Ενθουσιάστηκα και πάλι μετά από χρόνια που είχα να δω την ταινία. Είναι ο ορισμός της ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑΣ. Μια τελετουργία, όμως, που δεν βαράει στα κουτουρού, που δεν πουλάει στυλ, δεν καταφεύγει στους εντυπωσιασμούς αλλά μετατρέπει το στυλ σε ουσία.
Ενας επαγγελματίας δολοφόνος προσλαμβάνεται να δολοφονήσει κάποιον. Στο γραφείο του υποψήφιου θύματος, μέσα σε ένα κλαμπ. Εκεί θα γίνει η δουλειά. Προηγουμένως έχει φροντίσει να έχει ακλόνητο άλλοθι, από μια μιλημένη φιλενάδα του. Ο αστυνόμος όμως δεν πείθεται . Και βάζει σε ενέργεια την οργανωμένη παρακολούθηση. Παράλληλα, εκείνοι που προσέλαβαν τον επαγγελματία δολοφόνο, δεν φαίνονται εντάξει στις υποχρεώσεις τους απέναντι του. Από τη μια λοιπόν, απειλείται από εκείνους, τους οποίους και ο ίδιος με τον τρόπο του απειλεί, από την άλλη παρακολουθείται από την Αστυνομία. Μέχρι να φτάσουμε στη λύση.
Δεν είναι η υπόθεση που θα τη διαβάσεις και θα πεις «μην το χάσω». Είναι, όμως, η ατμόσφαιρα στην οποία σε βάζει από το πρώτο κλάσμα του δευτερολέπτου κι η ατμόσφαιρα αυτή γίνεται «υπόθεση» διότι μέσα στο κλίμα που έχεις μπει, νοιάζεσαι κι αγωνιάς για τα όσα συμβαίνουν αλλά και για την τύχη του ήρωα.
Από το πρώτο πλάνο, από την πρώτη στιγμή, στο σκοτεινό και φτηνό δωμάτιο, όπως το απεικονίζει το ντεκόρ, βλέπουμε αυτό τον άνθρωπο, μόνο του, στο άδειο σκηνικό. Παρακολουθούμε την ετοιμασία του, την αναχώρηση του, τη διαδρομή του, την επίσκεψη στη φιλενάδα για το άλλοθι, την εμφάνιση στο κλαμπ, το φονικό, κατόπιν η ανάκριση κι η διαδικασία αναγνώρισης των υπόπτων που φορούν όλοι καπέλο κι αδιάβροχο, μια κι είναι η μόνη ασφαλής μαρτυρία. Όλα αυτά δίνονται τελετουργικά. Με ένα ρυθμό που δεν περιγράφεται. Η προετοιμασία του εγκλήματος, η σκηνή της αναγνώρισης των υπόπτων στο τμήμα, είναι στγμές διαρκούς έντασης και κυματισμού συναισθημάτων. Και στη συνέχεια οι τροπές κι ανατροπές, που κι αυτές δίνονται μέσα από τη διαδικασία.
Το σκοτάδι, τα διαρκή νυχτερινά, που κι όταν έχουμε ημερήσια πλάνα πάλι στην ίδια μουντάδα βρίσκονται, κι αυτός ο δολοφόνος, ψυχρός κι άκαμπτος και γύρω του τα πρόσωπα..
Η πολύτιμη συνεργασία του ΖΑΝ ΠΙΕΡ ΜΕΛΒΙΛ με τον διευθυντή φωτογραφίας ΑΝΡΙ ΝΤΕΚΑΕ κι η δουλειά πάνω στον ήχο, όπου για σπάνια φορά σε φιλμ εκείνης της εποχής, το ΗΧΗΤΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ προβάλλεται τόσο έντονα στους τίτλους, το MONTAGE SONORE, που του δίνει ξεχωριστή αναφορά στους αρχικούς τίτλους και δεν το βάζει μέσα στη μακρά λίστα διότι τα κοψίματα του ήχου πρωταγωνιστούν στην ταινία και το γεγονός πως ο διευθυντής φωτογραφίας προυπήρξε μοντέρ και ηχολήπτης, δείχνει και τη σχέση φωτισμών, ήχων και πως κόβονται οι ηχητικές μπάντες.
