Δεν θα είχα να πω πολλά για το «DEADPOOL 2» και νομίζω ότι δεν έχω. Το μόνο, κι από αυτό θα ξεκινήσω, είναι πως το διασκέδασα. Κι ειδικά, σε ένα θερινό σινεμά, σε μια θερινή έξοδο, κι ακόμα πιό «ειδικά» μετά από ένα ματς του «Μουντιάλ», θα μπορούσε να κάνει ακόμα καλύτερα τη δουλειά του από όσο την είχε κάνει την άνοιξη που βγήκε στις αίθουσες.
Δεν είναι ακριβώς «Ξεχασμένο». Ανήκει σε μια υποδιαίρεση, στην οποία ανήκουν πολλά φιλμ που δεν έχουν υποχρεωτικώς ξεχαστεί αλλά που παραμένουν άγνωστα σε μια μεγάλη μερίδα του κοινού. Είναι εκείνα που είχαν τις προδιαγραφές του κλασικού αλλά δεν έγιναν «κλασικά».
Αν κι αποφεύγω τις αναφορές σε άλλα έργα, όταν κάθομαι να γράψω κριτική για μια ταινία, εδώ το κάνω και στον τίτλο, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά επειδή η «ευχή κι η κατάρα» του είναι πως έρχεται επισκιασμένο από το φιλμ του ΛΟΥΚΑ ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΙΝΟ σε σεναριακή διασκευή ΤΖΕΗΜΣ ΑΪΒΟΡΥ(που πήρε και το ΟΣΚΑΡ) της κατηγορίας αυτής, το «ΝΑ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙς ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ». Και εξ αιτίας αυτού πληρώνει μεγαλύτερο πρόστιμο από εκείνο που του αναλογεί. Διότι κακή ταινία δεν είναι, κάθε άλλο μάλιστα.
Είπα κι εγώ… Αλλά αμέσως ανέτρεξα στο IMDB, είδα τη χαμηλή βαθμολογία και βεβαιώθηκα. Τόσο για εκείνους τους ξένους , που φαίνεται πως δεν έχουν δει σινεμά, δεν ξέρουν τα έργα μυστηρίου είτε πρόκειται για Α ή για Β movies κι η πλατφόρμα τους επιτρέπει να λένε ανοησίες εις βάρος του σινεμά που δεν γνωρίζουν, όσο και για τους εγχώριους μιμητές , τζαμπατζήδες και μη. Εγώ πάλι, μέσα στο θερινό περιβάλλον, έβλεπα έργο «θερινής εφαρμογής», ένα αστυνομικό που δεν στηριζόταν στα αυτοκίνητα που τρακαίρνουν και στις καταστροφές χωρίς νόημα αλλά είχε μια υπόθεση που με καλούσε να μπω στη διαδικασία της επίλυσης ενός μυστηρίου.
Οπότε, σημασία έχει και σε τι σενάριο τους βάζουμε. Σαφώς κι εμπνέουν συναισθηματικές ιστορίες, όπου το συναίσθημα θα ξεχειλίζει μια και το κοινό πρέπει να βλέπει με συμπάθεια την Τρίτη ηλικία. Ωστόσο, ο αγαπητός μου Ιταλός σκηνοθέτης ΠΑΟΛΟ ΒΙΡΤΖΙ, που τις ταινίες του εκτιμώ ιδιαιτέρως κι έχει κάνει μερικές από τις καλύτερες του πρόσφατου ιταλικού σινεμά , όπως το ανεκτίμητο «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ» ή την «ΤΡΕΛΗ ΧΑΡΑ» ή τη «ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ» είτε το «TUTTA LA VITA DAVANTI» που το είχα παίξει στο «Tutto Italia» … εδώ δεν τα πολυκατάφερε. Η Αμερική δεν τον σήκωσε, τουλάχιστον σε αυτή την ταινία.
Αυτό το έργο του ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ θα έπρεπε να διδάσκεται (ίσως και να το κάνει κάποιος σε κάποιο από αυτά τα φοβερά πανεπιστήμια κινηματογραφικών σπουδών) για ένα πολύ συγκεκριμένο λόγο: Βάζει κινηματογραφικά θέματα στο πως μετατρέπεται σε δράση, σε έργο δράσης, η ίδια η αλήθεια. Και στο πως τη βιώνουν εκ νέου τα πρόσωπα που την έζησαν στην πραγματική ζωή και καλούνται τώρα να τη μιμηθούν, να μιμηθούν τους εαυτούς τους.
Με καλοκαιρινούς, ελληνικούς κινηματογραφικούς όρους θα την χαρακτήριζα «ΤΕΛΕΙΑ». Το ίδιο, όμως, θα έλεγα και με όρους αμιγώς κινηματογραφικούς, απέναντι στο αστυνομικό είδος και την ανανέωση του από τα γαλλικό σινεμά το οποίο έχει επιστρέψει για τα καλά στην εποχή των ειδών και την προώθηση της βιομηχανίας και σε πολλές περιπτώσεις, τουλάχιστο σε αστυνομικά φιλμ, βάζει τα γυαλιά στους Αμερικάνους τους σημερινούς. Αν και πολλές φορές έχει ειπωθεί – και ισχύει!!!- πως η ανανέωση του γαλλικού αστυνομικού τείνει περισσότερο προς την σημερινή αμερικάνικη σχολή της περιπέτειας και λιγότερο προς την γαλλική αστυνομική παράδοση, θα έλεγα πως «Η ΛΗΣΤΕΙΑ» το διαψεύδει κάνοντας συγκερασμό και των δύο.
