Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κι αριστούργημα. Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι υπερθετικοί κι οι υψηλοί τόνοι καθώς κι οι αναφορές σε κλασικά έργα του αμερικανικού σινεμά γύρω από το είδος ανεβάζουν τις προσμονές και εξίσου άδικα μειώνουν στη συνέχεια τις εντυπώσεις.
Εκπληξη είναι ο,τιδήποτε έρχεται απρόσμενα, Πόσο μάλλον ένα γουέστερν, που γυρίστηκε στη Νέα Ζηλανδία κι είναι «ντεμπούτο» σκηνοθέτη που σπούδασε στην Αγγλία καλές τέχνες κι όχι μόνο. Κι έρχεται και καλοκαιριάτικα όπου δεν εμπιστευόμαστε τους διανομείς για το τι μας σερβίρουν.
Αν υπήρχε και στην έξω κινηματογραφική ζωή η «β’ προβολή» κι όχι μόνο ως καταχώρηση στο sitePANTMO.GR, τότε ο «Ανθρωπος από τη Μασσαλία» θα είχε πολλές δυνατότητες γνωριμίας εκ νέου με το κοινό, μια και στην α’ προβολή δεν πολυσυναντήθηκαν. Αυτό θα συνέβαινε αν τα θερινά άλλαζαν όπως παλιά τρεις φορές την εβδομάδα πρόγραμμα και «τσίγκλιζαν» έτσι το κοινό να δει όσα έχασε και να ξαναδεί όσα πεθύμησε. Αντί να κρατούν ολόκληρη εβδομάδα την εκάστοτε σαβούρα και την υπό συζήτηση γαλλική κομεντί της εκάστοτε εβδομάδας «που έσπασε τα ταμεία στο Παρίσι»
Η ρωσική αυτή ταινία , που είχε τιμηθεί με το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1981,ήταν που συνδέθηκε το περισσότερο από άλλες ομοεθνείς της με το πρόσφατο ταξίδι μου στη Ρωσία. Την είχα νιώσει και τότε αλλά ήθελα πολύ να την ξαναδώ, να την καταλάβω καλύτερα. Με το που επέστρεψα έσπευσα να τη νοικιάσω. Και τη συνιστώ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ. Για τους ίδιους λόγους του ΤΟΤΕ και του ΤΩΡΑ διότι είναι του… .ΠΑΝΤΟΤΕ.
Μου είχε πεί κάποτε κάποια που αυτοσυστηνόταν ως οπαδός αποκλειστικά του «καλού» σινεμά, πως η ψυχαγωγία στο σινεμά της είναι αδιανόητη, πως αφορά στους «γιάπηδες» κι αν θέλουν να διασκεδάσουν να πάνε σε ένα μπάρ. Ωσπου την έκανα τσακωτή να βλέπει τη «Μούμια». Σε σινεμά. Όχι κατ’ οίκον.
Αυτό που εκτίμησα το περισσότερο στη γαλλική αυτή ταινία, που δείχνει να τα πηγαίνει καλά και με το ελληνικό κοινό, όπως συνέβη και με το γαλλικό, είναι πως από ένα θέμα που μόνο δράμα φαντάζεσαι να εμπνέει, προκύπτει τελικά κωμωδία.
Διασκέδασα πολύ με την καινούργια ταινία του ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΟΥ, τη «ΛΥΣΣΑ ΚΑΚΙΑ», ακριβώς επειδή πήγα για να διασκεδάσω. Εχοντας λύσει εδώ και χρόνια όλους τους κώδικες περί Νίκου Ζερβού κι έχοντας αποφασίσει, πάλι εδώ και χρόνια, να βγώ στην «υπεράσπιση», που δικαιούται ένας σκηνοθέτης ο οποίος κάνει ταινίες «cult». Όμως ούτε με τον χαρακτηρισμό αυτό ένιωθα εντάξει με τον εαυτό μου, ήταν σαν αναγνώριση ελεημοσύνης .
Όλα τα ωραία πράγματα έχουν κάποτε ένα τέλος. Ετσι δεν λένε; Κι είναι και σωστό. Καθώς πακετάρουμε για την αναχώρηση , ήρθε η ώρα να διατυπωθούν μερικές τελευταίες σκέψεις για τη χώρα αυτή που ήταν ΠΑΝΤΑ σε πρώτο ρόλο στην ΙΣΤΟΡΙΑ, ως αντίπαλο δέος της εκάστοτε πρώτης δύναμης! Οποια κι αν ήταν αυτή. Από τους Τσάρους και το επαναστατικό καθεστώς ίσαμε σήμερα.
Μας το είπαν με το που φτάσαμε. Στο καλωσόρισμα. Στην υποδοχή. «Θα απολαύσετε Τέχνη, Ιστορία και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΦΑΓΗΤΟ». Ηταν από τα τρία εισηγητικά «πρέπει». Κι ομολογώ ότι μας ΚΑΤΕΠΛΗΞΕ.
Όταν επανακυκλοφορούν ταινίες σαν τις «Διακοπές στη Βενετία» του ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΗΝ με την ΚΑΘΡΗΝ ΧΕΠΜΠΟΡΝ , πώς να καταδεχτείς τις «σαβούρες» που σερβίρονται στην πρώτη προβολή. Δεν μιλώ για τα «blockbusters», αυτά είναι κανονισμένα για καλοκαίρι από τα στούντιο διεθνώς. Μιλώ για όλα τα υπόλοιπα που ψάχνουν τους θεατές με το ντουφέκι και δηλώνονται ως «καλλιτεχνικά» επειδή δεν τα βλέπει ούτε η μάνα τους. Θα πάω, όμως, απευθείας στην ταινία, που δεν κουράστηκα να θαυμάζω για πολλοστή φορά.