Σε αυτά που έγραψα περί «κωμωδίας» στην κριτική μου για το ιταλικό φιλμ «ΒΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ», επανέρχομαι με αφορμή άλλο είδος: Το «πολιτικό θρίλερ». Κι εδώ συναντάμε έλλειμμα στον ελληνικό κινηματογράφο, ακριβώς λόγω «διδασκαλιών» από ινστρούχτορες που περισσότερο διδάσκουν τη λογοκρισία παρά την δραματουργία την οποία άλλοι αγνοούν κι άλλοι παρακάμπτουν.
Κάθε φορά που βλέπω μια ιταλική ταινία και κυρίως ΚΩΜΩΔΙΑ , δύο πράγματα αναπηδούν στο μυαλό μου. Το ένα αφορά σε αυτούς: Ότι και στην πιο αγοραία φάρσα, η κοινωνική αναφορά είναι παρούσα , είναι μήτρα του σεναρίου. Το δεύτερο αφορά σε μας: Στον κομπλεξισμό μας απέναντι στην κωμωδία και γενικότερα στο σινεμά των ειδών, κυρίως , όμως, στην ΚΩΜΩΔΙΑ. Και στο πως χάσαμε κι αυτό το έδαφος.
Και δεν πρόκειται ακριβώς για «θρίλερ» το είδος στο οποίο η Ισπανία κυριαρχεί, τουλάχιστον έτσι όπως ορίζεται το είδος από fan…Ετσι κι αλλιώς έχουν μπερδευτεί πολύ τα πράγματα στις ορολογίες από τη στιγμή που ανακατεύονται πολλοί και τελικώς οι πολλοί δίνουν τον «τόνο» ακόμα κι αν διακατέχονται από σύγχυση ιδεών.
Θα έλεγα ότι έως και με απογοήτευσε η ταινία. Όχι γιατί άλλο φιλμ πήγα να δω κι άλλο έβλεπα. Αυτό το έχω ξεπεράσει, έχω πάρει μαθήματα πολλά επί του συγκεκριμένου κι έχω διδαχτεί ότι πηγαίνουμε να δούμε το έργο που θα μας δείξουν κι όχι εκείνο που κατασκευάσαμε εμείς στο μυαλό μας κι εντελώς αυθαίρετα περιμέναμε. Δεν μιλώ για κάτι τέτοιο.
Ηταν ακριβώς ο ίδιος, που είχε γίνει μια δεκαετία πίσω, με την ΩΝΤΡΕΫ ΧΕΠΜΠΟΡΝ, όταν είχε βγει στο στερέωμα με το «ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ» του μεγάλου ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΪΛΕΡ. Ξαφνικά, στη δεκαετία του ’50 εμφανιζόταν μία κοπέλα στην οθόνη η οποία συνδύαζε αφενός την τέλεια πριγκίπισσα του ρόλου, αφετέρου μέσα από το ΣΕΝΑΡΙΟ κατάφερνε και γινόταν το αντιπροσωπευτικό κορίτσι του ’50, όλα τα κορίτσια της εποχής έβλεπαν «ΕΚΕΙΝΗ» στον καθρέφτη τους. Μια δεκαετία μετά, βγαίνει το «DARLING» και συμβαίνει ένα ανάλογο φαινόμενο με ένα άλλο κορίτσι σε εντελώς διαφορετικό ρόλο και είδος (μήπως και δεν ήταν και τόσο διαφορετικά κι ήταν απλώς κοιταγμένο όλο αυτό από την «ανάποδη»;) αλλά και εποχή. Και το κορίτσι αυτό ήταν η ΤΖΟΥΛΙ ΚΡΙΣΤΙ, η οποία μέσα από το ΣΕΝΑΡΙΟ (πάλι!!!!!!!!!!!!!) που την ήθελε ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΗ κι αβέβαιη για τη ζωή της και για τις σχέσεις της με τους άντρες , εκπροσώπησε το ΑΝΗΣΥΧΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ’60. ΚΙ έγινε ό,τι έγινε!!!
