Μετά το «ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;», που της χάρισε το δεύτερο της ΟΣΚΑΡ , η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ άρχισε να «την» ψάχνει διαφορετικά. Σαν να είχε κερδίσει μια προσωπική μάχη αναγνώρισης και σαν να ήθελε να απαγκιστρωθεί, να αποδεσμευτεί από το box-office και να την δει τη δουλειά κάπως πιο ελεύθερα. Ετσι κι αλλιώς, σε επίπεδο σταρ, είχε τον τρόπο να απασχολεί σε καθημερινή βάση τον διεθνή Τύπο. Ομως, από την άλλη την ενδιέφερε και το καλλιτεχνικό καθότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είχε και πολύ καλές παρέες, υψηλού κύρους, που την εκτιμούσαν απεριόριστα. Κι έτσι, προχώρησε σε άλλα, τα οποία βεβαίως και δεν της απέφεραν εισιτήρια, όμως, κάπου ικανοποίησαν την ίδια και την επέβαλαν ακόμα περισσότερο ως προσωπικότητα. Ένα από αυτά ήταν και «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ» , όπως είχε προβληθεί στην Ελλάδα το «SECRET CEREMONY», που το έκανε με τον ΤΖΟΖΕΦ ΛΟΟΥΖΥ, σκηνοθέτη που εκείνα τα χρόνια απολάμβανε ξεχωριστών καλλιτεχνικών τιμών στην Αγγλία όπου διέμενε και εργαζόταν, όταν εγκατέλειψε τις ΗΠΑ ως προγεγραμμένος από τον Μακάρθυ. Κι η Τέϊλορ πήγε κι έπεσε πάνω του κι έκανε μαζί του απανωτά δύο ταινίες.
H ταινία τιμήθηκε στα φετινά «ΣΕΖΑΡ», τα βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με ΔΥΟ βραβεία: Του Α’ Γυναικείου Ρόλου στην εξαίρετη ηθοποιό ΖΑΝ ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ και του ΗΧΟΥ. Τη χαρακτηρίζω ως «ταινία για press conference» επειδή είναι του ΜΑΤΙΕ ΑΜΑΛΡΙΚ , ο οποίος «σπρώχνεται» από Φεστιβάλ και λοιπά ιερατεία ως auteur κι η ταινία είναι χαρακτηριστικό δείγμα εκείνων που παίζονται στα Φεστιβάλ και με τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων επιχειρείται η κάλυψη των κενών που δεν προλαβαίνει να καλύψει η προβολή επί της οθόνης.
Σκέφτηκα αρχικά ένα άλλο τίτλο για την κριτική της ταινίας αυτής του ΣΤΗΒΕΝ ΣΠΗΛΜΠΕΡΓΚ: «ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ». Όμως τον άλλαξα, δεν τον χρησιμοποίησα, διότι σκέφτηκα σχεδόν αμέσως ότι δεν θα ήταν αντιπροσωπευτικός για το τι είναι η ταινία. ΚΙ ότι θα υποβάθμιζε, θα μείωνε, αυτό που έκανε ο Σπήλμπεργκ σε τούτο το φιλμ. Το κρατώ, όμως, όχι για τίτλο αλλά για επισήμανση-ανάλυση πιο κατω.
ΚΙ από τα «Cesar» των Γάλλων περνάμε ξανά στα «David di Donatello» των Ιταλών και δείτε πως αξιολογούν την έννοια «πρώτη ταινία» ή «πρωτοεμφανιζόμενος» οι ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΕΣ της Ιταλικής Ακαδημίας κι όχι οι «αστεράκηδες» της… απολύτρωσης. Διότι κι ο υποφαινόμενος, στα «David di Donatello» όπου πήρε το ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ, συνειδητοποίησε ότι το έργο ανήκε σε πρωτοεμφανιζόμενο, μια και το έργο που τον είχε ενθουσιάσει (τον υποφαινόμενο) ναι, ήταν έργο πρωτοεμφανιζόμενου. Δείτε πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ πρωτοεμφανιζόμενων Ιταλών κι αντίστοιχων Ελλήνων.