Ο Μελβίλ είναι μεγάλος κι η ταινία γίνεται σπουδαία, γιατί; Επειδή έχει όλα αυτά που είπα ως τώρα , τα οποία μυρίζουν θεωρητικούρα που τη σιχαίνομαι; ΟΧΙ! «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» γίνεται μεγάλη ταινία επειδή η τελετουργία του Μελβίλ βασίζεται σε ΣΕΝΑΡΙΟ. Οι σκηνές είναι περιεκτικότατες κι εντείνουν την αγωνία. Ο Μελβίλ έχει πάρει συνεργάτη σεναριογράφο ,χώρια το γεγονός πως βασίζεται σε βιβλίο, δεν του ήρθε δηλαδή να βγει και να κάνει το θεωρητικό και να πάει στα γυρίσματα με πέντε σελίδες σενάριο όπως νόμιζαν κάποιοι δικοί μας που «εκπαιδεύτηκαν» από θεωρητικούς οι οποίοι δεν ήξεραν την τύφλα τους από σινεμά.. Ο Μελβίλ σκηνοθετεί σενάριο τελετουργίας. Αυτά όλα που βλέπουμε συνθέτουν υπόθεση. Κι ο κεντρικός ήρωας είναι χαρακτήρας. Χαρακτήρας τελετουργικού αστυνομικού, που έχει προέλθει από μεγάλη αφαίρεση. Εξου κι αγωνιούμε για την τύχη του. Αν δεν ήταν χαρακτήρας, θα αδιαφορούσαμε για αυτόν ή θα βαριόμασταν για την εκβαση των υποθέσεων του... Ο χαρακτήρας , όμως, του συγκεκριμένου δεν προβάλλεται μέσα από διάλογο αλλά μέσα από τους χώρους και την εν γένει συμπεριφορά του. Μοναχικός, όπως τον βλέπουμε να ζει και να κινείται, σε φτηνό ξενοδοχείο κατοικοεδρεύει, με τη γκόμενα έχει μια σχέση περίεργης εμπιστοσύνης, και δείχνει ότι είναι το μόνο ίσως άτομο που εμπιστεύεται και βλέπουμε μέσα από εκείνη το γιατί συμβαίνει αυτό , διότι ο «Σαμουράι» είναι ένας τύπος λιγόλογος, που ανοίγει το στόμα του μόνο για να πει κάτι το συγκεκριμένο. Είναι ένας μοναχικός λύκος, ένας μοναχικός εκτελεστής, ψυχρός , που πληρώνεται για να κάνει τη δουλειά. Κι έξυπνος, στο να αποφεύγει τις κακοτοπιές, όπως όλοι οι μοναχικοί λύκοι. Είναι ένας μοναχικός δολοφόνος και πριν αρχίσει το σενάριο. Κι ενώ, σε όλο το έργο φαινομενικά δείχνει άκαμπτος και μη εξελισσόμενος, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Εξελίσσεται στα πλαίσια του συγκεκριμένου σεναρίου κι η προϊστορία που ισχύει πριν αρχίσει το σενάριο, δεν μας αφήνει ερωτηματικά για το ποιος είναι. Το τι συνέβαινε στην παιδική του ηλικία δεν μας αφορά διότι είναι δολοφόνος επαγγελματίας μιάς συγκεκριμένης υπόθεσης. Κι η τελετουργία φτάνει ως και την ψυχολογία. Στο άδειο φτηνιάρικο ντεκόρ του ξενοδοχειακού δωματίου, υπάρχει ένα πουλί. Είναι που ο δολοφόνος το φροντίζει. Ναι, είναι στοιχείο σεναρίου, στοιχείο χαρακτήρα, είναι αυτό που υποδεικνύει ότι μέσα του υπάρχει και μια τρυφερή πλευρά. Μου έφερε στο νου αυτομάτως το σενάριο του ΜΠΑΝΤ ΣΟΥΛΜΠΕΡΓΚ στο «ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ» του ΗΛΙΑ ΚΑΖΑΝ, όπου ο αλήτης Τέρυ Μαλόυ –ΜΑΡΛΟΝ ΜΠΡΑΝΤΟ, στην ταράτσα φυλά για συντροφιά ένα πουλί. Είναι το μόνο στοιχείο που υποδηλώνει τρυφερότητα και συναίσθημα σε εκείνο τον αλήτη. Στο «λιμάνι της αγωνίας» βέβαια το στοιχείο αυτό του χαρακτήρα θα χρησιμοποιηθεί παρακάτω στην υπόθεση, στη μεταστροφή του. Εδώ δεν υπάρχει μεταστροφή χαρακτήρα διότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Εδώ ο χαρακτήρας είναι ένας που πρέπει να φέρνει εις πέρας την αποστολή του κι η αποστολή είναι πάντα (;) συγκεκριμένη.