Η «Β΄ΠΡΟΒΟΛΗ», όπως και τα «ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ», θα παίξουν φέτος το καλοκαίρι σημαίνοντα ρόλο στην ύλη του PANTIMO.GR. Όχι τίποτε άλλο μα για να νιώσουμε κινηματογραφικό καλοκαίρι, έστω και μέσα από ένα site. Διότι αυτός ήταν ανέκαθεν ο κινηματογραφικός σκοπός του καλοκαιριού, να βλέπουμε τα έργα που χάσαμε το χειμώνα και να μορφωνόμαστε κινηματογραφικά με τα παλιά, τα χαμένα ή και ξεχασμένα… Ο PANTIMO.GR, αν ήταν σινεμά κι όχι blog, τέτοια έργα θα έπαιζε στο πρόγραμμα του και θα έβαζε και κάποιο καινούργιο ώστε να μη χάνει την επαφή και με το παρόν. Ομως το παρόν εξελίσσεται σε αντικινηματογραφικό με τις διαρκείς νέες κυκλοφορίες που δεν έχουν νόημα, τουλάχιστον στο να κατακλύζουν την αποκλειστικότητα της ύλης για την πρώτη εβδομάδα.
Με αυτό το σκεπτικό, επαναφέρω τη Β΄ΠΡΟΒΟΛΗ και ξεκινώ από το «DEATH WISH» το καινούργιο, με τον ΜΠΡΟΥΣ ΓΟΥΙΛΙΣ, για το οποίο δεν είχα γράψει όταν προβλήθηκε. Το βάζω τώρα στα «θερινά».
Κυριολεκτικά «ξεχασμένη» είναι αυτή η μαυρόασπρη ταινία του γίγαντα της ιταλικής κωμωδίας ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ, την οποία έχει γυρίσει ένα χρόνο πριν από το «Ο κλέψας του κλέψαντος» που τον εκτόξευσε ψηλά και του έφτιαξε δρόμο υψηλών προδιαγραφών τον οποίο ακολούθησε ως το τέλος του μακρού βίου του. Και ίσως κάπως έτσι να επισκιάστηκε αυτός « Ο γιατρός κι ο μάγος» του ιταλικού τίτλου.
Μα το σπουδαιότερο , για μας τουλάχιστον, είναι πως ένα χρόνο μετά εμφανίζεται στις ελληνικές οθόνες μια ταινία που δανείζεται(;), εμπνέεται(;) από αυτήν και την κάνει ένας Ελληνας , ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί αντάξιος ή ισάξιος του Μονιτσέλι, ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ κι είναι το «Η ΚΥΡΑ ΜΑΣ Η ΜΑΜΗ» που όλοι γνωρίζουμε. Ολοι οι Ελληνες γνωρίζουμε τη «μαμή» κι όχι τον «Medico», οι Ιταλοί ξέρουν τον δικό τους κι αγνοούν τη δικιά μας..
Με την ταινία του ΡΟΜΑΝ ΠΟΛΑΝΣΚΙ θα ασχοληθούμε , κι όχι με τον ίδιο. Και δεν υπαινίσσομαι τις λογιών - λογιών σκανδαλολογίες γύρω από το όνομα του. Εννοώ τον Πολάνσκι σκηνοθέτη που διαχωρίζεται από τη θεωρία του auteur, όπως διαχωρίζεται κάθε αληθινός σκηνοθέτης που είναι εν δυνάμει δημιουργός κι ο οποίος αναδεικνύεται ως δημιουργός μέσα από τις ΤΑΙΝΙΕΣ που κάνει, όπου εκείνες είναι που έχουν το πρώτο λόγο. Και μπορούν να στέκονται από μόνες τους ως ταινίες και δεν χρειάζονται τη συνδρομή «αγκιτατόρων». Ο Πολάνσκι αναδείχτηκε ως σκηνοθέτης μέσα από το σινεμά των ειδών που το υπηρέτησε κάνοντας και θρίλερ και νουάρ και ρομαντική λογοτεχνία και Σαίξπηρ μέχρι και «Ολιβερ Τουίστ». Εδώ λοιπόν θα ασχοληθούμε με το «ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ» κι όχι με το αν «ο Πολάνσκι έπεσε», «ο Πολάνσκι ανέβηκε», «ο Πολάνσκι παραμένει σταθερός», «ο Πολάνσκι χάνει την ικμάδα», «ο Πολάνσκι κερδίζει το γήρας» και διάφορες τέτοιες μπούρδες του auter-ισμού ,που, επειδή δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν ή να αναλύσουν μια ταινία, αρχίζουν και μιλάνε γι αυτόν που την έφτιαξε με βάση τα συμφραζόμενα από τη «γραμμή» που έχει δοθεί.