ΕΚΚΛΗΣΗ κάνω προς όλους όσους πραγματικά ΑΓΑΠΟΥΝ το σινεμά καθώς και προς εκείνους που (λένε ότι) αγαπούν το ΓΑΛΛΙΚΟ σινεμά, προς τους ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ «σινεφίλ» κι όχι τους «σινεχθρίκ» που πίσω από τη μάσκα του ψευτο-σινεφιλ νοιάζονται μόνο να ειρωνεύονται και να διασύρουν τις ταινίες, να πάνε να το δουν. Κι επίσης, να αρχίσουν να κοιτάζουν και τα «CESAR» των Γάλλων, όπως και τα «DAVID DI DONATELLO» των Ιταλών, διότι πολλά πράγματα έχουν να μάθουν γύρω από το σινεμά, γύρω από το σινεμά των ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΩΝ κι όχι των κριτικών, των θεωρητικών, των φεστιβαλιστών, των auter-ιστών. Το «ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ» είναι ένα ΧΑΡΜΑ, ένα ΜΕΘΥΣΙ.
Ανάμεικτα συναισθήματα αφήνει αυτή η ταινία της ΛΥΝ ΡΑΜΣΕΥ, που τιμήθηκε στις Κάννες με διπλό βραβείο, ΣΕΝΑΡΙΟΥ κι ανδρικής ερμηνείας στον ΓΙΟΑΚΙΝ ΦΙΝΙΞ. Κι ως προς μεν το βραβείο σεναρίου επαυξάνονται οι ενστάσεις (ή έστω οι απορίες) περί των φετινών αποτελεσμάτων του Φεστιβάλ Καννών, ύστερα από το βραβείο σκηνοθεσίας στη Σοφία Κόπολα για την «Αποπλάνηση» και το βραβείο σεναρίου εδώ… Χώρια ότι κατανοώ πλήρως και τις ενστάσεις για τον «Χρυσό Φοίνικα» στο σουηδικό «ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ» αντί του γαλλικού «120 ΧΤΥΠΟΙ ΤΟ ΛΕΠΤΟ». Όμως, όλως αντιθέτως, για το βραβείο ερμηνείας στον Γιοακίν κάνουμε αληθινή ΥΠΟΚΛΙΣΗ.
Α, ρε Ιταλία! Από πού το πιάνεις ένα θέμα και που το πας. Από τα προεφηβικά ψυχανεμίσματα του «una storia d’ amore» ως το διαρκές μυστήριο, την τραγωδία του έρωτα, τη ψυχογεωγραφία ενός μέρους και την κατάληξη στη Μαφία! Και με την ποίηση εμποτισμένη σε όλο το μήκος της ταινίας. Βέβαια, όπως έλεγε η γιαγιά μου, είναι έργο λυπητερό.
Ωρα να αρχίσουμε να ενημερώνουμε για το τι γίνεται και στις ΕΘΝΙΚΕΣ ή ΤΟΠΙΚΕΣ (διαλέγετε και παίρνετε), ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ μια και στην Ελλάδα είμαστε πολύ πίσω, σε αυτού του είδους την ενημέρωση. Ας δούμε λοιπόν τι επέλεξαν τα μέλη των Ακαδημιών ΙΤΑΛΙΑΣ και ΓΑΛΛΙΑΣ, που είναι κι οι δύο σημαντικότερες εθνικές Ακαδημίες της Κινηματογραφικής Ευρώπης.
..Κι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν πολύ καλά οι Βρετανοί , κυρίως οι Εγγλέζοι κι οι Σκωτσέζοι (αλλά κι οι Ιρλανδοί όταν «αγγλοποιούνται»- βλ.Μπέρναρντ Σω και Οσκαρ Ουάιλντ), και το διαπιστώνουμε πολύ συχνά στις σάτιρες τους που διακρίνονται για το δηλητηριώδες χιούμορ τους, ειδικώς όταν αναφέρονται σε πολιτικά ζητήματα ή και στον αυτοσαρκασμό τους. Είναι μια παράδοση που συνδυάζει ΠΝΕΥΜΑ και ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ.
Το περί Ελλήνων του τίτλου έχει να κάνει με το ότι παραγωγός της ταινίας είναι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΑΒΡΑΣ, γιός του μεγάλου ΚΩΣΤΑ, κι ότι ο μοντέρ του φιλμ είναι Ελληνας, με το ελληνικότατο όνομα ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ . Και στην ανακάλυψη του τελευταίου οδηγήθηκα από το ίδιο το μοντάζ της ταινίας που με συγκλόνισε κατά την παρακολούθηση , έψαξα να δω πως λέγεται αυτός που το έκανε κι έπεσα στο όνομα. Μιλάμε για εξαιρετικό μοντάζ και θα πω παρακάτω θεϊκά πράγματα. Το φιλμ είναι ένα δυνατό δράμα πάνω στην κηδεμονία ανηλίκου.