Βλέπουμε λοιπόν μια σειρά πραγμάτων που εκ πρώτης όψεως δεν «φαίνονται», πόσο ενυπάρχουν και για ποιους λόγους «Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΑΓΓΕΛΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ» πατά τόσο στέρεα και γιατί ο Ζαν Πιερ Μελβίλ θεωρείται ένας τελετάρχης του «νουάρ» διότι σέβεται το σενάριο, απλώς το δουλεύει με διαφορετικό τρόπο, στη συγκεκριμένη περίπτωση απολύτως αφαιρετικό.
ΚΙ υπάρχει φυσικά κι ο ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ ο οποίος είναι παραπάνω από πολύτιμος. Διότι διαθέτει το βλέμμα. Χωρίς να τους συγκρίνω, λέω πως είναι εδώ κάτι σαν Γκάρυ Κούπερ. Εχει αυτό το βλέμμα το ρημάδι που γίνεται κινηματογράφος, που ένα τέτοιο βλέμμα, ειδικά σε ταινία τέτοιου ύφους, είναι ΤΑΛΕΝΤΟ διότι είναι ξεχωριστό προσόν. Ο Ντελόν με το βλέμμα, στο περιβάλλον που του έχει στήσει ο Μελβίλ και στην ατμόσφαιρα που του έχει φτιάξει ο Μελβίλ με φωτογραφία και ήχο , είναι αυτός που θα μπορούσε να παίξει το ρόλο και κανένας άλλος.
Και φυσικά στη φωτογραφία και στα κοψίματα του ήχου, προσθέτουμε το μοντάζ που κάνει την ταινία να μη σε αφήνει να πάρεις ανάσα.Το μοντάζ, στο σενάριο που έχει προηγηθεί και στο ντεκουπάζ που εξαντλεί και την τελευταία λεπτομέρεια, συμβάλει οριστικά τα μέγιστα στο να πάρει ρυθμό η τελετουργία. Και να σε κάνει να φεύγεις γεμάτος και να αναρωτιέσαι «γιατί;» (αν θες να φαγωθείς με τα ρούχα σου). Το «γιατί;» απαντιέται κι η απάντηση είναι ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΣΤΥΛ ΜΕΤΕΒΛΗΘΗ ΣΕ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ.
ΥΓ. Θα αναφέρω την ωραία κόντρα του ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΠΕΡΙΕ στο ρόλο του αστυνομικού και τη ΝΑΤΑΛΙ ΝΤΕΛΟΝ στη μόνη καλή της εμφάνιση, μια ωραία κοπέλα, χωρίς ταλέντο, που με αυτή την ταινία και με το επώνυμο «Ντελόν» έπαιξε σε μερικά ακόμα κι ύστερα χάθηκε. Την είχε χωρίσει κι ο Αλαίν….. Εδώ , στις σκηνές της είναι πολύ αποδοτική. Όπως κι όλο το cast, οι μούρες της νύχτας, αυτοί του κλαμπ…, οι μυστικοί κι οι μυστικές που τον παρακολουθούν… εκείνα τα πρόσωπα στο μετρό, σκηνάρα δράσης και διαφυγής-ξεγελάσματος, θαρρείς και μελετήθηκε από τον ΓΟΥΛΙΑΜ ΦΡΗΝΤΚΙΝ για να την κάνει 4 χρόνια μετά στο «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ» και να την εντάξει σε άλλη ατμόσφαιρα.
ΣΙΝΕΜΑ!!!!!