Η βιογραφία της θρυλικής Αφρο-Αμερικάνας τραγουδίστριας Αρέθα Φράνκλιν είναι το θέμα του έργου. Μια μουσική βιογραφία ως είδος.
Ως μουσική βιογραφία έχει όλα τα κλισέ που συνηθίζουν αυτές οι βιογραφίες. Ειδικά των Αφρο-Αμερικανών καλλιτεχνών, είτε ανδρών είτε γυναικών.
Στην περίπτωση των γυναικών βλέπουμε ως επί το πλείστον κάποια οικογενειακά καταπιεστικά ζητήματα, κάποιους βάναυσους ή χειριστικούς συζύγους που γίνονται ή δεν γίνονται μάνατζερ, τις ατομικές εξεγέρσεις αυτών των τραγουδιστριών και το δρόμο προς τη δόξα. Και στο τέλος, μας δείχνουν και το πιο ενοχλητικό από όλα τα κλισέ, αυτό που δεν αφορά μόνο σε βιογραφίες τραγουδιστών αλλά πλέον σε κάθε τι που αναφέρεται σε υπαρκτό πρόσωπο ή γεγονός. Και δεν περιορίζεται μόνο στο Χόλυγουντ αλλά έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε όλη σχεδόν την κινηματογραφική υφήλιο. Την ίδια ώρα που μιλάμε για δραματοποίηση ζωής άρα , η μυθοπλασία οφείλει να έχει το πρώτο λόγο και στο τέλος νομίζουν ότι έτσι τα «σοβαρεύουν». Τα είχα γράψει πρόσφατα και για το «Minamata», που δεν αφορούσε σε βιογραφία τραγουδιστή.
Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Η διαφορά είναι (και ίσως παίζει ρόλο ότι στο σενάριο εμπλέκεται και το όνομα της ΚΑΛΙ ΚΟΥΡΙ, της βραβευμένης με ΟΣΚΑΡ σεναριογράφου για το «ΘΕΛΜΑ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ», που συνυπογράφει την ιστορική αφήγηση μαζί με τον ΤΡΕΪΣΥ ΣΚΟΤ ΟΥΙΛΣΟΝ) ότι ο αφηγηματικός τρόπος του σεναρίου κάνει τη βιογραφία αυτή, τουλάχιστον στην αρχή, να μοιάζει διαφορετική. Ισως επειδή η Αρέθα Φράνκλιν δεν έχει να καταθέσει στα νεανικά της χρόνια τις ταλαιπωρίες ρατσισμού που έχουν υποστεί άλλες μεγάλες Αφρο-Αμερικανές τραγουδίστριες, αν και καθοδον δεν θα την αποφύγει την προκατάληψη. Πάντως, το συγκεκριμένο στοιχείο είναι εκτός κλισέ. Η Αρέθα Φράνκλιν έχει άλλη διαδρομή, κάπως αστική Αφρο-αμερικάνικη, με άλλου τύπου προκαταλήψεις, εντός οικογένειας, μια και το ξεκίνημα της είχε να κάνει με την εκκλησιαστική μουσική και με τον αυστηρών θρησκευτικών αρχών πατέρα της, ο οποίος έβλεπε και τη μουσική σαν μέρος αυτών των εκκλησιαστικών πλαισίων. Κατόπιν, στην τάση φυγής κι απαγκίστρωσης από τον πατέρα της, θα βρεθεί μπροστά στον απαραίτητο άντρα που θα την ερωτευθεί και θα τον ερωτευθεί, ο οποίος θα την «μανιπουλάρει», θα την μανατζάρει, θα την καταπιέσει ..κι όλα προχωρούν από κει και μετά περίπου όπως τα ξέρουμε από άλλα έργα. Κι ας μην έχει εδώ ρατσισμούς και ναρκωτικά όπως η Μπίλυ Χολιντέι ή απανωτούς συζυγικούς ξυλοδαρμούς όπως η Τίνα Τάρνερ.
Το σενάριο επιδιώκει να ακολουθήσει και κανόνες μιούζικαλ , στη βάση ότι συνυφαίνει τα τραγούδια της με φάσεις της ζωής της κι από αυτή την άποψη καθίσταται πιο ενδιαφέρον. Από την άλλη, βέβαια, επειδή δεν έχει τα άλλα που προανέφερα και που καθιστούν τις ιστορίες δραματικότερες, η μεγάλη του διάρκεια από ένα σημείο και μετά φαίνεται αδικαιολόγητη διότι , για να χωρέσει τραγούδια, καταλήγει να επαναλαμβάνεται.
