Για τα «εργάκια» δεν τρέφω εχθρικά ούτε σνονμπίστικα συναισθήματα, κάθε άλλο. Τα τιμώ και τα θεωρώ κι απαραίτητα για την ψυχαγωγία μας, την ανάλαφρη έξοδο μας, το να μας δώσουν εκείνη τη δίωρη χαλάρωση που τόσο απαραίτητη μας είναι. Συγχρόνως τα τιμώ και για το ότι δεν είναι εύκολο να φτιάξεις «εργάκι». Χρειάζονται κι εδώ γνώσεις, πρέπει να έχεις κατάρτιση, να κατέχεις το είδος εσύ που το κάνεις και να ξέρεις τι θα ζητήσεις και τι θες να πάρεις από τους συνεργάτες σου. «Εργάκια» όμως είναι και τα θερινά «σκουπίδια» που κατακλύζουν τις οθόνες κάθε καλοκαίρι και κάνουν το σινεμά απωθητικό, κι αυτό επειδή δυστυχώς είναι πολλά διότι οι διανομείς συμπεριφέρονται σαν απορριματοφόρα του Δήμου στο δρόμο προς τις χωματερές…. Οταν λοιπόν δεις μερικές επαναλήψεις που σου υπενθυμίζουν τι εστί Κινηματογράφος παρελθόντος καιρού, και μετά κληθείς για «θερινίλα», η προσγείωση είναι λίγο απότομη..
ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ, Ο ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ…
¨Η πως το ΣΤΥΛ μετατρέπεται σε ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Δεν έχει «επαναλήψεις» μόνο το σινεμά, έχει κι η ΤV. Για τους δικούς της, ποικίλους λόγους… Κι αποφάσισα να δω το «ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΕΓΓΟΝΟΙ» που δεν το είχα παρακολουθήσει συστηματικά στον ενεστώτα του (όπως και πολλά άλλα σήριαλ) για τον απλούστατο λόγο ότι τότε δεν είχα καιρό.. Τώρα που ξαναμεταδίδεται από το MEGA και το παρακολουθώ, θέλησα να γράψω δύο λόγια διότι θεώρησα ότι αξίζει τον κόπο.
Κι όπως διαβάζετε, στον τίτλο αντί άλλου χαρακτηρισμού πρόταξα τα ονόματα ΠΕΝΤΕ ηθοποιών. Κάποιοι εξ αυτών , ως φυσικά πρόσωπα, δεν βρίσκονται πιά στη ζωή. Το έργο, όμως, είναι που μένει κι επ’ αυτού κρίνονται όλα.
Καταρχάς να σας πω ότι αυτή η νέα κατηγορία που εισηγήθηκε και ψήφισε η διοικούσα επιτροπή(Governors Board), η κατηγορία «BEST POPULAR FILM», καλύτερης ΔΗΜΟΦΙΛΟΥΣ ταινίας, υπάρχει τόσο στην ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ όσο και στη ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ, στα BAFTA. Στην Ευρωπαϊκή μάλιστα, της οποίας τυγχάνω μέλος με δικαίωμα ψήφου (ενώ στην Αμερικάνικη δεν έχω δικαίωμα ψήφου και ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ διότι δεν ανήκω σε κλάδο που να συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία μιάς ταινίας που είναι κι η πεμπτουσία της αξιολόγησης των Ακαδημιών!) το βραβείο αυτό δεν το ψηφίζουμε εμείς, δηλαδή τα μέλη, αλλά το ψηφίζει το ΚΟΙΝΟ. Αν και μετρώ 15 χρόνια εκεί, δεν έχω καταλάβει πως γίνεται η επιλογή των θεατών που ψηφίζουν. Στην ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ που είναι κι η πιο ΔΙΕΘΝΗΣ εθνική Ακαδημία, με την έννοια ότι τα μέλη δεν εξετάζονται βάσει διαβατηρίου, βρίσκονται εκεί μέσα κινηματογραφιστές όλων των ειδικοτήτων από όλα τα μέρη του κόσμου (πρόσφατα έγινε μέλος κι ο Φατίχ Ακίν), θα το ψηφίζουν τα μέλη.
Είναι πλέον καταφανές ότι ως προς την Ισπανία μιλάμε για ΣΧΟΛΗ πάνω σε αυτό που συλλήβδην αποκαλείται σήμερα «θρίλερ» ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για το είδος «ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ» που αποδεικνύει τις αμέτρητες παραλλαγές του. Αυτό και μόνο αρκεί για να αποδείξει σοβαρότητα, για δημιουργία νέας παράδοσης και για ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΑΣ κι όχι ενός και μόνου auteur. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα, οι «κολλημένοι» στους auteurs να ψάχνουν να βρίσκουν ελαττώματα επειδή έχουν «μάθει» (;) να εξετάζουν το σινεμά μέσα από πρόσωπα κι όχι μέσα από είδη, από σχολές, από κινηματογραφίες. Νομίζουν πως τις ταινίες τις εντάσσουμε σε πρόσωπα, σε «δημιουργούς» κι αν δεν υπάρχει τέτοιος αδυνατούν να παρακολουθήσουν λόγω ελλιπούς και πλημμελούς μη καταρτήσεως ως προς την εξέταση των ταινιών. Αυτό, δεν σημαίνει πως μέσα από αυτά τα «θρίλερ» δεν θα ξεπεταχτεί και κάποιος που ειδικεύεται κι υπηρετεί αποκλειστικά το είδος οπότε είναι εν δυνάμει δημιουργός. Η θεωρία του auteur, όμως, δεν τα εξετάζει έτσι.
Ταινίες σαν κι αυτήν εδώ είναι που στο πάλαι ποτέ όφειλαν τη διάσωση τους στους θερινούς κινηματογράφους. Τους πρόσφεραν τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ, εκείνη που είχε χαθεί στη χειμερινή προβολή λόγω πληθώρας κινηματογραφικής ύλης ανά εβδομάδα και ανειλημμένων προσωπικών υποχρεώσεων των θεατών. Το θερινό ήταν που έδινε την ευκαιρία και για την ταινία αυτή το όλο θέμα καθίσταται ΚΥΡΙΟ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ.
Η ταινία αξίζει ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΥΣ ΔΥΟ: Και για τον ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ δηλαδή αλλά και για τον σκηνοθέτη ΤΖΟΖΕΦ ΛΟΟΥΖΥ. Θα ξεκινήσω, όμως, από τον Ντελόν στον οποίο θα αφιερώσω και το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής διότι πολλά επιπόλαια έχουν ειπωθεί κι όλο έχει να κάνει με την προκατάληψη και τον κομπλεξισμό απέναντι στους σταρ , μόνο που κι αυτό γίνεται «α λα καρτ» - που λένε. Ή με δύο μέτρα και δύο σταθμά, επί το ελληνικότερον.
Το… «quo vadis» της αναρώτησης στον τίτλο, εννοείται πως τους πιάνει όλους. Κι είναι από εκείνα που με κάνουν κι απορώ όταν συμβαίνουν, κυρίως όταν βλέπω ότι οι συντελεστές διαθέτουν κάποιες περγαμηνές. Πόσο μάλλον από το χώρο του σεναρίου.
Δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω αυτή την ταινία και το σκέφτηκα πολλές φορές να μην γράψω καθόλου. Είναι από τις χειρότερες περιπτώσεις του «concept» : «να κάνουμε και μία συνέχεια, ένα νούμερο 2 επειδή έχουμε ένα πετυχημένο εμπορικά τίτλο».