Τα μυθιστορήματα της ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ, της Πρωθιέρειας της αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν έχουν ευτυχήσει ιδιαιτέρως στον κινηματογράφο. Όμως κι οι πιο μέτριες αποδόσεις τους , για το θεατή καταλήγουν πάντα «συμπαθητικές» επειδή, αν μη τι άλλο, υπάρχει πάντα ο ΑΙΝΙΓΜΑ έτσι περίτεχνα όπως το πλέκει η ΜΕΓΑΛΗ, κι ο θεατής αν μη τι άλλο, την ώρα του την έχει «σκοτώσει», προσπαθώντας να «λύσει» το αίνιγμα» που του έβαλε η Αγκαθα.
Ο «ΓΙΓΑΝΤΑΣ» αυτό υποδηλώνει όχι ως εξαίρεση αλλά ως μέρος ενός συνόλου παραγωγής. Τιμήθηκε με ΔΕΚΑ βραβεία ΓΚΟΓΙΑ, τα περισσότερα που κέρδισε ισπανική ταινία στην απονομή του 2018, όμως σε αυτή την δεκάδα δεν περιλαμβάνονταν ούτε η Καλύτερη Ταινία», ούτε η «Σκηνοθεσία» . Κι αυτό κάτι σημαίνει.
Στον τίτλο επιχειρώ να τονίσω την «ταυτότητα» της ταινίας κι αν γίνει αντιληπτό ότι η αξία της είναι καθαρώς ψυχαγωγική. Με την έννοια ότι πάμε και βλέπουμε μια περιπέτεια με ήρωα υπαρκτό πρόσωπο για το οποίο έχουν γραφτεί κι ειπωθεί τόσα και τόσα κι επίσης ότι πρωταγωνιστεί ίσως το Νο 1 ζευγάρι της ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ κι ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ σημερινής Κινηματογραφίας με διεθνή αναγνώριση που έχει περάσει και τον Ατλαντικό και τους έχει κάνει αμφοτέρους κατόχους βραβείου ΟΣΚΑΡ, δηλαδή τον ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ και την ΠΕΝΕΛΟΠΕ ΚΡΟΥΖ. Από εκεί και πέρα, όλα είναι «ανοιχτά» αλλά για την ψυχαγωγική αξία της ταινίας σε μια θερινή έξοδο στην Ελλάδα, δεν θα είχα να προσάψω το παραμικρό.
Δεν μπορείς στη κριτική αυτών των ταινιών, των λεγόμενων ταινιών – franchise, που λέγονται έτσι επειδή είναι στην ουσία καταναλωτικά προϊόντα, να μην ξεκινήσεις από τους fan, να μη λάβεις αυτούς υπόψη. Όχι για να τους κανακέψεις μα επειδή αυτοί θα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο κι η κριτική απλώς θα πει τη γνώμη της επ’ αυτού που είναι το προϊόν. Οταν σε μια ταινία, που γυρίζεται σε «συνέχειες», όχι επειδή υπάρχει κάποιος λόγος κατά την εξέλιξη του σεναρίου, που κι αυτό δεν με βρίσκει καλλιτεχνικώς και κινηματογραφικώς σύμφωνο δεδομένου ότι τα έργα από τον ίδιο τον αριστοτελικό ορισμό έχουν «μέγεθος», αλλά επειδή φτιάξαμε ένα τίτλο μέσα από ένα προϊόν και τον τίτλο πουλάμε – το λεγόμενο brand name της αγοράς- τότε οι fan πρωτοστατούν.
Όπως συμβαίνει με τους ηλικιωμένους που είναι εκ προοιμίου συμπαθείς ως ήρωες δράματος στο συναισθηματικό κοινό (περίπτωση «Ταξίδι αναψυχής»), έτσι συμβαίνει, κι ακόμα περισσότερο, και με τα μικρά παιδιά ως ήρωες δράματος, κυρίως όταν πρόκειται για ορφανά… Ένα κύμα συμπάθειας διαχέει την αίθουσα, από την οθόνη ως την πλατεία κι όλοι είναι συναισθηματικά πανέτοιμοι για την αποδοχή.