργα που πρόσφεραν ξεκούραση και χαλάρωση κι απευθύνονταν σε κοινό που μόνο το Σάββατο έβρισκε ελεύθερο χρόνο για ένα σινεμαδάκι.
Αυτή αποτελεί τη βάση ώστε να φαίνεται τόσο ιδιότυπο, και να λειτουργεί κι ως ιδιότυπο, αυτό το πραγματικά ιδιότυπο θρίλερ, το οποίο καταφέρνει και βγαίνει έξω από τα καθιερωμένα.
Και τι είναι το έργο; Ενας φεστιβαλικός «Borat» με ΚΑΘΕ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΕΧΟΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟ
Στρέφω τον τίτλο της κριτικής στις δυο ερμηνεύτριες, την βιογραφούμενη, και την ενσαρκώτρια της . Πάνω σε αυτές τις δύο κτίζεται όλο το οικοδόμημα. Κι εξηγώ παρακάτω.
Από που να αρχίσω; Από το ότι ο ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι κουβαλά πάνω του τον όρο «ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ»; Από το πως σκηνοθετεί το συναίσθημα; Από το ότι αυτό το συναίσθημα το έχει γράψει ο ίδιος κι ότι το σκηνοθετούσε καθώς το έγραφε; Από το πως πιάνει ένα θέμα και το μετατρέπει σε σενάριο; Από το πως αναδεικνύει ηθοποιούς; Από το πόσο αγαπά τους χαρακτήρες που γράφει; Από την ωρίμανση και στο πως έχει εξελίξει τη «λωλάδα» της νιότης σε κάτι πανάκριβο κι ολοκληρωμένο, μεστό και δημιουργικό;
Πολύ με παίδεψε η προσπάθεια να βρω να δώσω ένα τίτλο στην κριτική. Διότι η ταινία δεν εντασσόταν πουθενά. Ούτε ακριβώς στο θρίλερ, ούτε ακριβώς στον τρόμο, ούτε ακριβώς στον auter-ισμό, ούτε ακριβώς στα «είδη», ούτε από την άλλη θα αντέγραφα τις πανομοιότυπες αναφορές πάνω σε έργο άλλου σκηνοθέτη τις οποίες κι αν τις είδα, δεν αποτελούν ταυτότητα, δεν προσδιορίζουν ταινία. Κι έτσι, κατέληξα στο δάνειο του τίτλου της ταινίας του Γρηγόρη Γρηγορίου, διότι συνειδητοποίησα αυτό ακριβώς: Ότι ο χαρακτηρισμός της ταινίας, η ταυτότητα της ταινίας, ήταν ένα «Κάτι άλλο». Κι αυτό το «κάτι άλλο», πάντοτε κάποιους ξαφνιάζει, κάποιους ενοχλεί, κάποιους τους κάνει να σπεύδουν άκριτα σε …υιοθεσία (χαχα), σε ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ, και κανείς να μην μπορεί να προσδιορίσει το «ακριβώς», το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά.