Ναι, δεν είναι από τις συνήθεις «επανεκδόσεις» του καλοκαιριού. Κι αξίζει τον κόπο τόσο για να την γνωρίσουν όσοι θέλουν να γνωρίζουν έργα παλιά, είτε φέρουν υπογραφές είτε δεν φέρουν, όσο και για να την ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΝ εκείνοι που αγαπούν πραγματικά το σινεμά, το είδος που επικράτησε να ονομάζεται «φιλμ νουάρ» και τον κορμό του έργου του σκηνοθέτη ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΜΕΛΒΙΛ
Εχω γράψει πολλές φορές για τη λύτρωση που προσφέρει το ΔΡΑΜΑ ως είδος κι είναι πολύ πιο βαθιά από εκείνη που προσφέρει η κωμωδία. Η κωμωδία ως είδος σε διασκεδάζει εκείνη την ώρα, σου αφήνει και καλές εντυπώσεις, αλλά ΛΥΤΡΩΣΗ και ΚΑΘΑΡΜΟ μόνο το δράμα φέρνει. Κι έχω επίσης αναφερθεί στα περίτρανα παραδείγματα του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του τραυματικού (ή και τραυματισμένου…) περάσματος στην ειρηνική περίοδο ότι κάποια δράματα ήταν αυτά που έφεραν την εν λόγω λύτρωση, που πήγε ο κόσμος και πλάνταξε και «καθαρίστηκε» μέσα του από τα δεινά. Η ΕΛΛΑΔΑ με τον «ΜΕΘΥΣΤΑΚΑ» και με το «ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ» ήταν μια τέτοια περίπτωση όπου με δύο δράματα ο κόσμος έκλαψε βαθιά, όπως και στη διάρκεια της Κατοχής, με δράμα παρηγορήθηκε κι όχι με κωμωδία, με τη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ». Οι Μεγάλες Επιτυχίες ήταν τα Δράματα.
Όταν αναφέρομαι σε «υποδειγματική μεταφορά», δεν το κάνω με βάση μια αντιπαραβολή μεταξύ βιβλίου και σεναρίου αλλά με βάση τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί κινηματογραφικά το σενάριο και τελικά είναι αυτό που παίρνει την παρτίδα. Κι από κει και πέρα, όλα δουλεύουν για αυτό και με μπούσουλα αυτό. Το πρόσεξαν άλλωστε και στα «Σεζάρ», στο που έστρεψαν την προσοχή.
Για αυτή την ταινία είχα γράψει στο οσκαρικό αφιέρωμα της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΤΑΙΝΙΑΣ» (ΑΝΑΛΥΣΗ Νο 18 στο pantimo.gr, θα βρείτε όλο το αρχείο στο «Περί Oscar»)
Καθώς το ξανακοίταγα, έβλεπα ότι δεν είχα να προσθέσω τίποτα ούτε να αλλάξω έστω και σημείο στίξης. Το μεταφέρω λοιπόν ατόφιο , τώρα που η ταινία κυκλοφορεί στα θερινά σινεμά, για όποιον ενδιαφέρεται να το επισκεφθεί
…Τότε , ο «γρίφος» του τίτλου θα σήμαινε, ΚΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ, πως πιάνω ένα θέμα, ένα κοινωνικό θέμα στην προκειμένη περίπτωση, για το οποίο θέλω να μιλήσω και ξεκινώ πρώτα να του φτιάξω ιστορία. Και η ιστορία σημαίνει πως ξεκινώ με τον κεντρικό ήρωα, ψάχνω να τον βρώ και να τον βάλω σε υπόθεση, να του φτιάξω μια υπόθεση όπου στο έργο ο θεατής θα παρακολουθεί την υπόθεση και , την πλοκή, τη δράση, την παράλληλη πλοκή δίπλα στην κύρια και μαζί με αυτήν και τους χαρακτήρες…Και για να παρακολουθεί τους χαρακτήρες θα πρέπει να τους έχει σύνθετους, με γκρίζες ζώνες ώστε από εκεί να αντλεί στοιχεία μέσα από τα οποία θα εξελίσσεται, θα περιπλέκεται, θα κτίζεται η υπόθεση και τελικώς ο προβληματισμός πάνω στο θέμα θα βγαίνει μέσα από το έργο κι όχι μέσα από το θέμα, καθαυτό. ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ δηλαδή που έκαναν οι δύο ΔΑΝΟΙ, ο ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΛΟΥΙΣ ΧΒΙΝΤ κι ο ΑΝΤΕΡΣ ΕΛΧΟΛΜ, οι οποίοι, όπως πληροφορούμαστε είναι και σε ντεμπούτο, σε ξεκίνημα.