Όμως από μια σκοπιά, αυτό φαίνεται κι αναπόφευκτο, μια κι η ερμηνεία των τραγουδιών γίνεται μέρος της ερμηνείας του ρόλου αφού για το ρόλο έχει επιλεχθεί η ΤΖΕΝΙΦΕΡ ΧΑΝΤΣΟΝ.
Τι σημαίνει αυτό; Η Τζένιφερ Χάντσον είναι μία ιδιότυπη περίπτωση Ηθοποιού-Τραγουδίστριας. Η τραγουδιστική της καριέρα δεν είναι ας πούμε σαν της Νταϊάνα Ρος, δεν είναι μια περίπτωση σκέτης τραγουδίστριας κι ας έχει εκπληκτική φωνή Κι από την άλλη ως ηθοποιός, μπορεί και αποδίδει ερμηνευτικά μόνο όταν έχει ρόλους που περιλαμβάνουν τραγούδι. Τότε είναι που ανεβάζει και τις ερμηνευτικές της κλίμακες, τότε είναι που γίνεται ηθοποιός δραματική ερμηνεύτρια όταν έρχεται η ώρα να τραγουδήσει. Στην περίπτωση του «Dreamgirls» που της χάρισε το ΟΣΚΑΡ της supporting actress, φαινόταν πιο εύκολο (παρόλο ότι ο ρόλος ήταν δύσκολος με μεγάλες ερμηνευτικές απαιτήσεις που έπρεπε να υλοποιηθούν μέσω τραγουδιού), επειδή το έργο δεν ήταν αποκλειστικά πάνω της. Τώρα έρχεται να αποδείξει ότι μπορεί να σηκώσει κι ολόκληρο έργο στους ώμους της, στο βαθμό, όμως, που θα συντελούν όλες οι προαναφερθείσες ανάλογες προϋποθέσεις.
Η Τζένιφερ Χάντσον το κατάφερε! Αν κι ο ρόλος ο supporting που της έδωσε το Οσκαρ ήταν ως ρόλος καλύτερος και πιο ζουμερός από τον εδώ απλωμένο σε διάρκεια πρωταγωνιστικό, εν τούτοις έκανε μια δουλειά, η οποία οργανώθηκε έτσι από σενάριο κι από σκηνοθεσία (της ΛΙΣΛ ΤΟΜΥ) ώστε να φαίνεται ως ηθοποιός, πριν ακόμα τραγουδήσει Βέβαια, οργανώθηκε έτσι, το τονίζω αυτό, ώστε η πρόζα να μοιάζει σαν προάγγελος κατάστασης που θα την οδηγήσει σε τραγούδι, κι η Χάντσον αρχίζει κι ερμηνεύει πριν βγάλει μπροστά τις λαρυγγικές της ικανότητες, που έρχονται κι απογειώνουν.
Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όλης της ταινίας. Και δείχνει έτσι ότι νιώθει την Αρέθα Φράνκλιν, ότι γίνεται η Αρέθα Φράνκλιν. Σε αυτό το κτίσιμο συμβάλει πολύ με τη δουλειά του κι ο ενδυματολόγος του φιλμ, ο ΚΛΙΝΤ ΡΑΜΟΣ, που την έχει ντύσει δημιουργικά κι ευφάνταστα ως Αρέθα Φράνκλιν κι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα ρούχα που φορά στις συναυλίες της και κυρίως στις περιοδείες της. Την κάνουν να φαίνεται αυτό που υπαγορεύει το σενάριο για το τι ήταν αυτή η καλλιτέχνιδα όταν έβγαινε στη σκηνή κι όταν πήγαινε τις μεγάλες ευρωπαϊκές περιοδείες της.
Οι ρόλοι που την πλαισιώνουν, αν και υπό τον ίσκιο κάποιων κλισέ, έχουν γραφτεί για να σηκώσουν την ταινία καλοί ηθοποιοί, κι αναφέρομαι στον ΦΟΡΕΣΤ ΓΟΥΙΤΑΚΕΡ που υποδύεται τον πατέρα και στον ΜΑΡΛΟΝ ΓΟΥΑΫΑΝΣ που παίζει το ρόλο του Τεντ, του καθοριστικού άντρα. Ειδική αναφορά θα ήθελα να κάνω στην ΜΑΙΡΥ ΜΠΛΑΪΤΖ τζ, σε ρόλο ουσιαστικά της μιας σεκάνς, με δύο σκηνές, ως ΝΤΑΪΝΑ ΓΟΥΑΣΙΝΓΚΤΩΝ, που αφήνει άριστες εντυπώσεις, ένας ρόλος σύντομος αλλά ωραιότατα σκιαγραφημένος .