Για την ταινία «ΟΙ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΜΠΙΛΙ ΧΟΛΙΝΤΕΪ» ισχύει ό,τι έγραψα στο οσκαρικό αφιέρωμα, στην ΑΝΑΛΥΣΗ 17 Α ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ ΡΟΛΟΣ και δεν προτίθεμαι να αλλάξω το παραμικρό. Θα ήθελα, όμως, να επεκταθώ λίγο επεξηγηματικά, επειδή τότε δεν μπόρεσα να το κάνω διότι δεν ήθελα να βρεθούμε εκτός θέματος. Το κάνω τώρα με αφορμή το γεγονός ότι η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες ώστε να μυηθούμε καλύτερα σε κάποια μυστικά του σινεμά, της κινηματογραφικής δημιουργίας, σε κάποιες λεπτομέρειες που δεν φαίνονται αλλά είναι αυτές που κάνουν και τη διαφορά.
Κι όταν χρησιμοποιώ τον όρο «μυθιστορηματική», δεν περιορίζομαι στο ότι προέρχεται από βιβλίο, συγκεκριμένα του ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ, αλλά το ότι στην αφήγηση ακολουθεί μια μυθιστορηματική λογική, τον τρόπο εκτύλιξης μιας ιστορίας, πλούσιας στη δράση αλλά και με εσωτερικά στοιχεία, που μας αφήνουν την αίσθηση όταν τελειώνει και το κέντρισμα όση ώρα διαρκεί η ταινία, την ίδια ακριβώς αίσθηση, που μας αφήνει ένα ωραίο μυθιστόρημα που διαβάσαμε. Το οποίο εδώ είδαμε με εικόνες.
Η «μοίρα» των «Auteurs» είναι ότι κάποια στιγμή τους βαριούνται αυτοί που τους «κατασκεύασαν». Με αποτέλεσμα να έρχεται η ώρα της κατάργησης τους, όταν ξαφνικά και στα καλά καθούμενα, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε στο έργο τους, να τους θεωρούν «επαναλαμβανόμενους», «βαρετούς»….., ουσιαστικά κάνουν προβολή της δικής τους βαρεμάρας, πάνω τους. Διότι όπως μου είχε πει κάποτε, ο ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ, σε μια συνάντηση μας στο Φεστιβάλ της Βενετίας, έξω από τη Sala Perla, το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα, πως «το πρόβλημα των κριτικών είναι ότι κάποια στιγμή βαριούνται». Κι αυτή την κουβέντα την κράτησα, την είδα πως εφαρμοζόταν στην πράξη, άρα πόσο σοφή ήταν.
Η αστυνομική αυτή περιπέτεια με πρωταγωνιστή τον ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ, είναι ένα έργο που ψυχαγωγεί, είναι μια αστυνομική περιπέτεια από εκείνες που ήταν γεμάτος ο κινηματογράφος και κρατούσαν το οικοδόμημα ζωντανό και που με τα χρόνια εξέλιπαν.. Κι αν δεν εξέλιπαν, αντιμετωπίζονταν , από «άνωθεν» εντολή, με περιφρόνηση διατυπωμένη σε δύο το πολύ αράδες. Ακόμα και για τον Λίαμ Νήσον πως παίζει σε περιπέτειες κι αυτό είναι.. υποβάθμιση. Και ποιος τους είπε ότι ο Λίαμ Νήσον δεν θέλει να παίζει τέτοια έργα και να μείνει ως εκπρόσωπος αυτού του είδους , στο οποίο προσφέρει την ποιότητα του ταλέντου του και το εκτόπισμα της προσωπικότητας του.